The Sky Moves Sideways

Φωνή χωρίς καμιά ισχύ, χωρίς κανένα αντίκρισμα ή έστω επιστροφή μοιάζει να είναι πλέον η ανάγκη μου για λίγη λογική. Αυτή που νιώθω ότι στερεύει, ότι αιμορραγεί από τα κύτταρα μου τ’ανορεξικά. Απ’τη βλακεία που βολοδέρνει μες τα κύματα και σκάει πάνω μου με ουρλιαχτά ερμαφρόδιτα. Αχ να’ξερες μονάχα πως νεκρά κουφάρια συντροφεύουνε της λύπης μου τα αναφιλητά. Της λησμονιάς τους τα καρφιά στον νου μου είναι βαθιά μπηγμένα. Για λίγο μόνο χάνονται στης λήθης τον χορό, μα πάντα επιστρέφουνε τσαλακωμένα. Με διαπερνά ο πόνος τους, αβάσταχτο το σκευρωμένο τους για μένα.  Καρφώνονται στου Γολιάθ την πλάτη οι μάταιες ζωές τους, κι ο τόπος όλος γίνεται αμνών σφαγείο απ’τις κραυγές τους.

Πάνω σε τούτα τ’άγρια βράχια της ψυχής μου που μαστιγώνεται από βογγητά, γοργόνες άθλιες κι άτιμες κάθονται σαν πεινασμένα αρπατικά. Σκουπιδοφάγα τέρατα που περιμένουν έναν φουριόζο αντικυκλώνα υπομονετικά. Για να αρπάξουνε απ’της βουής του την αλλοπαρμένη θύελλα, τα ανεμοδαρμένα παρακαλετά. Μια τρέλα από ανεξήγητα είναι αυτός ο ευνουχισμένος θρηνοφάγος. Θεριό ανήμερο με άγνωστες διαθέσεις. Το αλλόκοτο και παραμορφωμένο του χαράζει φονικά τον λογισμό μου. Με φίδια αντί για νύχια η εκδίκησή του τον ξεσκίζει. Σε κάθε χαρακιά, κρυμμένη νύμφη απ’το κουκούλι ξεπροβάλλει σαν ένα ακόμα απόστημα ντυμένο με φτερά από θεριού το δέρμα, που πεινασμένο χρόνια για μια μπουκιά, μασάει και κατεβάζει αχόρταγα μπροστά στα μάτια μου του θόλου τα στολίδια.

Του νου μου τ’απαλά σκεπάσματα που ζέσταιναν τα όνειρά μου. Τα χρώματα αυτά που χάνονται και σβήνουνε από τα δάκρυά μου.       

… μην το κοιτάς άλλο μπροστά σου αυτό, μην το κοιτάς φωνάζω, Προμηθέα.
Τα μάτια σήκωσε ψηλά, τράβα τα από τα αβυσσαλέα…

Ετούτο το φαινόμενο, χωρίς βέβαια να είναι ποτέ σε θέση  να καταλάβει το γιατί και το πώς τελικά συνέβη, φάνταζε στα μάτια του μαγικό. Το δειλινό που αντίκριζε για πρώτη του φορά στην εξορία, έμοιαζε σαν ένα αδέσποτο άστρο.  Σαν ένας εξωπραγματικός αντικατοπτρισμός μιας ξεχασμένης ανάμνησης. Μια οπτασία της θύμησης ωσάν ναρκωτικό. Η απόλυτη αντίθεση μέσα στου Γολιάθ την άγρια κόλαση!

Το κόκκινο, ως βάση ενός τεράστιου καμβά, απλώνονταν σαν κύμα σε όλο το στερέωμα. Πηχτό και ζωντανό κυλούσε αργά, και σέρνονταν πάνω στα νεογέννητα σύγνεφα και τ’άστρα τα γεροδεμένα. Προχωρούσε σ’όλη την επικράτεια και πήγαινε όσο μπορούσε κανείς να δει. Μάλλον, από κει ψηλά, ένα έμπειρο χέρι τραβούσε τον ουράνιο μανδύα με τα δεινά στα πλάγια κι οδηγούσε το πινέλο της ζωής, την ομαλότητα αυτής, σταθερά στα άκρα. Στα πέρατα του κόσμου. Εκεί που ήξερε καλά πως σε κυματοθραύστη πάνω σκάγανε τα θαύματα κι επιστρέφανε στη Γη ντυμένα σ’άλλες αποχρώσεις. Μια κίνηση αέναη, ένας ρυθμός μεθυστικός, που τώρα εξόρκιζε σε κάθε κύκλο τη μαύρη θάλασσα και τα κοφτερά βράχια μ’αυτό το χρώμα τ’ονειρικό. Τη Θεϊκή παρέμβαση που εγκλωβίζονταν σε μια μαβί οικουμενική κορνίζα, για να μπορεί λέει η καρδιά, ο νους και το συναίσθημα να μην χάνουνε ποτέ τους την ελπίδα. Ειδάλλως, όλα θα ήταν μάταια. Ανούσια και καταθλιπτικά ν’αλέθονται στου κάθε μαρτυρίου τη ρουτίνα. Εκεί μέσα που το πορφυρό τ’ουρανού δεν θα’βρισκε στιγμή γαλήνη, παρά θα αραιώνονταν και θα ξεθώριαζε από τον γνωστό διαλύτη με τ’όνομα Σελήνη!

Coming up next: Goliath

Leave a Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *