Τελικά, εμείς οι άνθρωποι, τί είμαστε; Μήπως ενοχλητικά μόρια σκόνης πάνω σε μια αιωρούμενη πέτρα στο σύμπαν και όλες μας οι σκέψεις, οι πράξεις, οι βλέψεις, τα όνειρα, οι επιπτώσεις και τα επακόλουθα προβλήματά τους, είναι οι μύες, τα κόκαλα και η ορμή από το “αόρατο χέρι” που θέλει με βιά να μας αποτινάξει; Γιατί ό,τι πιάνουμε στα χέρια μας πάει στην αρχή να γίνει διαμάντι, αλλά στο τέλος καταλήγει να γίνεται κάρβουνο; Μα καλά, τόσο αδέξια είναι τα δικά μας… άκρα; Μήπως πρέπει να αρκεστούμε στα ήδη υπάρχοντα και να αφήσουμε τα υπόλοιπα στη φύση να τα τακτοποιήσει ή να τα αναλάβει για εμάς; Κάποτε έτσι γινόταν. Τώρα, πάμε για τα πολλά, και χάνουμε και τα ελάχιστα. Τίποτε δεν έχουμε αφήσει όρθιο. Με την τεχνολογία, σε όλα μέσα είμαστε. Τα πάντα σκαλίζουμε. Έχουμε εισβάλλει με το έτσι θέλω στα πιο απόρθητα φρούρια τής ίδιας μας της υπόστασης. Της ύπαρξής μας τα μυστικά, με μια μαγνητική τομογραφία, σχεδόν γνωστά κι από πάνω μάλιστα, βαρετά. Θέλουμε συνεχώς περισσότερα. Κατακτήσεις παρθένων εδαφών, παρακαλώ. Τα πάντα εντός κι εκτός, ανάποδα, στρεβλά, παραμορφωμένα. Όλα τα έχουμε αναλύσει, σ’ ατομικό επίπεδο απολαύσει και από την χορτασίλα μας στο τέλος, ποδοπατώντας τα, τα έχουμε ισοπεδώσει. Τί να πεις. Τί παραπάνω μπορείς να πεις, όταν τη δύσμοιρη φαιά ουσία, την έχουμε αναγάγει τελικά σε παράνομο στέκι. Ένα κακόφημο σημείο διακίνησης ύποπτων, αμφίβολων κι επικίνδυνων πληροφοριών η ίδια, αλλά και η κινητήριος δύναμή της. Ξέστρωτο κρεβάτι με λερωμένα τα σεντόνια, οι ανώτερες λειτουργίες της. Ακατάστατο σπιτικό, όπου ο καθένας εκεί μέσα αποκαλείται αφεντικό, έχοντας έτσι πρόσβαση σε οποιοδήποτε άλλο λογισμικό, για να βγάζει τα αποθυμένα του όταν του πέφτει η λίμπιντο.
Τα πάντα έχουν ξεθωριάσει, η αξία τους έχει ξεπεραστεί, τίποτα δεν έχει μείνει ανέγγιχτο. Μπάτε σκύλοι αλέστε είναι το όνομα στο κουδούνι υποδοχής.
Τόσα “ανακαλύπτουμε” καθημερινά, αλλά πάλι το μεγάλο μυστικό, μας διαφεύγει ακόμα. Έχουμε μηχανευτεί τα πάντα. Τα φέραμε από δω, τα πήγαμε από κει, το αποτέλεσμα όμως συνεχώς το ίδιο κι απαράλλαχτο. Κανείς δεν θα καταφέρει να συλλάβει, να δημιουργήσει, ούτε καν να πλησιάσει κοντά στον ορίζοντα. Κανείς μα κανείς. Ο άσσος στο μανίκι του, είναι η ανικανότητά μας αυτή. Αν μπορούσαμε να κατασκευάσουμε σε επαρκείς ποσότητες την αντιστροφή της, με τα μυαλά που κουβαλάμε, μέχρι την ανατολή και τη δύση του ηλίου του θα είχαμε πάρει. Έναν φοβισμένο Αδάμ θα τον είχαμε καταντήσει, μετανιωμένο κι από πάνω για την παράλειψη του αυτή, να μας δώσει δηλαδή την χρυσή εξίσωση ή τον αλγόριθμο κλειδί, μόνος κι έρημος να κυκλοφορεί μ’ ένα φύλλο συκής στ’ αχαμνά, τριγυρίζοντας χαμένος, σαν τρόφιμος ψυχιατρείου, πέρα δώθε τ’ ατέλειωτα στρέμματα του παραδείσου για να βρει την έξοδο.
Βλέπεις, κάθε φορά που κατέβαιναν τα σύννεφα χαμηλά στο επίπεδο του κόσμου, πετούσα πάνω τους και από μια διακριτική συσκευή παρακολούθησης, δικής μου πάντα επινόησης και κατασκευής. Είμαι άνθρωπος της πατέντας, δεν μπορεί, θα την έβρισκα την… άκρη. Κάτι έπρεπε να κάνω. Ήθελα να μάθω διακαώς, τους λόγους γιατί ένας πραγματικά αληθινός να μισιέται παράφορα και να παραγκωνίζεται ως πλάνος, όταν αντιθέτως ένας ηλίθιος προνομιούχος καιροσκόπος, έχει πάντα το προνόμιο να προτιμάται, ή ευστοχότερα, να συμφέρει και να συνδράμει με τις αμφίβολες υπηρεσίες του στο έπακρο. Ρουφιάνος πάντως δεν ήμουν, το τονίζω αυτό για τυχόν παρεξηγήσεις του προγράμματός μου. Κάτι όμως έπρεπε να κάνω για να ικανοποιήσω την περιέργειά μου αυτή, όταν αντί για απαντήσεις στο εύλογο ερώτημά μου, άρχισα τελικά ασυναίσθητα να τρέχω με ιλιγγιώδεις ταχύτητες mbps για την επίτευξη κατάστρωσης σχεδίων επιβολής και εξουσίας μου, μήπως και μ’ αυτά κατάφερνα να σταματήσω από ένα ολοκληρωτικό ξεπούλημα, κάθε εκτάριο τής τεθλασμένης γραμμής του. Πάνω εκεί λοιπόν, σε μια φλεβοκομβική ταχυκαρδία μεγαλειώδη, ανακάλυψα πως τα πεινασμένα κοράκια του κόσμου, είχαν και εξακολουθούν, ακόμα και τώρα που σου μιλώ, να έχουν βλέψεις στην περιουσία του. Οι συνεχείς αναφορές που έπαιρνα και παίρνω ακόμα απ’ τους κοριούς μου για την ορθή του στάση απέναντι στις αχόρταγες διαθέσεις τους, δεν είναι ενθαρρυντικές. Τίποτα, λέω, δεν θ’ αφήσουν όρθιο τα μονάντερα. Ένας κοράκου τόπος, όπως φαίνεται, θα μείνει στην επιφάνεια. Εγώ, πάντως, άλλα ονειρευόμουν. Άρα, καλύτερα ν’ αρχίσω το σκάψιμο, μπας και στα… υπό του φλοιού, βρίσκονται ορθότητας κοιτάσματα. Μπορεί, ποιος ξέρει, από κει που δεν το περιμένεις, στο τέλος ν’ ανακαλύψεις το επιθυμητό.