Στην ώρα του ήταν πάλι που έδυσε για μια ακόμη μέρα ο Ήλιος. Την ώρα που όλα κάτω απ’ το βλέμμα του κοκκίνιζαν κι έσβηναν στις πένθιμες ανταύγειες των βλεφάρων της φυγής του. Την ίδια πάντα ώρα που αναλάμβανα κι εγώ τον θόλο να σκεπάσω. Με τα δικά μου τσίνορα ανοιχτά να βγω έναστρος μια βόλτα. Περιστροφή με τον ασπρόμαυρο μανδύα μου στον κόσμο του να κάνω. Γυροβολιά με τ’άρμα μου σε μια τροχιά πεπατημένη… Και τα κατάφερνα θαρρώ!
Μέχρι που από ένα πάθος μέσα μου άγνωστο, τα δάχτυλά μου έχωσα στου Κρόνου τα δαχτυλίδια. Τα’βαλα χωρίς ποτέ να το σκεφτώ, ότι της λογικής την έγκριση γι’αυτή μου την παρόρμηση θα έπρεπε να πάρω. Το λάθος που διέπραξα στην κοιμισμένη πλάση, να βάλω δηλαδή μέσα σε όνειρο τα σύγνεφα να περπατήσουν. Και είπα σιγανόφωνα πως όπου κι αν πατήσουν, στην ψυχή μου μοναχά και όχι στις αχτίνες του να το μηνύσουν.
Ο Ήλιος όμως ο άτιμος κατάλαβε αμέσως του μυαλού μου το παιχνίδι. Το ρούχο που στην πλάτη του ύφαινα σε αργαλειό δικό μου. Μια πράξη στο στερέωμα που στις σελίδες των βιβλίων του δεν ήτανε γραμμένη. Και μ’ άφησε στο τέλος από μόνος μου να δω. Να καταλάβω πως η λάμψη του στην πτώση μου δεν θα’ρχόταν να με πιάσει.
Έκπτωτος έτσι βρέθηκα στα χαμηλά σαν χαρταετός με σπασμένα φτερά. Γυαλιά καρφιά οι βλέψεις μου στο σώμα καρφωμένα. Κατάχαμα η αξία μου να γδέρνεται σ’άγρια βράχια, κι ο νους μου μέσα σ’ένα αιώνια άλυτο πρόβλημα με μια εσφαλμένη ιδέα να τριγυρνάει.
Η νύχτα, μου’πε ο Ήλιος, πως ποτέ της δεν διδάχτηκε να συγχωρά το λάθος. Από πάντα το χαστούκι της ήταν βαρύ από το πάθος. Στα μέτρα μου όπως φάνηκε κομμένο και ραμμένο, αφού με μιας μου τίναξε κάθε τι βλογιοκομμένο. Πεφταστέρια όπως πρόλαβα να δω. Μιας ιστορίας το τέλος. Έπεσαν μέσα στις τρύπιες σκέψεις μου, κουβέντα με το μάταιο να κάνουν. Και ποιος να το περίμενε αυτό, εγώ ο Ουρανός απ’ τα ψηλά, στ’ανθρώπινα να καταλήξω, ψάχνοντας σαν παλαβός έναν λόγο το σφάλμα μου να σβήσω. Άραγες πού να’ναι τώρα τα φτερά που απ’ τα εφήμερα τούς αστραγάλους των ποδιών μου θα σηκώσουν; Ρώτησα, κι απάντηση ο λογισμός δεν τόλμησε να δώσει. Κι όσο κι αν προσπάθησα τα συγκαλά μου να κρατήσω, τον χείμαρρο απ’τα μάτια μου δεν μπόρεσα ποτέ να συγκρατήσω. Οι μαύρες του σταγόνες χύθηκαν και άπλωσαν στου Ωκεανού την πλάτη. Λογική ποτέ δεν αναδύθηκε, παρά μονάχα αλάτι. Κι εγώ εκεί, ακούνητος μπροστά σε κάθε κύμα.
Γιατί στον κόσμο που’πεσα ήταν γνωστό το χρώμα. Η νύχτα όμως ήξερα πως πάντοτε κοιτάει το χώμα. Παιδεύτηκα πολύ. Πάλεψα στον βυθό τα όστρακα ν’ανοίξω. Μαργαριτάρια ήθελα ο Ουρανός να την στολίσω, μήπως και μ’άφηνε κάποια στιγμή με τ’άστρα μου να τραγουδήσω. Για χάρη της βούτηξα ακόμη πιο βαθιά, στο σκότος τ’άκαρδο, και κράτησα για χρόνο άγνωστο στο έρεβος την ψυχή μου. Λιπόθυμος όμως ανέβηκα, ξέπνοος στην αποτυχία μου κι εσάς καλά μου σύγνεφα να παρασύρω. Βοηθήστε με, λοιπόν, να καταλάβω, γιατί το κλάμα μου δεν έχει ηχώ. Γιατί στ’ αυτιά μου το ακούω μόνο. Βοηθήστε με πριν να’ναι αργά. Σύντομα πάλι ο Ήλιος θ’ ανατείλει. Τον πόνο που κουβαλάω στην καρδιά μου να εντείνει. Καθώς γνωρίζει από πρώτο χέρι φυσικά, πως εγώ ένας φτωχός και τιποτένιος, ευάλωτος και πάντα πληγωμένος, δεν είμαι ο Θεός, μήτε ο Παντοδύναμα Φτιαγμένος. Αλλά ένας παράφορα ρομαντικός ουρανός, που του μέλλει απ’την ανατολή στον πλάστη του ν’ απλώνεται κουτσουρεμένος!
Coming up next: Don’t Fear The Reaper