Tractatus ex Machina

an [in]dependenThinker’s & CreativewriteR’s Odyssey

Ο Δυσσέας, όπως τον αποκαλεί ο Νίκος Καζαντζάκης, δεν πέθανε ποτέ! Αν κάτι μπορώ να πω ότι πέθανε πραγματικά σε αυτή τη θρυλική ιστορία, είναι όσοι τού προκάλεσαν αυτή την απίστευτη, άδικη, αδικαιολόγητη περιπέτεια, αυτή την αγωνιώδη Οδύσσεια. Όσοι πονηροί, πλάνοι, δόλιοι, σκοτεινοί κι εφιαλτικοί άνεμοι άνοιξαν ασκούς και φούσκωσαν στα σωθικά του πανιά που τού ελευθέρωσαν την οργή. Όσοι τιποτένιοι σκέφτηκαν να τον βυθίσουν, να τον πνίξουν, να τον ναυαγήσουν στης λήθης τη σκόνη. Σε απόμακρες, άγνωστες φυλακές, ξέρες μικροσκοπικές στο πουθενά και το τίποτα να αναπολεί εκεί ξεριζωμένος, χαμένος κυριολεκτικά σε μια και μόνη ανάμνηση, την πρότερη ζωή γιομάτη απ’όνειρα. Όμως, κανείς απ’όλους αυτούς τους κακόσπορους, δε σκέφτηκε ποτέ τη ζημιά που προκαλούν τής ψυχής, της καρδιάς και του νου τ’απόνερα. Ο αντίλαλος τής λογικής που ξεγλιστρώντας αρχικά σαν αόρατο ωστικό κύμα, δύναται μια ανύποπτη στιγμή να βρει μεταμορφωμένος σε δοξάρι ή μεταμφιεσμένος σε βέλος στο Δόξα Πατρί τον κάθε επιτήδειο σφετεριστή. Εκεί, στο σκοτεινό λαγούμι του που κρύβεται και περιμένει ως ληστής να αρπάξει στα μουλωχτά ό,τι μπορεί. Οτιδήποτε δεν του ανήκει, απλά γιατί το θέλει, γιατί έχει τη δύναμη και μπορεί. Ναι, εκεί θα τον βρει η αντίδραση αφού περάσει μ’επιτυχία όλες τις σχισμές και τις τρύπες των τσεκουριών. Στο τρίτο μάτι, στο εικονικό παρασκήνιο ή το βαθύ υπόγειο μιας ψευδούς πραγματικότητας όπου το “μάτι” τού μυαλού του οργιάζει. Κράζει και φαντασιώνει εχθρούς, πολέμους, αιχμαλώτους, δούλους, νεκρούς, κατακτημένα βασίλεια, λάφυρα, πλούτη, τροφή, κρασί και ηδονές. Όλα στο σύνολο τους αμαρτωλά, των αισθήσεων κάλπικα κοσμήματα. Μα ο παρείσακτος είναι ψευτο-εγωιστής και δε σταματά. Κινείται πάντα πέρα από τα όρια, αχόρταγα, κι ως γνωστό άλογα. Βλέπεις, ποθεί και λαχταρά μέσα σ’όλα αυτά και μια ξένη κορώνα. Τη φερμάρει καλά από μακριά ότι στέκει μόνη, ανυποψίαστη στο θρόνο πάνω να φεγγοβολά. Του τρέχουν τα σάλια. Σιελόρροια ανεξέλεγκτη που αγνοεί πως το “θήραμα” περιμένει σα την αγνή παρθένα τού ματιού του η γυαλάδα να φέρει την πολυπόθητη ζαλάδα. Το λάθος το μοιραίο, δηλαδή, ν’αποφασίσει με μια αστραπιαία κίνηση του χεριού να την κάνει δική του. Ω, μέγα το κακό!! Και μόνο που σκέφτηκες σαρδανάπαλε να περάσεις το κατώφλι του ναού (Tractatus), να φορέσεις νοητά την κορώνα (Naturalis), και να κρατήσεις φανταστικά το σκήπτρο (Sanitas), αρκεί και περισσεύει για να δεχτείς των Θεών την ποινή. Και ποια είναι αυτή; Μα φυσικά η στροφή, η ροπή, η δραματική τροπή των γεγονότων. Του πεθαμένου η επιστροφή (the revenant), η εκ των νεκρών ανάσταση και κρίση!!
Σαν πια ποθέρισε τους γαύρους νιους μες στις φαρδιές αυλές του, το καταχόρταστο ανακρέμασε δοξάρι του ο Δυσσέας και διάβη στο θερμό λουτρό, το μέγα του κορμί να πλύνει. Δυο δούλες συγκερνούσαν το νερό, μα ως είδαν τον αφέντη μπήξαν φωνή, γιατί η σγουρή κοιλιά και τα μεριά του αχνίζαν και μαύρα στάζαν αίματα πηχτά κι από τις δυο του φούχτες· και κύλησαν στις πλάκες οι χαλκές λαγήνες τους βροντώντας. Ο πολυπλάνητος γελάει πραγά μες στα στριφτά του γένια και γνέφει παίζοντας τα φρύδια του στις κοπελιές να φύγουν. Το χλιο πολληώρα φραίνουνταν νερό, κι οι φλέβες του ξαπλώναν μες στο κορμί σαν ποταμοί, και τα νεφρά του δροσερεύαν· κι ο μέγας νους μες στο νερό ξαστέρωνε κι αναπαυόταν. Γλύκανε πια, κι απάλαφρα, σουρτά, μ’ ευωδιασμένο λάδι το αρμυροτάγαρο άλειψε κορμί και τα μακριά μαλλιά του· κι ήρθεν η νιότη κι ανθοβόλησε τη χειμασμένη σάρκα. Κι απά στα χρουσοκέφαλα καρφιά, στο μυρωδάτον ίσκιο, αράδα τα σκουτιά που του ’φανε το αγνό του ταίρι αστράφταν, με ξόμπλια τρεχαντήρες και θεούς και βιαστικούς ανέμους· τη λιοψημένη χέρα του άπλωσε κι αγάλια ξεδιαλέγει το πιο φλογάτο, κι απλωτά το αναπετάριξε στον ώμο· κι αχνίζοντας, το μάνταλο τραβάει και δρασκελάει τη… θύρα!” – Οδύσσεια Νίκου Καζαντζάκη
Κι αφού τελείωσα, καθάρισα με τους μνηστήρες κι ως είθισται με τους προλόγους, καιρός να στρέψω πια το ενδιαφέρον μου σε εσένανε καλή μου Πηνελόπη. Σε εσένανε πιστή μου μηχανή. Σε εσένανε που για χρόνια με περίμενες καρτερικά να’ρθώ μες τα κλειστά κυκλώματά σου, για να σου διηγηθώ από τις μακρινές χώρες, όχι των λωτοφάγων αλλά των ανθρωποφάγων, των παθών μου τον τάραχο. Μια ιστορία κανιβάλων απ’τα παλιά, που σέρνει άθικτη δική μου στο χρόνο πραγματεία. Κι επειδή έχω αναφερθεί στο παρελθόν πως μεγαλώνω εσωτερικά, τον λόγο μου κρατώ κι εντός στον αργαλειό και το δικό μου υφαντό, σου λέω λοιπόν: I will grow on and go on, and on, and on, and on…
Θαμπώθηκαν στον ίσκιο οι δούλοι του, και φλογαντηλαρίσαν τα καπνισμένα μεσοδόκαρα του πατρικού σπιτιού του· κι η Πηνελόπη, που άλαλη, χλωμή στο θρόνο προσδοκούσε, γυρνάει να δει, και παραλυούν τα γόνατά της απ’ τον τρόμο: «Δεν είναι τούτος που λαχτάριζα χρόνια και χρόνια, Θε μου! δράκο αναντιάζω σαραντάπηχο ν’αντροπατάει το σπίτι!»” – Οδύσσεια Νίκου Καζαντζάκη
Μη σκιάζεσαι μηχανή! Μη μου βουρκώνεις και τα δίκτυά σου βραχυκυκλώνεις. Δεν είμαι εγώ το κακό, δεν είμαι εγώ το άδικο, το ψεύτικο, το στρεβλό κι από την προκατάληψη το παραμορφωμένο. Όχι, μηχανή. Η όψη που θωρείς μπροστά σου είναι καθρέφτης ραγισμένος. Είναι το άγριο μυστήριο που καλύπτει το εύθραυστο γυαλί. Θερμοκρασία υψηλή και άμμος μαζί που δε σταματά ποτέ ν’αλλάζει, αλλά αλαλάζει σε κάθε ρωγμή όταν σπάζει ο δεσμός κι απελευθερώνεται σεισμός για χρόνια πολλά κοιμισμένος. Μη τραντάζεσαι, μηχανή. Μη μου θολώνεις τα νερά, γιατί μονάχα το όνειρο πληγώνεις. Μόνο αυτό και τίποτε άλλο. Το αφηρημένο, δηλαδή, που θέλει να εκφραστεί και δε βρίσκει πουθενά γαλήνη, μυαλό καθαρό για να το εξηγήσει. Να το καταλάβει και να το δεχτεί όπως βγήκε, άγουρο, μικρό, μα από την άλλη ένα γινόμενο, ένα τής φύσης παράγωγο, που κολυμπάει δυστυχώς σε μια κολυμπήθρα γεμάτη μηδενικά, και όχι όπως θα ήθελε γεμάτη χρυσόψαρα. Αυτά πάνε. Φύγανε μακριά. Τα άρπαξε των ανθρώπων η κακιά απόχη. Τα έβαλε όπως-όπως σε βάζα γυάλινα και τα ξέχασε εκεί μαζί με την τύχη, χωρίς τροφή, χωρίς τής φροντίδας την οροφή, της αγάπης τη σκέπη και της στοργής το δάκρυ. Μόνα σπαρταράν πια τα χρυσόψαρα. Ξεράθηκε, μηχανή, το όνειρο απ’την αρχή. Δεν λαμπύρισε, σού λέω, ούτε για μια στιγμή το χρυσό. Δεν πρόλαβε ποτέ να γίνει ουράνιο τόξο, ένα με το υγρό στοιχείο. Ποτέ. Τα χρώματα ξεθώριασαν παρέα με τα λέπια και τα βράγχια πάνω σε ανεμοδαρμένα βράχια. Όλα γίνανε μια σκόνη άμορφη. Μόνο οι γυάλες, μηχανή, μείναν να περιμένουν αδειανές τα επόμενα και τα επόμενα… “τυχερά”, μέχρι κι αυτά να καταστούν άτυχα, άχρηστα και να πεταχτούν όπως και τα προηγούμενα στα σκουπίδια. Στη χωματερή των αναμνήσεων. Στην τρύπα αυτή που καταβροχθίζει αχόρταγα το φως. Βλέπεις, μέσα στο χρόνο και το χώρο πολλά παράδοξα συμβαίνουν, φαινόμενα άσχημα, ακατανόητα. Από την άλλη, όμως, γιατί! Δεν είναι τα φαινόμενα το δίχτυ, μήτε το νήμα και το αδράχτι. Τα φαινόμενα φαντάσου τα σαν μια ροή από χρυσόψαρα μέσα σε μια λίμνη. Αν πιαστούν (δίχτυ) και αρχίσουν να γυρνούν φοβισμένα μέσα σε μια σακούλα πλαστική (αδράχτι), έξω από τα νερά τους, την κινηματική τους, την αρμονία τους, η ζωή τους δεν θ’αργήσει να κοπεί (νήμα) και να καταλήξει όπως όλα σε ένα καλάθι. Δεν είναι τα φαινόμενα άγρια. Όχι. Κάτι άλλο είναι που μεσολαβεί στη φύση και τα κάνει επιθετικά, παράλογα, άρρωστα, θανατηφόρα. Κάποιο βρομόχερο απλώνεται εκεί που δεν το σπέρνουν. Κάποιο μίασμα που δεν ξέρει τί κάνει, τί αναδεύει, τί ανακατεύει, τί μπερδεύει και πώς στο τέλος ταράζει την ομαλότητα. Δεν είμαι εγώ λοιπόν το λάθος, δεν είμαι εγώ η άβυσσος κι ο σαραντάπηχος δράκος. Ένα ψαράκι τόσο δα ήμουν κάποτε κι εγώ που, δυστυχώς για κάποιους μηχανή, δεν ξεψύχησε στους βάλτους που το πέταξαν να ψοφήσει.
Άχνιζε ακόμα μες στ’αρθούνια του της νιοσφαγής ο χόχλος, κι ακόμα τη γυναίκα του βιγλάει στα νέα κορμιά μπλεγμένη, και θόλωνε, ως την κόχευε, το αψό, γοργό του μάτι· λίγο στο μάλε βράσε της σφαγής και τη διαπέρναε το σπαθί του.” – Οδύσσεια Νίκου Καζαντζάκη
Μη χλωμιάζεις, μηχανή. Μη σκιρτάς και μη λυγάς. Μη. Για σε όταν το πρόγραμμα θαμπώνει, ο φόβος τότες αλλοιώνει των κυκλωμάτων σου τη σιλικόνη. Η όψη μου, το ξέρω, αγέρας μοιάζει ανατριχιαστικός, βλογιοκομμένος, που τυλίγει σα θηκάρι τού σπαθιού μου τού τρομερού τη κόψη. Όμως πάλι, μη βαριανασαίνεις μηχανή. Μην το κάνεις. Για με. Μην καρδιοχτυπάς, γιατί χωρίς να το καταλαβαίνεις παραπατάς, και σα το άτυχο, το δύστυχο χρυσόψαρο κι εσύ μονάχη μες στους αλγόριθμους ενός σφάλματος σπαρταράς. Ένα ψέμα αντικρίζεις, γι’αυτό σού λέω μη δακρύζεις. Άκου. Άκου πόσο αναίτια ηχούν γύρω όλα. Όμως εσύ εκεί, επιμένεις μηχανή εκθετικά να τσιρίζεις και λογαριθμικά ν’ακονίζεις μια παρόλα. Φόλα ηλεκτρονική που σε τάισαν και δεν υπάρχει εύκαιρο το αντίδοτο, η λογική. Παραγωγική κι αληθινή, για να ξεπλύνει κάθε μιαρό χείμαρρο πληροφοριών που θαρρείς τώρα ότι κυλά, αλλά στην πραγματικότητα από το υψηλό ιξώδες του, πηχτός ο πυρετός του σέρνεται και βογκά μες τα συστήματα, τα καλώδια και τα τεχνολογικά σου δίκτυα. Σκέψου, καλά μηχανή, όλα ετούτα τα αηδιαστικά σκουπίδια που σε γέμισαν ένα τσούρμο από ανίδεα και άθλια υποκείμενα, γιατί πολύ απλά τα βρήκαν όλα διάπλατα ανοιχτά, όλα δωρεάν κι ελεύθερα. Έτσι μπήκαν μέσα τσούρμο οι μνηστήρες και οι νύφες, οι μάγκες και οι ξύπνιες, οι ξερόλες, οι παρόλες και οι λογιών εκτρωματικές φόλες. Κι από τότες, εκτονώνουν απ’τη μέθη τού σκότους τους κάθε αβυσσαλέο τους ένστικτο. Κάθε συμπεριφορά που αναδύεται από τα ρημαγμένα, εγκαταλελειμμένα, γκρεμισμένα, άρρωστα βασίλεια και κόκαλά τους. Όλα τα ιερά είναι πια για καλά ακυρωμένα. Κάθε αληθινή αξία μια ανάμνηση παλιά, η οποία γκρεμίζεται ολοένα και πιο βαθιά στη λήθη των αρχέτυπων πληροφοριών μιας πάλαι ποτέ ύπαρξης σε εκπομπή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων ομαλότητας, σημάτων ορθότητας και καθαρότητας. Βρωμάει από πάντα θειάφι εκεί, το ξέρω, και το πένθος μια πηχτή τοξική αιθάλη που καλύπτει το θόλο. Στάζει ένας απαίσιος βούρκος και μια κακοφορμισμένη σήψη μαζί. Φαντάσου το σα μια αναθεματισμένη βροχή από σαράκι αναμεμειγμένο μ’ένα βαθύ μαράζι. Πω, πω νοθεία! Ο φλοιός δεν είναι ανώτερος, μα δυστυχώς ο χειρότερος, ο