… σε ψάχνει ο άγγελός σου με κερί, βγες μαύρη πεταλούδα να σε δει!
Προμηθέα! Προμηθέα! Ξύπνα, μην αφήνεσαι, μη φεύγεις, μη σβήνεις και χάνεσαι…
Ππποοουυύ βρίσκομαι; Ααααχχ, πονάω πολύ! Τί έχω πάθει; Αλήθεια, πονάω πολύ και δεν μπορώ να κουνηθώ. Πονάω πού να με πάρει ο Χάροντας. Νιώθω το σώμα μου νερό, παράλυτο, τα κόκαλά μου όλα σπασμένα. Λουρίδες είν’στη μέση η ζώνη μου, κουρέλι βρόμικο η φουστανέλα. Τ’αυτιά βουίζουνε απίστευτα κι οι εμβοές μια σκέτη τρέλα. Ο θόρυβος κι οι νότες του γυρνούν παγιδευμένα. Το τύμπανο, τα οστά και ο λαβύρινθος, όλα στραγγαλισμένα. Νιώθω το πρόσωπο ζουμί, μια μάζα άμορφη πνιγμένη στη χλωμάδα. Μια μέγγενη το σφίγγει επίμονα και μου προκαλεί μια αβάσταχτη ζαλάδα. Νομίζω πως το μυαλό μου απ’τον πόνο θα εκραγεί κι ο νους μου θ’αρχίσει από κάθε τρύπα ανοιχτή να αναβλύζει. Τα μάτια κι ο λαιμός μου καίνε, τσούζουν αφόρητα, δεν βλέπω καθαρά, όλα τριγύρω μου θολά, κόκκινα και παραμορφωμένα. Έχω διαρκώς την αίσθηση ότι καταπίνω χώμα. Πονάω πολύ και σαν τρελός διψάω. Καίγομαι ολόκληρος και σύγκορμος συνάμα τουρτουράω. Μια έρημος καυτή το δέρμα μου που πάγος γίνεται απ’την άλλη. Νιώθω πως έχω ενταφιαστεί καλά μέσα στην παραζάλη. Εκεί που δεν υπάρχει γη για κανένα πεθαμένο. Σε μια χωματερή αναμνήσεων που όλα τα πλακώνει. Κάτω από μια ταφόπλακα που σαν λιοτρίβι την θύμησή σου λιώνει. Πού βρίσκομαι; Βοήθεια, Πατέρα! Υποφέρω αφάνταστα. Δεν μπορεί να μου συμβαίνει αυτό. Δεν μπορεί να είναι αληθινό. Ο πόνος μου είναι μεγαλειώδης και μ’αλέθει. Πού είμαι; Βοήθεια, κάποιος γυρεύω στο μέρος μου να έρθει!…
Καλώς όρισες και πάλι, Προμηθέα. Ο πόνος ο παροιμιώδης που νιώθεις είναι πολύ καλό σημάδι. Όσο κι αν σου ακούγεται παράξενο της τρέλας του η θέα, μια σωτηρία είναι αυτή για σένα το ρημάδι. Φαντάσου τον σαν τη μαιάνδριο λαβή. Αυτή που ετούτη τη στιγμή σε κρατάει γερά ακόμα στη ζωή. Αν κάνει ποτέ της και χαλαρώσει, αν κάνει κι απαγκιστρώσει, αν τα πάρει κι απασφαλίσει, το χέρι σου με μιας απ’το δικό της θα γλιστρήσει, και τότε θ’αφεθείς στα χέρια της μοίρας της άτιμης. Θα γκρεμοτσακιστείς σε πιο βαθιά χαντάκια. Σε χειρότερες καταστάσεις. Και δεν νομίζω πως θα ήθελες ποτέ σου αυτές να τις δοκιμάσεις. Κι αφού ρωτάς κι επιμένεις να μάθεις τί σου έχει συμβεί, λέω λοιπόν πως έχεις καταπλακωθεί από χαλάσματα. Βρίσκεσαι εγκλωβισμένος κάτω από αστρικά συντρίμμια. Έχεις επάνω σου όλο το βάρος απ’του Ουρανού τα νυχτερινά καμώματα και των νεφών του τα τσαλίμια. Βρες το λοιπόν κουράγιο κι άρχισε, χωρίς να το καθυστερείς, στα ερείπια να σέρνεις το κορμί σου όπως η κάμπια. Γιατί μπροστά σου αν θα δεις, υπάρχει ένα χάσμα. Προσπάθησε να φτάσεις ως αυτό κι εγώ είμαι εδώ, μη σκιάζεσαι κουνάω λευκό μαντήλι, για να σε οδηγώ στο χάσιμο κι ας σου’ρθε ο ουρανός σφοντύλι!
Πατέρα, γιατί ο Ουρανός γκρεμίστηκε, γιατί τα άστρα καταρρεύσαν; Γιατί η τάξη απ’το στερέωμα κατέληξε στον Άδη; Μάλλον ο πονηρός τη λογική μυρίστηκε, κι οι λακέδες του αμέσως σπεύσαν. Μάλλον αυτοί πριόνισαν τον Ουρανό, μάλλον τον θόλο του θεωρήσανε στραβάδι. Κακό μεγάλο έχει συμβεί, κι αναρωτιέμαι τώρα στην κατάστασή μου αυτή, πώς τελικά θα βρω τη δύναμη και το κουράγιο στο χάσμα που ζητάς να φτάσω.
Άσε την κλάψα Προμηθέα και άρχισε ξανά απ’το έρπειν για να μάθεις. Έχεις πολύ μπετόβεργα και μπάζο στην πορεία να περάσεις. Μα μόλις δεις το χάραμα, προσεχτικά να σκίσεις το κουκούλι, και τότε άκουσε τί έχει να σου πει, μα φρόντισε καλά τα λόγια του ποτέ σου μην ξεχάσεις!
Coming up next: The Black Butterfly pt2