Στον χώρο συγκεκριμένα που η απαρτία των ‘ανεξίκακων’ για αιώνες καθόταν ακούνητα ζωγραφισμένη στους μουχλιασμένους τοίχους αυτής της μικρής, αλλά με μεγάλη βαρύτητα κι αξία, μονάδας συσσώρευσης πληροφοριών, βλέπε αμφιβληστροειδή χιτώνα και ινιακό λοβό του εγκεφάλου.
Εκεί με λίγα λόγια που η άψογη αναπαράσταση τής φαινομενικά πράας ψηφιδωτής μορφής και άρτια κεκαλυμμένης σκελετωμένης τους υπόστασης, περίτεχνα όμως διακοσμημένες και οι δυο τους με ισχυρά φωτοστέφανα, σε υπαρξιακά δικαστήρια εκδίκαζε σιωπηλά για το προσερχόμενο ακροατήριο τις δύσκολες υποθέσεις των -αυστηρά και μόνο σε αυτούς- εξομολογήσεών τους. Αφού κρυμμένοι όλοι τους για ευνόητους λόγους πίσω πάντα απ’την καλοανεπτυγμένη γενειάδα και πίσω από τα βαριά μαύρα τους ρούχα, ουσιαστικά μες το αθέατο, το ασαφές κι αόριστο, προαποφάσιζαν και χάραζαν του καθενός την πορεία.
Οι ‘σοφοί γέροντες’ αυτοί, με την περίσσεια σοβαρότητα, βλοσυρότητα και σκληρότητα πάντα να τους χαρακτηρίζει, άλλοτε εμφανίζονταν προς χάρην πειθούς κρατώντας στα χέρια πυρσούς, άλλοτε προς χάρην εντυπωσιασμού πετώντας πάνω σε πύρινα άρματα, και άλλοτε καθαρά για συνετισμό ή εκφοβισμό κραδαίνοντας χοντρούς σαν ρόπαλα πάπυρους, μυτερά δόρατα, σπαθιά, θηλιές, κρεμάλες και σταυρούς.
Κάθε λογής ανομολόγητο, αφού πρώτα για την ικανοποίηση της δικής τους περιέργειας το κοσκίνιζαν μέχρις εσχάτων, στο τέλος απ’τα λογιών-λογιών ψέματα, τις υπερβολές, τις ανακρίβειες, τις ζήλιες, τους φθόνους, τις φοβίες, τα μίση, τις υλικές ανάγκες, τις λιγοψυχιές, τα παρακάλια, τα πάθη, τα λάθη, την αλαζονεία, το γινάτι, την αχαλίνωτη φαντασία, τις παρεξηγήσεις, τις παρερμηνεύσεις, τις υποθέσεις, τους πλατωνικούς έρωτες, τη μοιχεία με τα επακόλουθά της, την κακομοιριά, τη ζητιανιά και τ’άπειρα κυβικά από αλμυρά ποτάμια σώψυχων δακρύων, η… ‘μακροθυμία’ τους μ’ένα σάλτο ξεκολλούσε απ’την επιφάνεια του τοίχου και σαν μια άυλη χαλκομανία, συνεδρίαζε για την έκβαση της τελικής απόφασης τού θεωρητικά σκεπτόμενου νου στη μέση, στο όριο πλησίον των διαχωριστικών του λογικού και του παραλόγου των νευρωνικών συνάψεών του.
Αναμεταξύ τους εκεί στα σιωπηλά, στα ενδιάμεσα διαστήματα ανωτέρου, μεταιχμιακού και εγκεφαλικού στελέχους, με το… ΜΑΤΙ του απαραίτητα κλειστό, αμερόληπτο δηλαδή στο δίκαιο ή σωστό, αλλά πάλι ορθάνοιχτο στην αλήθεια και το επιστημονικό, χωρίς αναστολές, με τ’αποδεικτικά, τ’αποθηκευμένα αρχεία έρευνας υπομάλης, αδέκαστοι ως προς τα λοιπά κυκλώματα και συστήματα, αποφαίνονταν για κείνον το τελικό αποτέλεσμα της εκδικαζόμενης υπόθεσης, φροντίζοντας όμως να φορτώνουν περίτεχνα την οποιαδήποτε υποψία για τυχόν μεροληψία, κακία ή κακοδικία τους πάντα στην πλάτη του.