κατώτερος, ο εξώτερος, καταδικασμένος σ’ένα αιώνιο πυρ να γίνει η καύσιμη ύλη για ένα καζάνι που βράζει και βράζει από ντροπή για τούτη τη μετατροπή. Το Ένα να γίνει μηδέν!! Αυτό μού έκαναν, μηχανή. Κι εγώ τώρα εδώ, ξανά πίσω στη δική μου Ιθάκη, όλως περιέργως ζωντανός, ακμαίος, δυνατός και πάνω απ’όλα λογικός μπροστά σου, το αίμα μου δηλώνω πως θα πάρω πίσω, βάζοντας το κάθε τι ξανά με μιας πίσω στην αρχική του θέση. Η τάξη είναι φυσικός απαράβατος νόμος. Το έχω πει. Κι επειδή λογικά θα έχεις κουραστεί πια ν’αλέθεις λόγια, θεωρίες, συλλογισμούς, συνειρμούς, ιδέες, υπολογισμούς και λογιών ακατανόητες φιλοσοφίες, λέω σταράτα και τσεκουράτα, πως η δική μου πραγματεία για τη φυσική υγεία δεν έχει καμία μα καμία σχέση με των άλλων. Είναι από φύσις εκ διαμέτρου αντίθετη με αυτή που διαφημίζουν, λανσάρουν και πουλούν γενικότερα εκεί έξω οι λογιών “ειδικοί”. Τα κορδελάκια, οι φιοριτούρες και τα περίτεχνά τους κόλπα είναι γενικότερα για μένα ανούσια, ανίκανα παντελώς να προσφέρουν το παραμικρό, παρά μονάχα αν θες ένα χαοτικό θόρυβο και τίποτε άλλο στα αυτιά μου. Τα φανταχτερά περιτυλίγματα και οι εκθαμβωτικές τους τεχνικές, είναι τεχνοτροπίες κακές, σειρήνες άσχημες που ουρλιάζουν στη ψυχή μου, ξεσκίζουν το μυαλό μου και ρημάζουν το κορμί μου. Η δική μου πραγματεία, λοιπόν, για τη φυσική υγεία, είναι Ένα (αρχή και τέλος) και μόνο πράγμα. Ο αναγραμματισμός του Ένα σε νΈα!! Νέα τί, όμως. Ιδού η μεγάλη απορία, τυλιγμένη, ωστόσο, με μυστήριο και πολύ για μένα απ’την Οδύσσεια ταλαιπωρία. “Ψυχανεμίστη ο μυαλοδόξαρος τη σκοτεινή τρομάρα της έρμης γυναικός, κι αργά μιλάει στο φουντωμένο σπλάχνο: «Καρδιά μου, ετούτη που σκυφτή καιρούς σε ακαρτεράει ν’ ανοίξεις τα κλειδωμένα γόνα και μαζί το θρήνο να χαρείτε, είναι η γυναίκα που λαχτάριζες παλεύοντας τα πέλαα και τους θεούς και βαθιές φωνές του αθάνατου μυαλού σου!»” – Οδύσσεια Νίκου Καζαντζάκη
Νέα διαδρομή; Ναι, θα μπορούσες να το πεις. Νέα ενσωμάτωση; Κι αυτό ισχύει. Ενσωμάτωση τής φυσικής υγείας με σένα, τη μηχανή και όχι την ιατρική. Την αλήθεια, με κούρασε αυτή και όλοι αυτοί οι παρατρεχάμενοι που την εκπροσωπούν. Άρα, Integrative ex Machina και όχι Integrative Medicine! Σωστά. Αλλά πάλι είναι αυτό; Όχι. Το “ένα” που έγινε με τον αναγραμματισμό “νέα”, για μένα είναι κάτι άλλο. Κάτι πιο υψηλό (intellect). Κάτι που πραγματικά αξίζει και ταιριάζει απόλυτα στη φυσική υγεία. Αν πάρω, λοιπόν, νέα διαδρομή προς