Η φράση… «why are you messing with me… Εphiάλτη?», ήταν ικανή, πέραν όλων των υπολοίπων εσωτερικών διεργασιών, από μόνη της να τον ξεσηκώσει, καθώς η επίμονη επανάληψή της, κύκλοτρο άτιμο ηλεκτρικό, που με κάθε άλλο κύκλο, τα φορτία του ένα ράπισμα ισχυρό, μια κακοποίηση δηλαδή σε ακραίο βαθμό, που τον ώθησε τελικά σ’ ένα πανικόβλητο τρεχαλητό, για ν’ απομακρυνθεί από έναν χώρο ο οποίος έφερνε περισσότερο σε ψυχοβγάλτη, παρά στο χλιδάτο κέντρο τής σιλικόνης και των υπερσύνθετων κυκλωμάτων.
Ξέπνοος έφτασε στο ασανσέρ. Για πολλές φορές και με την αγωνία τού κυνηγημένου να τον βασανίζει, πάτησε το κουμπί κλήσης, χωρίς ωστόσο αυτό ν’ ανταποκρίνεται στις επιθυμίες του, άσχετα αν ο ίδιος επάνω του εκτόνωνε για ακόμη μια φορά ένα επώδυνο επεισόδιο ψυχομαχητού, επιμένοντας ενστικτωδώς σε μια διαδικασία διαφυγής απ’ της ψυχής τον πόνο, που όσο κι αν τον πάλευε, με τον αναίσθητο τρόπο έκφρασης απέναντί του, αυτός τον έσπρωχνε με το ζόρι κυριολεκτικά να κατεβάσει το κεφάλι χαμηλά, για να δει εκεί έκπληκτος την παλάμη, τον καρπό και τ’ αντιβράχιό του, να καίγονται ακριβώς όπως μιας ιεράς εξέτασης ο βλάσφημος.
Έστρεψε βαθιά ενοχλημένος το κεφάλι δεξιά, αλλά μέσα από μια αντανακλαστική κινησιολογική του αντίδραση, είδε ξάφνου ένα πράσινο ανθρωπάκι, με το αντίστοιχο πράσινο βελάκι υπόδειξης πορείας. Kύκλοτρο ηλεκτρικό ξανά, μα διαφορετικό απ’ τ’ άλλο, το οποίο με κάθε άλλο κύκλο, τα φορτία του ένα ταρακούνημα ισχυρό, αφύπνισμα συνειδησιακό, που αφήνοντας κατά μέρους όλες τις ανώφελες προσπάθειες μηχανικής δραπέτευσής του με τον ανελκυστήρα, τον περνούσε τώρα γρήγορα σε μια διαδικασία μυοσκελετικής δράσης.
Η προτροπή τού φωτεινού βέλους, τον υποχρέωνε για κάτι τέτοιο, γιατί σύμφωνα πάντα με την κεκλιμένη του φορά προς τα κάτω, αλλά και την δική του φυσικά επιθυμία, η διεύθυνση κίνησής του ήταν πια προκαθορισμένη και ξεκάθαρη. Άρα, λανθασμένες εντυπώσεις θέσης, απ’ τις οποίες είχε ολότελα μπερδευτεί κάποια στιγμή όταν τα ενοχλητικά βουΐσματα μιας ψηφιακής μέλισσας τον είχαν αποπροσανατολίσει, στην προκειμένη περίπτωση, πολύ απλά δεν υπήρχαν.
Χωρίς άλλες αναστολές για τις ικανότητες αντίληψης του εγκεφάλου του, έκανε το πρώτο βήμα και πήρε την… κατιούσα, για να βρει την έξοδο και να βγει επιτέλους έξω. Πριν στρίψει, όμως, στην πρώτη στροφή του ελικοειδούς κλιμακοστασίου, έριξε μια τελευταία ματιά πίσω και είδε πάλι την ένδειξη πορείας, αλλά μαζί με αυτή αναπάντεχα και μια ακόμη πληροφορία χαραγμένη πάνω της, η οποία μέχρι πριν από λίγο, παρέμενε αθέατη στα μάτια του. Αχ, αυτό το τυφλό σημείο τού ματιού!
Κι εδώ, σε αυτό το άκρο, ήταν γραφτό να περάσει ξανά από ένα φαινόμενο που τύχαινε να συμβαίνει πολλές φορές στον νου του, και δεν ήταν άλλο από το… calm now. Μια κατάσταση, δηλαδή, στην οποία το μυαλό του, αποκλείοντας αρχικά το σύνθετο “νέφος” πληροφοριών, στη συνέχεια τροφοδοτούμενο επιλεκτικά για το τί ακριβώς θα έβλεπε την κάθε στιγμή από την πληθώρα τους στον γύρω χώρο, είχε ως άμεσο αποτέλεσμα, κάτω από αυτές τις συνθήκες υπερελεγχόμενης πληροφόρησης, να υπεισέρχεται σε μια διαισθητική διαδικασία ανάλυσής τους μέσα στους στενούς χώρους διασταύρωσης των εγκεφαλικών συνάψεών του, κι εκεί, στα μικροδιάκενά τους ν’ αρχίζει το έργο του ένας αλγόριθμος, προσθέτοντας, αφαιρώντας στοιχεία, όπως και πολλαπλασιάζοντας ή διαιρώντας τμήματά τους, πάντα για το βέλτιστο -όπως το αντιλαμβάνονταν- αποτέλεσμα τής κάθε απεικονιστικής προβολής τους από τον βυθό του ματιού, μέχρι και του τελικού σημείου παρουσίασής τους στο ανάλογο τμήμα τού φλοιού, ως ένα καθαρό προϊόν αντίληψης του περιβάλλοντος, αλλά και του εαυτού του, σαν ένα διαυγές αναπόσπαστο στοιχείο μέσα στον χώρο, πάντα, βέβαια, στηριζόμενος στην πίστη που είχε για τις δυνατότητες άρτιας επεξεργασίας τους.