Και κάποια ανύποπτη στιγμή, πλήρως έτοιμοι για την ανακοίνωση κι εκτέλεση τής οδηγίας, έτσι απλά, με μια απαξιωτική κίνηση του χεριού τους, έδειχναν σε αυτόν την ανοιχτή πόρτα των εξερχομένων, φεύγοντας τότε οι πληροφορίες απ’τα κέντρα του τροχάδην ένα-ένα τα μυελοτόμια φαιάς ουσίας σε σχήμα πεταλούδας του νωτιαίου μυελού του, με σκοπό φυσικά τί άλλο, από το να διαμηνύσουν παντού, μέχρι και το τελευταίο κύτταρο, το τελικό αποτέλεσμα και να στείλουν έτσι ακολούθως το κάθε ανυποψίαστο όργανο στο…προσωπικό του καθαρτήριο. Εκεί, με μια ταμπέλα στο κούτελο αιώνια να το χαρακτηρίζει.
Μια λειτουργία που μόνο οι ‘άρχοντες των σκέψεων, των εμπειριών και πάνω απ’όλα οι κύριοι των αισθήσεων’, γνώριζαν καλά. Οι γνωστικοί που από πάντοτε ζούσαν, γυρνούσαν και υπήρχαν σαν μια μονάδα παγιδευμένου αντίλαλου στις σκοτεινές εσοχές ή αύλακες των αδύτων του μνημονικού του. Αυθεντίες όλοι τους στην κρίση και την επιλογή, που με την συνείδησή τους πάντα καθαρή, μετά το πέρας κάθε απόφασης, μάζευαν απλά βαριεστημένες το φαρδύ μήκος των ενδυμάτων τους μ’ένα σφίξιμο μόνο στις μαύρες παστέλ πινελιές που υπήρχαν για ζωνάρια στο ασθενικό τους κορμί. Καθώς μετά από κάθε δύσκολο βιοφυσικό συλλογισμό, παρατεταμένο διαλογισμό, βαθύ αναστοχασμό, κάθε βαρύ τους βιοχημικό εγκεφαλικό φορτίο, έπρεπε με μια ανάσα και μια αστραπιαία σκέψη, σύσσωμοι να επιστρέψουν, να επανατοποθετηθούν και να επαναπροσδιοριστούν ακέραιοι όπως πριν στην αρχική τους θέση. Ώστε άγιοι και νοήμονες από κει, ανά πάσα ώρα και στιγμή δοθείσης του επόμενου ερεθίσματος, να υπηρετήσουν ξανά αμερόληπτοι κι ακούραστοι τον υποτίθεται αφέντη νου, επαναλαμβάνοντας για χάρη του επακριβώς την ίδια αλγοριθμική διαδικασία επιλογής, διαμόρφωσης, απόρριψης, καταχώρησης σκιών και ήχων, αλλά κι απόδοσης τέλος ευθυνών.
Τον μηχανισμό με απλά λόγια εκμετάλλευσης των πληροφοριών που είχαν μάθει ν’αποκαλούν δικό τους. Γιατί αν τύχαινε ποτέ ο σκεπτόμενος νους για τα δικά τους δεδομένα και προκατάλειψη… ‘ν’αυτομολήσει’ κι από μόνος του ν’αρχίσει μια έρευνα γι’ανασκαφή εύρεσης νέων διαδρομών, μεθόδων, τρόπων κατανόησης, εκμάθησης, αυτοδιαχείρησης, διανομής, αυτοεπεξεργασίας κι αποθήκευσης αυτών, θα έπρεπε ετούτοι ως το νόμιμο μέσο συνετισμού, το αρχαιολογικό μουσείο δηλαδή, να του επιτεθούν άμεσα για εσχάτη προδοσία στο διαφορετικό και να τον ξαναβάλουν έτσι κακήν κακώς στο… κουτί του. Κι αν έκανε ποτέ το λάθος ν’αντισταθεί, ν’αναρωτηθεί και να ρωτήσει το γιατί τον τιμωρούν τόσο άδικα, τότε στοιβαγμένος με άλλα μυαλά ανεξάρτητα, αναρχικά, νοημοσύνες επαναστάτριες σαν τη δική του, θα έπρεπε στωικά να δεχτεί την απόφασή τους και να κατέβει δεσμώτης πια το απόκρημνο της ντροπής σαν μια διαρροϊκή κένωση του σπηλαίου τους, αναχωρώντας εν συνεχεία βαθιά ταπεινωμένος, με τα τρένα της μεγάλης φυγής, για τα σκοτεινά στρατόπεδα συγκέντρωσης νέων ιδεών και σκέψεων ρευστών που τόλμησαν μπροστά τους να σηκώσουνε το… μεταρρυθμιστικό τους κεφάλι!
Coming up next: Judas Priest