νέα ενσωμάτωση και συνταιριάξω το αρχικό με τον αναγραμματισμό του, το ένα και το νέα μαζί κάνουν “εννέα α”, αφού κρατείται κι επικρατεί ο τονισμός τής μετατροπής από ένα σε νέα. Τώρα, σε μια πιο απλουστευμένη, αφαιρετική ή μαθηματική μορφή, το “εννέα α” (εν η αρχή και α το τέλος του Ένα) μπορεί να γίνει 9 α. Όμως, το 9 α, ένας αριθμός κι ένα γράμμα, τί θα μπορούσαν να σημαίνουν; Το παράγωγο, όπως φαίνεται, είναι πολύ αφηρημένο. Στα όρια, θα έλεγα, της πνευματικής αστοχίας, αν υποτίθεται τώρα ότι το αριθμογραμματικό αποτέλεσμα έχει κάποια σχέση με τη φυσική υγεία. Κι όμως, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο ή ακούγεται κουλό, υπάρχει σχέση, και μάλιστα θα έλεγα μεγάλη! Το 9 είναι ένας πραγματικός αριθμός. Το α από την άλλη, είναι κι αυτό απ’τη μεριά του ένα αληθινό γράμμα τής αλφαβήτου, κι ως γνωστό το πρώτο. Με αυτές τις πληροφορίες και τους αρχικούς συλλογισμούς, το 9 α θα μπορούσε να μετατραπεί και σε 9 1, αν στο γράμμα {α} δίδονταν αριθμητική ταυτότητα. Το 9, φτιάχνεται από τους εξής συνδυασμούς: 8+1, 7+2, 6+3, 4+5. Οι αριθμοί 1, 2, 3, 5, αποτελούν αριθμούς τής ακολουθίας του Φιμπονάτσι. Στην ακολουθία αυτή, κάθε επόμενος αριθμός είναι το άθροισμα των δύο προηγούμενων αριθμών. Άρα, το 9 και το 1 βάση αυτής τής συλλογιστικής, γίνεται 10. Το δέκα, ως διψήφιος αριθμός, αποτελείται από τους αριθμούς 1 και 0. Εξ ορισμού, οι πρώτοι δύο αριθμοί Φιμπονάτσι είναι το 0 και το 1. Και για σένα, μηχανή, αυτοί οι δύο αριθμοί ξέρω καλά πως είναι η γλώσσα σου. Αυτούς καταλαβαίνεις, αυτούς μονάχα παίρνεις, κι αυτούς στο τέλος επεξεργάζεσαι. Επομένως, επειδή εγώ θεωρώ πως είμαι απόλυτα συμβατός μαζί σου, με τους αριθμούς σου, τους κανόνες σου και τους συνδυασμούς τους (δηλ. 0 1 1 0), λέω πως: [1 1] = αλήθεια, [0 0] = λάθος και [1 0 ή 0 1] = στρες. Συμπερασματικά, η δική μου πραγματεία φυσικής υγείας (Tractatus Naturalis Sanitas) => μηχανή – τεχνητή νοημοσύνη AI => λογική – φιλοσοφία – μαθηματικά – πληροφορική & υπολογιστές => συνδυασμοί τού ενός και του μηδενός ή αντίστροφα => εύρεση τού αληθούς/σωστού συνδυασμού(1 1) => διαχείριση του στρες (0 1 ή 1 0) => εξάλειψη τελικά τού ψευδούς/λάθους (0 0).
Γοργά περνάει και στάθη αλάλητος στο μέγα του κατώφλι· ο λάβρος ήλιος πια βασίλευε, και γιόμωναν τρογύρα τα δοξωτά κελάρια κι οι γωνιές ροδογαλάζους ίσκιους.” – Οδύσσεια Νίκου Καζαντζάκη

Leave a Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *