The Way You Dream – Confessions

Πάντως δεν ξέρεις, αλλά και ποτέ δεν θα μπορέσεις να φανταστείς, πώς είναι να κουβαλάς πάνω σου συνεχώς το μικρόβιο αυτό της όνειδος. Καλύτερα να έχεις παρέα τον σταφυλόκοκκο, να έχεις συντροφιά τον φλεγμονώδη εξευτελισμό που σου φέρνει η συναναστροφή μαζί του, παρά το ψυχολογικό της ντρόπιασμα, την κακοήθειά της, η οποία ευδοκιμεί στα σώψυχά σου απ’ τις ξαφνικές αναλαμπές. Κάθε που συνέρχεσαι, σε παραλαμβάνει στα χέρια της και σε κάνει πιο σκουπίδι απ’ το ίδιο το σκουπίδι. Μια ανάσα ίσα-ίσα για να είσαι ικανός να επιβιώνεις σε αφήνει και παίρνεις, κι αμέσως μετά σε βυθίζει στα νερά τής ελεεινότητάς της, ναι εκεί, στον πανικό του πνιγμού σου να υπομένεις καρτερικά ακόμα ένα μαρτύριο ασφυξίας, προερχόμενο καθαρά απ’ την ίδια σου την αθλιότητα. Εσύ ο κουβάς, εσύ και το νερό στο εσωτερικό του. Όλα εσύ, μια φαυλότητα σ’ ένα αρρωστημένο φαύλο κύκλο να γυρνάς και να γυρνάς, επαναλαμβάνοντας σε κάθε σου περίοδο τα ίδια με πριν λάθη, απλά μόνο να διαφέρεις στον βαθμό υποχώρησής τους, γιατί στην περιστροφή σου δεν ελέγχεις εσύ την επιρροή των εκάστοτε δυνάμεων, οι οποίες άλλοτε με την κεντρομόλο τους σε καρφώνουν στο κέντρο των σφαλμάτων σου, κι άλλοτε με την φυγόκεντρό τους σε τινάζουν στην περιφέρεια τής αμαρτίας τους, βρισκόμενος την μια ασφυκτικά χωμένος στο διάκενο τής ίδιας σου της γεώτρησης, ίδιος αρουραίος των υπονόμων, και την άλλη στο μεσοδιάστημα τής ίδιας σου της εκτόξευσης, ίδιος αστροναύτης να περιφέρεσαι στο χάος της γκάφας σου. Άστα, Προμηθέα! Μην την ψάχνεις τη δουλειά. Όσο τα σκαλίζεις αυτά τα πράγματα, τόσο περισσότερο βρομάνε. Γι’ αυτό, κοίτα να αποφεύγεις να μου ταράζεις τα έλη, γιατί η σήψη των υδάτων, παρέα με το λεφούσι των κουνουπιών, θα σε απογυμνώσει στο λεπτό. Τίποτα δεν θα αφήσουν επάνω σου όρθιο. Σαν το κεράκι θα λιώσεις, την μια απ’ την μπόχα, και σαν το μπαλόνι θα φουσκώσεις την άλλη, φυσικά απ’ τις καντήλες των τσιμπημάτων. Κι εδώ, αν μπορέσεις να καταλάβεις το σκεπτικό μου, θα αντιληφθείς πώς είναι να είσαι απλά μια φλόγα και μόνο που σιγοκαίει και λιώνει στην ουσία τον ίδιο της τον εαυτό, και πώς είναι να είσαι η φλόγα που βάζει και συντηρεί ετούτη τη φωτιά στο φυτίλι, αλλά αντίστοιχα και αυτή η οποία αναφλέγει τελικά το θαμμένο της φουρνέλο, όταν απ’ την εκτόνωσή του αυτό, διογκώνοντας ουσιαστικά τον περιβάλλοντα αέρα γύρω του, μαζί του έρχεσαι και πρήζεσαι κι εσύ, ανακατεμένος με την λάσπη του μανουαλιού, έχοντας μέσα στην περίμετρο της διόγκωσης τούτης, και πίστεψε με δεν υπολογίζεται το μέγεθός της, ταυτόχρονα και την ιδιότητα τής απλής συμβατικής ηλιαχτίδας, αλλά και της συνολικής ηλιοφάνειας που προσφέρει η επανάληψή της.
Κι όλα αυτά στα λέω, γιατί πολύ απλά η άλλη φράση που άκουσα να λέγεται από μια καθαρά και με τα βεβαιότητας ανθρώπινη φωνή, μια φωνή που αναδύονταν κυριολεκτικά μέσα απ’ την πίσσα, επακριβώς όπως ο φοίνικας απ’ τη στάχτη με την μορφή μιας φλόγας κεριού, καρφωμένος όπως τον αντιλήφθηκα στην άμμο λιμναζόντων νερών σε μια τεχνητή χρυσή λίμνη, δεν ήταν άλλη από αυτή: «GZeus doesn’t want me for a sunbeam!» Αυτό άκουσα να λέγεται από μια μεστωμένη ανδρική φωνή, και αυτό ήταν η απαρχή όλων των μετέπειτα εξελίξεων που προτίθεμαι να σου εξομολογηθώ. Καταλαβαίνεις, φυσικά, το μέγεθος τής ταραχής μου. Πάνω, δηλαδή, που ετοιμαζόμουν να τερματιστώ, πάνω που το’ χα πάρει απόφαση ότι τα ψωμιά μου ήταν μετρημένα, κόπιαζε τώρα αυτός ο μελαγχολικός ψίθυρος για να αποδιοργανώσει παντελώς με την συκοφαντία του, το με τα βασάνων αποκτημένο εσωτερικό μου ψήφισμα για λήξη της χρηστικότητάς μου. Τα συναισθήματα πανικού μου, άρχισαν άξαφνα τότε να με γρονθοκοπούν με μανία ασταμάτητα από παντού. Προς στιγμήν, από το σοκ, τα έχασα. Ο κόσμος γύρω μου έλιωνε, κατέρρεε σύσσωμος, χάνονταν ολοκληρωτικά απ’ την ταπετσαρία που ήταν διακοσμημένος. Αλύπητα πάνω μου οι με δηλητήριο ποτισμένες ευαισθησίες μου, εκτόνωναν μια αγανάκτηση την οποία εγώ ο ίδιος είχα στο μυαλό μου, με όλα αυτά τα εγκατεστημένα σενάρια διακοπής μου. Βλέπεις, η δυσφορία μου ήταν τόσο καλά διαμορφωμένη στο εσωτερικό μου, όταν κάτω από την καταλυτική επίδραση τού παραπάνω φωνητικού θροΐσματος, έσπαγε τα νοητικά δεσμά που της είχα επιβάλλει για την όσο το δυνατόν γινόταν αυτοσυντήρησή της, κι αν το θες, στο κάτω-κάτω της γραφής, προσωπικής μου αξιοπρέπειας πάνω στο θέμα μιας επικείμενης περιθωριοποιήσής μου, που βγαίνοντας τελικά στην επιφάνεια ως μια μορφή προσωρινής, αλλά και συνάμα ανακουφιστικής οργής, καθώς δια μέσου της φούρκας της αυτής, εγώ ανακτούσα την προ πολλού χαμένη αυτοπεποίθησή μου, παίρνοντας μάλιστα και από την διέγερσή της το προνόμιο μιας επ’ αορίστου παράτασης τής προθεσμίας τερματισμού μου, ερχόμουν στο φινάλε σε μια παράδοξη θέση αυτοάμυνας, προασπίζοντας έτσι από την γωνιά μου, με τα χέρια ψηλά για κάλυψη στο πρόσωπο, όσο το δυνατόν γινόταν καλύτερα τώρα το πρόγραμμά μου.

Leave a Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *