Rabbit Hole
Author’s notice: You have entered by your own free will a field that goes deep.
You can easily exit the Hole by returning to home.
The Rabbit Hole
Μέσα στον κύβο μου ανοίγω λαγούμια. Δημιουργώ την προσωπική μου τρύπα, αυτή του λαγού. Όπου μέσα απ’αυτή, θ’αναζητήσω τη λύση. Ναι, εκεί κάτω στα σκοτεινά, στα κλειστοφοβικά, απάτητα σημεία του μυαλού μου όπου θα πρέπει, όπως πιστεύω, να κρύβεται κάτι. Εκεί κάτω, και όχι στην επιφάνεια, στα ρηχά, όπου το χαλασμένο μηχάνημα του νου μου, μου μεταφέρει διαρκώς λανθασμένες πληροφορίες. Όχι! Φτάνει πια αυτός ο αφρός αποσύνθεσης του βάλτου. Αυτή η βλακώδης αποχαύνωση. Το θέατρο του παραλόγου. Όχι! Εκεί κάτω στην τρύπα του λαγού θα καταλάβω τον Ιησού (GZeus, God Zeus). Εκεί κάτω θεωρώ πως θα αισθανθώ σε όλο το μεγαλείο κι εύρος τα λόγια Του, την προσπάθειά Του, την αγωνία Του, την απελπισία Του, τον φόβο Του, αλλά και γιατί όχι την αποτυχία Του -σε εισαγωγικά- να ανοίξει τα ηλίθια μυαλά, με σκοπό να λοβοτομήσει την ακαμψία με λογικά επιχειρήματα. Στο βάθος της τρύπας του λαγού θα συνειδητοποιήσω την παραίτησή Του, την απογοήτευση μ’ένα τραγικό, ωστόσο αιώνια αποτυπωμένο στα μάτια μας, τέλος! Ένα μαρτύριο αντάξιο της αγανάκτησής Του, για το πόσο μπορεί να μοιάζουμε με τον γιο της Νυκτός, της αρχέγονης θεάς της νύχτας, Μόρο. Τη θεότητα-προσωποποίηση εκείνη της επικείμενης μοίρας, που οδηγεί τους θνητούς στο θανάσιμο πεπρωμένο τους. Άραγε πόσο λίγοι, ανεπαρκείς, ψεύτικοι, επιφανειακοί και άμυαλοι τομαριστές είμαστε.
Μέσα στην τρύπα του λαγού μπορώ να πω με σιγουριά πως ατενίζω του νου την παραμορφωμένη, διαστρεβλωμένη πιθανότητα. Την ίδια την κόλαση με τα αμέτρητα κελιά της. Είναι, όπως βλέπω, όλα ένα. Αντίτυπα. Απλά χειρότερα σε κάθε εκδοχή. Αντιγραφές κατασκευασμένες απ’το διαρκές ξεδίπλωμα των ίδιων μας των συμπεριφορών. Ένας φριχτός, εφιαλτικός μινιμαλισμός, που σε τσακίζει και σε συνθλίβει η ίδια η γεωμετρική του επανάληψη από λαβυρινθώδη φράκταλ, φτιαγμένα από τις ίδιες μας τις εμπειρίες, τις ίδιες μας τις σκέψεις και τις πράξεις. Ένα τρίπτυχο αμαρτωλό, που εμείς οι ίδιοι δημιουργήσαμε. Σάπιο και βρωμερό. Σιχαμένο κι άρρωστο. Βασανιστικό και εγωκεντρικό. Αιώνια παθολογικό κι ανήθικο.
Μέσα στην τρύπα του λαγού, στο απόλυτο σκοτάδι της, αφυπνίζομαι, και έχω την ανάγκη να το αποτυπώσω. Οι σοφοί μίλησαν. Τα λόγια τους, όμως, σκόρπισαν. Οι πράξεις τους εξευτελίστηκαν, μειώθηκαν και χλευάστηκαν. Δεν πειράζει. Οι… δήθεν ξύπνιοι, θα δουν όχι την τρύπα του λαγού, αλλά πολύ σύντομα την τρύπα του απευθυσμένου τους. Αυτή η διαμόρφωση, αυτή η εξελικτική φάση, είναι μικρή. Ένα ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων μόνο. Μετά είναι τα δύσκολα. Και δυστυχώς, όπως έστρωσες θα κοιμηθείς.
Μέσα στην τρύπα του λαγού οι φιλόσοφοι ψιθυρίζουν. Μιλούν και συζητούν για πολλούς, για διάφορα τεκταινόμενα. Έννοιες βαθύτερες απ’αυτή του λαγουμιού που σκάβω. Πάνε μάλλον στοχευμένα. Στα απομονωμένα. Στα απαγορευμένα. Πέρα μακριά απ’τον κοσμικό ορίζοντα. Κι εγώ προσπαθώ να συντονιστώ. Να εναρμονιστώ και ν’ασπαστώ τον αντίλαλό τους.
Η πληγή είναι το σημείο απ’όπου μπαίνει το φως. Και η πηγή είναι απ’όπου αυτό βγαίνει.
Ποιος, λοιπόν, μπορεί να δει και να καταλάβει ότι τα ‘τραυματισμένα’ μυαλά, είναι στην ουσία δύο ξεχωριστές υπάρξεις. Η μία που την ώρα της ‘ζημιάς’ αποσπάστηκε και πήγε κατευθείαν στην… πηγή, ενώ η δεύτερη, το σώμα, το φθαρτό δηλαδή, έμεινε πίσω σ’αυτή τη διαμόρφωση να συνθλίβεται και να παραμορφώνεται κυριολεκτικά κάτω απ’το βάρος του αποχωρισμού. Τη στρέβλωση που προκαλείται στο φως από το μέγεθος της απόστασης και της απόσπασης. Το βίαιο ξεριζωμό της μιας από την άλλη έννοια.
Το τεράστιο λάθος που φωνάζω για ν’ακουστεί πόσο μεγάλη ζημιά προκαλεί, όταν αυτό που δεν μπορεί, εν τέλει, να γίνει κατανοητό, απλά μισιέται, κλείνεται, φυλακίζεται και βασανίζεται μέσα σε ασφυκτικά στερεότυπα καλούπια.
Τί μεγάλο που είναι το κακό. Αντί να γλυκαίνεις όσο μπορείς την πληγή, να της ρίχνεις αλάτι για να την κάνεις να τσούζει και να ουρλιάζει από πόνο. Αλλά όσοι αρνούνται να το καταλάβουν και να το παραδεχτούν, αυστηρά κομφορμιστικές προκρούστιες κλίνες θα λάβουν, στις οποίες ό,τι θα περισσεύει, το παραμικρό, χωρίς κανένα δισταγμό, με μιας θα κόβεται. Σπαθί, δηλαδή, στην αιώνιά τους πληγή. Κι αυτό γιατί τυφλοί επέλεξαν να περπατούν, παρόλο που το φως ήταν διαρκώς παρόν μπροστά τους, μια σκέψη αλλαγής μονάχα απόσταση. Βλέπεις, όλοι αυτοί διαλέγουν πάντα τη σιγουριά, τη βολεψιά και τη βολική πνευματική αναισθησία, για να μην πω ορθότερα τη συνειδησιακή ευθανασία. Δεν πειράζει όμως. Όταν θ’ανοίξουν κάποτε τα μάτια μια και καλή, μια για πάντα, τότε από τα φέρετρα μέσα θα’ναι πια πολύ αργά, διότι δεν θα κλείσουνε ποτέ ξανά. Το φως το ίδιο θα τα κρατάει με το ζόρι ανοιχτά για να τα παιδεύει, να τα ταλαιπωρεί και να τα καίει με τη δύναμη και την ένταση της αλήθειας!
Coming Soon: Δυάς 2
On the 4th of May
Δυάς 2
Καβάλησε επάνω στην ράχη Μου και έτοιμος όταν είσαι πες Μου πάμε.
Ανέβα επάνω στα μεγάλα αετίσια Μου φτερά, θυμήσου μοναχά εμπρός κοιτάμε.
Μη χαλαρώσεις ούτε στιγμή το βλέμμα σου απ’όσα γύρω Μου είδα.
Μη χαμηλώσεις ούτε στιγμή το φως από την σκέψη σου δική Μου ηλιαχτίδα.
Άκου, το σώμα κι η ψυχή είναι δυο κρίκοι που γυρίζουν τη ζωή ενωμένοι.
Μαζί οι ανάσες τους ανατέλουνε σαν δυο εραστές παλαβωμένοι.
Το σούρουπο αγκαλιά το πέρνουνε και χάνονται και σβήνουνε σε κήπο.
Στον ύπνο ονειρεύονται ηλιοτρόπια με δυο καρδιές ολάνθιστες στον ίδιο χτύπο.
Ραμμένες είναι λέει γερά οι μοίρες τους σε μεταξένιο υφαντό με πορφυρή κλωστή.
Η αγάπη τους απέραντη σε αργαλιό φτιαχνότανε που νους δεν είχε φανταστεί.
Κρυμμένες οι ματιές τους από πάντοτε θωρούσαν μαγεμένες μόνο Εμένα.
Στην ίριδα έσταζα τους ποταμούς κι η Γης ανθούς τα χρώματα ανέδυε τα θαμμένα.
Το σώμα κι η ψυχή είναι μια παρτιτούρα αχώριστη σ’αιώνια διεμπλοκή.
Λαχτάρα, σκέψεις, έννοιες και πάθη, όλα μια νότα σε πεντάγραμμο αρμονική.
Το δέσιμο σφιχτό, το μέτρο πάντα ίδιο, ρυθμός μεθυστικός χωρίς το κύκνειο άσμα.
Αφηρημένες χόρευαν οι βλέψεις τους σε μια πλοκή που διαρκώς μεγάλωνε ένα χάσμα.
Ποτέ Μου δεν φαντάστηκα τί κάνανε οι δυο τους.
Ποτέ Μου δεν κατάλαβα πώς χάσαν το μυαλό τους.
Ποτέ Μου δεν αντίκρυσα να κόβεται ο ειρμός τους.
Ποτέ Μου δεν πικράθηκα που έσπασε ο δεσμός τους.
Τώρα αντικριστά κοιτάνε τα βουνά, τα χιόνια, τον Ήλιο, τα αστέρια, τη Σελήνη.
Απόμακρα βουτάνε τ’άρματα στης πλάσης τα καλά χωρίς καμιά γαλήνη.
Χώρια τραβάνε το κουπί μιας μέρας που δεν έχει ανατολή μα μήτε δύση.
Έρημα γυρίζουν με μια βάρκα μάταια, ανούσια, χωρίς ποτέ χαρά και νόημα τη φύση.
Φωνάζουν, κλαίνε και παρακαλούν το τίποτα που βρίσκεται εμπρός και τα χωρίζει.
Γονυπετείς οδύρονται στο τίποτα που ξέρει από πάντα όλα να τα μαγαρίζει.
Καμιά απόκριση πια για τα δυο δεν υπάρχει που την απόσταση μπορεί ν’αλλάξει.
Το ασάλευτο είναι αόριστο κι ουδέποτε ήξερε το μυστικό μια νέα μέρα να χαράξει.
Έτσι λοιπόν τελειώνει εδώ μια ιστορία που φτιάχτηκε μ’αγάπη και πλούσια φαντασία.
Θλιμμένη δυστυχώς να βρίσκεται σε κρίνο διάφανο της λησμονιάς Μου οπτασία.
Και η μόνη λύση ή επιλογή στο πρόβλημα των δυο είναι η αβάσταχτη απελπισία.
Ποιο απ’τα δυο θ’αποφασίσει δηλαδή να πάρει προς το μέρος του τη νέα δοκιμασία.
Coming Soon: Prometheus Reflection pt3
Prometheus Reflection pt3
Θεέ μου! Να, εδώ κάθομαι ξανά. Εδώ που με παράτησες μετά απ’όσα άλλα είδα. Σα να μην έφυγα στιγμή αισθάνομαι απ’τα ίδια, της φυλακής μου τα δεσμά, τα σκοτεινά παιχνίδια της ψυχής μου. Κοίτα. Πάνω στον ίδιο βράχο κάθομαι, πάνω στ’απόκρημνο της φύσης, στην ίδια πάλι κοφτερή του άκρια, σ’αυτή που η ανελέητη βουή τσεκούρεψε το νου μου με σφοδρούς ανέμους, με κύματα θεριά επιθετικά, που σκιάσανε και σκίσανε κομμάτια την καρδιά μου. Μια όξινη βροχή μ’ανείπωτη οργή το αδίστακτό της πάνω μου ξανά με μαστιγώνει. Ζωνάρι που’σφιξε γερά καρπούς και πόδια ενός δεσμώτη που στ’άπειρο διαρκώς ματώνει. Ενός που η ανάμνηση χωρίς ποτέ του να το θέλησε, κόπηκε στα δυο σαν καραβόσκοινο φθαρμένο. Καμμένο απ’της αλμύρας την αργή δουλειά, το ζόρι και το βάρος απ’τον Ήλιο τον χαμένο. Αυτόν που έσβησε απ’τα μάτια μου μέσα σε μια στιγμή δική Σου, που πέταξε αν θες από τη θύμηση σα χάρτινη σαΐτα. Κι εγώ λιοπύρι μέσα μου μονολογώ κι ακούγομαι αστείος. Μια λέξη μοναχά στο νου έχει τη δύναμη να κάνει το δέρμα μου να ιδρώνει. Ο καύσωνας που κάποτε ήξερα σα φαντασία με ζυγώνει. Η έντονη κι αφόρητη αλήθεια του είναι αυτή στο τέλος που αλύπητα πληγώνει. Αλήθεια, γιατί μ’αφήνεις και δε με σταματάς. Γιατί εγώ να κάνω μνεία στον αστέρα Σου κι Εσύ ν’ακούς απλά τη σκέψη μου και να γελάς. Αφού γνωρίζεις για καλά ότι δεν έχω τ’απαραίτητα, την αρχική μορφή του να καλέσω. Βλέπεις, δεν έχω πια καμιά του ανάμνηση. Πουθενά μέσα μου δε βρίσκω αναφορά σ’ αυτό το φωτεινό ουράνιο σώμα. Πουθενά. Γι’αυτό και από τα σώψυχα φωνές νεκρών με καταριούνται. Από την άβυσσο αναδύονται κελιά στους πάγους τυλιγμένα. Όλα τα κύτταρα τα ζωντανά από τις αμαρτίες σφοδρά χτυπιούνται. Γιατί τους πήρα λένε τη χαρά. Γιατί ηλιοστερώντας τους το καταυγαζόμενο, την άπλετη ακτινοβολία που παίρναν, η έλλειψη θερμότητας κρυστάλλωσε επάνω τους της κόλασης τα μύρια μιερά. Λυπήσου με λοιπόν και άσε με ακόμα που μπορώ, ακόμα που καίει στου νου μου η φλόγα απ’το παράλογο, να κάψω εδώ την ύπαρξη κι εδώ από τις στάχτες της την πρότερη ζωντάνια μου να σβήσω. «Στην αρχή μου θα βρίσκεται το τέλος μου!», μου λέει και μου λέει ξανά αν θες να μάθεις ο ένας και μοναδικός σύνευνος που μου αφήνεις. Κι εγώ ακούω και δεν παραμιλώ. Γιατί δεν βλέπω πουθενά να έχει τ’άδικο η φωνή του. Αντίρρηση καμιά δεν φέρνω εγώ. Αντιλαμβάνομαι στο έπακρο ότι ετούτος όσο άκαρδος, σκληρός κι αν φαίνεται απέναντί μου, δείχνει σημάδι καθαρό, ακέραιο χαρακτήρα. Έχει μια πρόθεση σπαθί, συμβόλαιο αστραφτερό και κοφτερό που δεν θα συντηρεί όπως μου λέει τη ζωή με φρούδα ελπίδα. Δεν δείχνει να με παίζει, το νου μου να δωροδοκεί. Δεν δείχνει με σενάρια να θέλει να μου αλλάξει γνώμη. Να μη σκέφτομαι, δηλαδή, διαρκώς το τέλος ως τη μοναδική μου λύση. Αδιέξοδο λυτρωτικό μ’απάνθρωπο συνάμα. Όχι. Μιλάει μόνο την αλήθεια. Λέει τα πράγματα ώς έχουν. Ορθά κοφτά. Χωρίς ρομαντισμούς, φιόγκους περίτεχνους και κορδελάκια. Καθώς αν κάτσεις λίγο να σκεφτείς, από δω που ξεκίνησαν όλα, απ’το ίδιο σημείο τα φέρνει πάλι η ζωή να είμαι με το’να πόδι μέσα σ’αυτόν τον φριχτό απόπατο. Έτοιμος πια να κλείσω τον κύκλο μου με μια σπρωξιά. Μια της αναπνοής Σου ρουφηξιά, που θα μου πάρει και την τελευταία αχτίνα απ’τα μάτια και θα με παρασύρει στου θανάτου μου το βολικά αιώνιο κώμα.
Coming up next: Immortal
Immortal
Κατέβα αν μπορείς εσύ για εμένανε μνημονικό μου θαρραλέο και πιστό, στα βάθη εκείνα τα απύθμενα της θύμησής μου, που δεν μπορώ, όσο κι αν προσπαθώ, ποτέ μου από δω να πιάσω, απλώνοντας το χέρι, πάτο. Και ξέρεις πολύ καλά για ποια μιλώ.
Να, για τούτα εκεί πέρα τα παλιά. Τα περασμένα, τελειωμένα, στης λησμονιάς τα ξεχασμένα. Για κείνα, που στου χρόνου τα γραφτά, βρίσκονται από πρόθεση απόκοσμα μουτζουρωμένα. Θαμμένα κάτω από στρώσεις στάχτης ατέλειωτων οστών. Κορμιών πανέμορφων και λυγερών που κάποτε πετούσαν όπως τα πουλιά, αποδημητικά κι ελεύθερα ν’ανοίγονται στου γαλανού ουρανού τα πέρα ξέφωτα.
Πάνω απ’τις λίμνες, τα σπαρτά, τα ανθισμένα ηλιοτρόπια και τα κελαρυστά ποτάμια. Καταμεσής στα μεσημέρια του καλοκαιριού, όταν ο ήλιος κι ο αυγερινός μαγείρευαν στα σύγνεφα και μοσχοβόλαγε παντού η μυρωδιά των φύλλων δεντρολίβανου. Κατάλαβες; Εκεί θέλω αν μπορείς να πας. Στο νύχτωμα αυτής μου της θολής, της αμυδρής ανάμνησης. Κάτω εκεί που υπάρχει όπως θαρρώ, με δάκρυα στο μούχρωμα από τη θλίψη, μονάχος του ένας καμβάς, εμένα τον κανένα να ψάχνει απελπισμένος. Ημιτελής, αλλά ακόμη ζωντανός, να περιμένει υπομονετικά, πιστός όπως ο φίλος σκύλος, πότε θα έρθει η μέρα αυτή που ο αφέντης θα γυρίσει στην δική του Ιθάκη.
Αυτό μονάχα σου ζητώ μνημονικό μου θαρραλέο και πιστό. Να ξεγλιστρήσεις, όπως η μπογιά πάνω στο μαλακό πινέλο, για να ολοκληρώσω εγώ από δω, την ύστατη στιγμή, την τελευταία αυτή σκηνή μαζί σου, που ξαπλωμένος κάποτε σε ρόδινα στρωσίδια, ρίχτηκα επάνω στη ζωή για να πιαστώ απ’τα μαλλιά της που ανέμιζαν την σιγουριά που αναδύει από τα ροδοπέταλα η ελπίδα. Γιατί όσα κι αν έριξα στον πάτο αγκίστρια, αδυνατώ ο άμοιρος όσο κι αν ψαχουλεύω να τη βρω στα σκοτεινά για να την ανασύρω. Να την ανακαλέσω έστω μια φορά για να την ξαναζήσω. Καθώς θα πρέπει όπως φαίνεται να έχουν περάσει από τότες χίλια χρόνια αδυσώπητα, σκληρά, γεμάτα ταραχή και αγωνία. Μ’ένα και μόνο δάκρυ μόνιμα να κάνει το σκασμένο πως διαρκώς αυτοκτονεί στην κόγχη του ματιού μου, έτσι και μόνο για να κάνει ότι με παίζει. Να κάνει πως με τυραννά αδιάφορα. Λεπίδα σκουριασμένη κάθε φορά που κάνω και μπροστά μου λέω πως την ανάμνησή της φέρνω. Λες και χρωστάω στο άτιμο μεγάλη χάρη, και πρέπει τελικά με κάποιο τρόπο να πληρώσω που την αγάπησα όπως φαίνεται από λάθος, και δεν μπορώ έτσι πια ελεύθερος να ξεψυχήσω.
Γι’αυτό λοιπόν πέφτω στα πόδια και ταπεινά από ψυχής ζητώ ποτέ σου εμένα μην ξεχάσεις. Θυμήσου με όταν βρεθείς στον πάτο και με δεις με χέρια και με πόδια σταυρωμένα. Διότι αβάσταχτα είναι τα καρφιά. Πονώ, το λέω και μοναχός μου κλαίω.
Δεν το αντέχω άλλο να τη σκέφτομαι και να την καρτερώ. Κι εγώ μετά πεθαίνοντας, το λόγο μου σου δίνω πως δεν πρόκειται να σε ξεχάσω. Όπου σταθώ κι όπου βρεθώ εσένανε καλή μου θύμηση στο αιώνιο πέρασμα θα μνημονεύω. Αχάριστος ποτέ μου δεν υπήρξα εγώ. Παρά μονάχα αφελής. Ένας ρομαντικός κι εγώ Ουρανός που έκανε όπως βλέπεις το μέγα λάθος να πιστέψει με ψυχή στα λόγια και τις υποσχέσεις μιας άφαντης αγάπης με τ’όνομα ελπίδα. Ότι η ζωή που ζούσε δηλαδή δεν ήταν μάταιη, αλλά θα κρατούσε αεί αν πάλευε για χάρη της με τα λαγωνικά του Άδη. Κι αν έκανε και κέρδιζε στο τέλος τον μαυροφορεμένο Θάνατο, τότε αυτός και μόνο αυτός θα ήτανε στης Πανδώρας το κουτί ο… αθάνατος!
Coming up next: Here Comes the Alchemist Anesthetist
Here Comes the Alchemist Anesthetist
… σσσς, μη βγάλεις άχνα, Προμηθέα. Εγώ σου έκλεισα την επαφή, Εγώ σου έσβησα το φως, Εγώ σε άφησα μονάχο μες των ματιών το θάμπος και της σκέψης σου το σκότος. Θέλω να συζητήσουνε, θέλω να πούνε τα δικά τους με ησυχία. Νομίζουνε πως είσαι παλαβός, τρελός κι αλλοπαρμένος, κι ότι μονάχα αυτοί στον κόσμο της Βαβέλ έχουνε σώας τας φρένας. Εσύ είσαι βλέπεις ένα πείραμα, στον κύβο τους το γραφικό σου ερμητικά κλεισμένο. Ο Λόγος, η διάνοια και το ένστικο όμως είναι ανθρώπινες δυνάμεις, χωρίς κανένα φρένο. Αχ να’ξεραν όλοι αυτοί τί έχω Εγώ για τη μετέπειτα ζωή στ’αρχεία Μου φυλαγμένο. Ποιος είναι πείραμα σε ποιον, Εγώ το αποφασίζω! Ποιος είναι τέρας ή μη, η λογική Μου μόνο το γνωρίζει. Μην τους κοιτάς λοιπόν αυτούς, ας τους στην δική Μου επιστήμη. Μην αχολείσαι με αυτούς, Εγώ πλάθω της μοίρας τους τη ζύμη. Και να θυμάσαι τί Σου έχω πει, πως πάντα πλάκα θα’χουν οι ηλίθιοι!
«Πού βρίσκομαι; Λυπηθείτε με!», φώναξε μέσα απ’τα σωθικά του με όση δύναμη τού είχε απομείνει, βγαίνοντας προσωρινά απ’την καταστολή του. Βέβαια, η κραυγή του δεν ήταν και τόσο πιστευτή, μάλλον ξεψυχισμένη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Δεν είχε στην έκφραση της δύναμής της το ανάλογο σθένος για ν’αφυπνίσει ούτε καν τον ίδιο. Ήταν και δεν ήταν, δηλαδή, αληθινή. Γι’αυτό, για να’ναι σίγουρος, επιχείρησε να την ξαναβγάλει με μεγαλύτερη τόλμη, αποσιωπώντας έτσι με το θάρρος του την λανθασμένη εντύπωση που μπορεί να ανεγείρονταν στον οποιονδήποτε γύρω του για τις τυχόν μικροψυχίες των συναισθηματικών του εκδηλώσεων, αλλά και τα ίσως αφελή περισσεύματα μιας σαστισμένης λογικής του.
«Πού βρίσκομαι; Λυπηθείτε με, πονάω αφάνταστα!», ξαναείπε δυνατότερα αυτή τη φορά. Τίποτα, όμως, δεν ακούστηκε για απάντηση σε τούτη τη δεύτερη και ίσως πιο ηχηρή εξωτερίκευσή του. Ήταν όπως φαίνεται μόνος, μπηγμένος σ’έναν δικό του προσωπικό επώδυνο λήθαργο, και ανάλογα και ο ίδιος στα τερτίπια του προσαρμοσμένος να κείτεται ακούνητος, μιας και κάθε του κίνηση για δραπέτευση απ’το παράλογο φοβέρισμά του, του επέφερε μεγαλύτερο πόνο στο ήδη καταπονημένο σώμα του.
Η ανδρεία του, παρέα με την αποφασιστικότητά της, ήταν ακινητοποιημένες παρά την θέλησή τους πάνω σε μια ξύλινη διακήρυξη. Κακοποιημένες και αυτές μέχρις εσχάτων από τον παροπλισμό τους, αφήνοντας απλά στωικά το μανιφέστο της να πέφτει υπό την μορφή παραποιημένων σταγονιδίων αίματος με ιδρώτα στο λασπωμένο χώμα από κάτω τους. Στην λέρα του η κίβδηλη πρόσμιξή τους να γράφει ξανά από την αρχή ένα ιστόρημα ήδη απ’την γέννησή του ανακατωμένο με την αγνότητα και την διαφθορά, την πίστη και την προδοσία, την αγάπη και το μίσος, την αλήθεια και το ψέμα, το φως και το σκότος.
Καθότι μόνα τα δυο ζευγάρια στο κάκοσμο τέλμα τους, διαλαλούσαν με ευαρέσκεια για τους τυχόν γύρω ακροατές, τις αυθεντίες, τους ειδικούς πειραματιστές ή ποιος ξέρει τελικά τους… αναίσθητους αλχημιστές, την επιτυχία μιας ακόμα παραχάραξής τους. Προσπαθούσαν πλέον φανερά, άσχετα με την σιωπηλή τους εδώ και χρόνια επιβολή, με το ανεπαίσθητο και επίμονο ‘πλιτς-πλατς’ τους, να ξεμπερδευτεί και να κλειδωθεί επιτέλους μια για πάντα γι’αυτούς, μέσα στο μυαλό τους, στη μεγάλη του πινακοθήκη, η μανία της δικής τους αντιπαλότητας. Αυτή που λογικά προορίζονταν εδώ και αιώνες να εκτεθεί στα βαρύθυμα ή σαρδόνια χαμόγελα του νου τους ως μια ακόμα μάχη συμβολισμών, παθών και προσωπικών τους ίσως βλέψεων.
Ήταν ολοφάνερο πια ότι οι παλαιότεροι τρόποι επιρροής τους, το μόνο που είχαν καταφέρει, ήταν η ψύχωσή τους αυτή, όλη της η εκλυόμενη παραφροσύνη, απλά και μόνο να κρύβεται εντελώς αυθόρμητα, πριν καν προλάβει να εκτελεστεί η παραφορά της, στα καλά ασφαλισμένα κιτάπια της ίδιας τους της δυσθυμίας. Εκεί ανορεκτική και κακόκεφη να μπερδεύεται, να τρώγεται με τα ίδια της τα λυσσακά, περιμένοντας έτσι τσαλακωμένη για άλλη μια φορά την νοθευμένη γραμμή που με το ‘πλατς-πλουτς’, με την ροζ κατεύθυνσή της, θα χάραζε τελικά στο σκούρο καφέ χώμα της γης τον ρόλο τον οποίο προορίζονταν να παίξουν.
Καταποντισμένες να βρίσκονται σε αγωνίες αιώνιας προσμονής που θα έκαναν και τον πιο άσπονδο εχθρό τους να τις λυπηθεί για την κατάντια τους αυτή. Τη φριχτή πληροφορία της ισχυρής διεμπλοκής τους που γίνονταν κι η βασική αιτία σε κάθε άλλη σύγκρουση συμφερόντων εναγκαλισμένες να στραπατσάρονται άγρια, αφήνοντας έτσι όλη τη γνώση της έντασης του φαινομένου αντίδρασής τους στους γύρω παρατηρητές να πλανάτε αμφίβολη για το περιεχόμενο, αλλά και για την δυνατότητα στο εγγύς μέλλον επίτευξης μιας μεταξύ των συμφωνίας ή έστω συμβιβασμού.
Coming up next: Comfortably Numb
Comfortably Numb
«Δεν μπορώ άλλο! Δεν αντέχω! Πονάωωω!», ούρλιαξε και αποκαμωμένος απ’αυτή του την απότομη εκδήλωση, για άλλη μια φορά… λιποθύμησε.
Το σώμα του ήταν ξανά παραδομένο στα χέρια ενός αλλοιωμένου Μορφέα, που σκοπός αυτού δεν ήταν να τον βυθίσει σε μια άσκοπη, παράλογη ονειροφαντασία ανεκπλήρωτων πόθων του, αλλά δια μέσου των ισχυρών αναισθητικών του να τον γυρίσει πίσω, στα μέρη τα γνωστά, σε αυτά που τον όριζαν, στα μεταιχμιακά εκείνα συστήματα που η θαλπωρή του αλώβητου τον άφηνε ήρεμο να χαίρεται, να λαχταρά και να επιθυμεί μέσω μιας ευχάριστης αναλγησίας, στην γλυκιά ουσιαστικά παραζάλη της νάρκωσής του, όλα εκείνα τα στάδια της διαμόρφωσης κι ανάπτυξής του. Και συγκεκριμένα την φάση που άφησε κάποτε τον εαυτό του στο σημείο το οποίο όρθιος στο αθόρυβο, στο ακέραιο, στο ασυμπίεστο υπερπέραν του μικρόκοσμού του, απολάμβανε με αγαλλίαση σε μια μήτρα το μεγαλείο της πραγματικής ανωτερότητάς του.
Στητός και τώρα, με μια παραλλαγή ωστόσο που θα έλεγε κανείς όχι και τόσο βολική, αλλά πλήρως στατική, παράδοξη και άκρως επώδυνη, όρθια στερεωμένος με καρφιά, ατένιζε ξανά αφ’υψηλού τον μακρύ, κακοτράχαλο και κατηφορικό δρόμο ενός αναγεννησιακού ξεπεσμού του, κοιτώντας μ’αγωνία έκδηλη στα μάτια, στις διεξόδους και τα περάσματά του, να βρει στον Γολγοθά την πιο σωστή, ίσως την πιο κατάλληλη ή λογική διαδρομή, για να ν’αποφύγει όλα εκείνα τα άκρως κακοποιημένα αντίτυπά του, τα οποία μαζεύονταν απειλητικά γύρω του σαν μια απόκοσμη αντάρα από περιπλανώμενη κατάρα και φαινόμενο διαθλαστικό σε πρόοδο από ένα σταυρικό μαρτύριο.
Βασικά τις αποκρουστικές του βιολογικές συλλογές, που σε κωδικοποιημένα γυάλινα βαζάκια ιδεών γεμάτα μέχρι πάνω με φορμόλη, δακτυλοδεικτούσαν τον εαυτό του μέσα τους να κολυμπά, να παλεύει με τα κύματα, να πνίγεται στα αίματα και να προσπαθεί ξανά και ξανά, πάνω σ’έναν δοκιμαστικό ‘καμβά’ ενός ανίδεου αλχημιστή, να κάνει τον νόμο του Μέρφυ πραγματικότητα. Να πάει δηλαδή κάτι στραβά, μήπως κι έτσι κατάφερνε στα κρυφά να γλιστρήσει σαν το δάκρυ που προορίζεται να πέσει απ’τη βαρύτητα της θλίψης στο πάτωμα. Ελεύθερος πια απ’τις πολλές καθέξην αποβολές του, αλλά κι απ’τον διάολο που έσπαγε κάθε φορά το ποδάρι του για να σφραγίζεται αεροστεγώς με κάθε πειραματική αποτυχία, η δική του ατομικότητα και μαζί της η μοναδική ελπίδα διαφυγής του.
Ένα εμπόδιο πάντα μπροστά για τον εαυτό του, ανίκανος σε κάθε του αναπαράσταση να το υπερπηδήσει, μιας και ο υψηλός φραγμός που του επέβαλε η επανάληψη της χρωμοσωματικής περιγραφής του, τον άφηνε καθηλωμένο από ψηλά να αφουγκράζεται τη λαχανιασμένη της αφήγηση. Να παρατηρεί τον κατερχόμενο ιδρώτα της προσπάθειάς της, ο οποίος κατέβαινε αργά τα γυάλινα τοιχώματα του φραγμού του, όπως ακριβώς οι σταγόνες της βροχής πάνω σε ένα τζάμι, προερχόμενος αυτός καθαρά απ’τον δικό του κοχλασμό, τον εσωτερικό του αναβρασμό, απ’την προσωπική του ανικανότητα εύρεσης μιας λύσης για να κατέβει στα χαμηλά, να λυτρωθεί επιτέλους απ’τα δεσμά, τα καρφιά, τα ακάνθινα στεφάνια του και με την οργή που θέριευε στις φλέβες του, να κατατροπώσει στην κοιλάδα των σκιών του κύβου όλα ετούτα τα πανομοιότυπα θεριά. Τις συνεχείς αναφορές του. Αυτές που καρτερούσε στωικά την στιγμή την οποία θα έβρισκε το κουράγιο ανοίγοντας επιτέλους το καπάκι, να’ρθεί και να ποδοπατήσει μια για πάντα την κάθε είδους επιστημονική καταγραφή του άρρωστου περιεχομένου τους.
Coming up next: The Ocean
The Ocean
Κάθομαι τσακισμένος, νοητικά αποκαθηλωμένος στον κύβο μου και από τα γκρέμια του κάτω βλέπω ένα… κύμα. Παρακολουθώ το φαινόμενό του και εναρμονίζομαι ταυτόχρονα με το ρυθμό του. Την κίνηση αυτή, την αέναη, που σκάει σε νοητούς κυματοθραύστες, επιστρέφοντας κάθε φορά από κάτω μου δριμύτερη για να σηκωθεί τελικά σαν αχνός, σαν χνώτο ρευστό ψηλά. Ναι. Πολύ ψηλά. Όσο το μάτι μπορεί να δει και ακόμα υψηλότερα. Εκεί που υπάρχουν τα τελευταία σύγνεφα. Τα όρια. Για να ενωθεί, να ανακατευτεί, να ζυμωθεί κι αφού ωριμάσει, να πέσει με μια βροντή κι έναν κεραυνό βροχή πάλι επάνω στον αιώνιο Ωκεανό.
Το δικό μου Ωκεανό. Αυτόν που ανακάλυψα εδώ κι αποσβολωμένος κάτω από την επήρεια της χαύνωσής μου, θωρώ και προσπαθώ να καταλάβω. Να νιώσω και να βιώσω μέσα μου. Μέχρι και το τελευταίο μου κύτταρο. Το τελευταίο μου γεωμετρικό σύνορο, κι αν είναι δυνατόν, πέρα απ’αυτό το άτιμο που τελικά με ορίζει και συνάμα με περιορίζει. Με φυλακίζει και μου στερεί την ομορφιά. Την… άλλη μεριά, αν μπορώ να το πω έτσι και δε φανώ στους γύρω παρατηρητές ακόμα πιο λοξός, αλαφροΐσκιωτος. Γιατί την αλήθεια, κάθε φορά που πάω να νιώσω αυτό το κάτι το… λεπτό, το διάφανο, το αμόλυντο και τόσο μα τόσο ακριβό, πολύτιμο και δυσεύρετο, μου φιμώνει το στόμα, μου φέρνει φωνές στ’αυτιά και μου δείχνει μπροστά τί άλλο, από τα γνωστά άψυχα γυάλινα ντουβάρια.
Από τη… σπηλιά μου σκέφτομαι. Συλλογίζομαι και φιλοσοφώ. Αναρωτιέμαι και αμφισβητώ. Ψάχνομαι κι εξερευνώ. Κοιτώ, παρατηρώ, νιώθω, αποφαίνομαι και τελικά… απογοητεύομαι. Τότε με κρίνω, με κατακρίνω και σαν άνθρωπος λυγάω κάτω από το βάρος των ίδιων μου των τρωτών σημείων. Μετά όμως, σηκώνομαι ξανά. Στέκομαι με το κεφάλι ψηλά, με τα πόδια μου να πατούν γερά το χώμα.
Και γι’άλλη μια φορά θωρώ από κάτω τον δικό μου Ωκεανό. Επεξεργάζομαι τον αφρό, τον αλμυρό του προορισμό, το πεπρωμένο του να τιναχτεί ψηλά. Να εξατμιστεί και με μια ευγενική υπόκλιση στο Δημιουργό να πάει και να καθίσει σαν σκουριά στον ορίζοντα, κάνοντας τον έτσι με τη χειρονομία του αυτή πορτοκαλί. Μέχρις ότου να σβηστεί κι η μέρα ετούτη. Να κλείσει ο κύκλος και ξανά αναμονή για το επόμενο πρωί.
Εκεί που όλα πάλι με την αυγή παίρνονται απ’την αρχή. Και… κάπου εκεί, σ’αυτόν το μεθυστικό ρυθμό, την αρμονική ταλάντωση και τον ανατολίτικο χορό του Ωκεανού με τον Ουρανό, να συνειδητοποιήσω πως τούτη η ευλογημένη κι άλλοτε αναθεματισμένη βροχή, είναι όμοια με τη δική μας… σκουριασμένη επανάληψη.
Ναι, κάπως έτσι αποφαίνομαι τελικά πως γυρίζουμε ξανά και ξανά και ξανά στη ζωή. Σαν μια ταλάντωση. Σαν μια χορδή, που ενώ κάποτε κινήθηκε, μετά ήρθε και σώπασε. Έμεινε ακίνητη, έως ότου ένα χέρι μαγικό την πείραξε ξανά και άρχισε να τραγουδά, επαναλαμβάνοντας τα ίδια πράγματα. Τον κύκλο του ωκεανού, τον κύκλο του αφρού, τον κύκλο του σύγνεφου, τον κύκλο της βροχής, τον κύκλο της μέρας, τον κύκλο της αναπαραγωγής, τον κύκλο της ίδιας της ζωής.
Το σχήμα αυτό το Ω το συμπαντικό, που όσο περνούν τα λεπτά, οι ώρες, οι μέρες, οι μήνες και οι μνήμες με τα χρόνια, ανοίγει και φουσκώνει σαν το μαγευτικό ωάριο, περιμένοντας υπομονετικά τα… εργαλεία και τα χέρια τα ικανά. Εκείνα, ουσιαστικά, που θα πάρουν στις πλάτες τους το βάρος απ’τα μυριάδες σώματα που για χιλιετηρίδες κυοφορεί, γεννά, κυκλοφορεί και ανακυκλώνει με κάθε άλλη βροχή πάνω στη μάνα Γη.
Στο χώμα και τις θάλασσές της. Με την ελπίδα βέβαια, και την κρυφή -απ’τον Παντοδύναμο- ευχή, η επόμενη φορά να είναι επιτέλους και η οριστική. Αυτή, που ο αχνός, ο αφρός και τ’αλμυρό χνώτο δεν θα χωνευτούν. Δε θα βρεθούν, δηλαδή, ποτέ ξανά στο ίδιο κρεβάτι με τον Ουρανό, αλλά μέσα απ’τα πόδια του τ’ανοιχτά θα ξεγλυστρίσουν ξανά στο ίδιο κενό. Στο ανοιχτό παράθυρο σαν αγέρι καλοκαιρινό που ερωτεύτηκε, όπως νιώθω, έναν ελαφρύ ήχο με τ’όνομα φλοίσβο.
Ναι, τούτη τη ξελογιάστρα την τριβή, που προκαλεί ανατριχίλες στο κορμί όταν την ακούς να τρίβεται, να γδέρνεται και να γλιστρά ταυτόχρονα πάνω στη στέρεη κι υγρή μορφή της δικής μας πραγματικότητας. Ναι. Εδώ κάτω που πέσαμε, όπως φαίνεται, αμέτρητες φορές, πάντα όμως με την ίδια διαδικασία. Της απόρριψης. Με την ίδια φορά. Ανάποδα. Με την ίδια φυσικά μορφή. Της ψιχάλας. Χτυπώντας και ξαναχτυπώντας το κορμί μας με ορμή και μια βροντή παρέα μέσα σε μια σκοτεινή, ασφυκτικά στενή οδό, μέχρι τη στιγμή που ένα φως κι ένας δαιμόνιος κεραυνός μάς ξέβρασε στον αφιλόξενο Ωκεανό. Μας κατάντησε, εν ολίγοις, ναυαγούς του, χωρίς όμως σωσίβιο, σωστική λέμβο και τροφή, παρά μονάχα μ’ένα κουτί επιβίωσης χωμένο καλά μέσα στου νου μας τα… πελώρια κύματα.
Coming up next: Liquid Dream
Liquid Dream
«Αγαπητέ συνάδελφε αναισθησιολόγε, νομίζω πως εδώ ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Ο νέος πειραματικός ορός για την εξαγωγή της αλήθειας που δημιουργήσατε στο εργαστήριό σας με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδος, αποδεικνύεται τώρα πάνω στο δείγμα μελέτης μου πως είτε είναι πολύ ισχυρός, είτε αλλεργικά επικίνδυνος. Του κάθεται λίγο βαρύς, δεν νομίζετε. Οι βιοχημίες τους δεν φαίνεται να τα βρίσκουν. Υπάρχει μια μεταξύ των κόντρα, μια τοξική αντιπαλότητα τού ποια στο τέλος θα επικρατήσει. Γεγονός που προκαλεί όπως βλέπετε καθαρά ανεπιθύμητες καρδιοαναπνευστικές παρενέργειες. Ωστόσο, δεν θα έλεγα πως αυτές με χαλούν ή με προβληματίζουν. Όχι. Του εναντίον. Αποτελούν εξαιρετική πηγή παρατήρησης αντιδράσεων ενός σύνθετου φαινομένου γενικότερα.
Ας περιμένουμε το λοιπόν και βλέπουμε. Λίγη υπομονή δεν έβλαψε ποτέ κανέναν. Μπορεί στην πορεία τα πράγματα να έρθουν να ισορροπήσουν, να εξομαλυνθεί η όλη βιοχημική πάλη και ποιος ξέρει τελικά, ενδέχεται από το πουθενά ο Προμηθέας μου να έρθει και ν’αναστηθεί. Να βγει επιτέλους απ’την κρυψώνα του και ν’αρχίσει πάλι απ’το κλουβί του σαν τον Tweety να… κελαηδά σε μένα τον Sylvester που τον νοιάζεται και πάνω απ’όλα τον… ‘αγαπά’!»
… στον θώκο μου μέσα με νιώθω μόνο. Μ’αντικρίζω έρημο να κάθομαι και να παιδεύομαι. Να προσπαθώ κλεισμένος σ’ένα γυάλινο φέρετρο να με καταλάβω. Να ορίσω τις ανακλάσεις, τις διαθλάσεις, τις αντανακλάσεις και τις οφθαλμαπάτες που δημιουργεί το μυαλό μου. Να έρθω στα συγκαλά μου και να συμπεριφερθώ όπως αν θα βάδιζα σε δρόμο στρωμένο από ΜΕ ΤΑΞΗ. Μα πάλι διάολε, δεν μπορώ. Χάνομαι! Και το επώδυνο είναι πως αδυνατώ να καταλάβω το γιατί. Αφού άνοιξα το κουτί της επιβίωσης. Και τις οδηγίες που’χε μέσα του τις διάβασα. Και θεωρώ πως τις κατάλαβα, τις εξήγησα στον εαυτό μου.
Αλλά… τίποτα. Μια τρύπα στο νερό. Ό,τι κι αν κάνω είναι μάταιο, γοργά στο κενό ξεθωριάζει. Στο άγνωστο κατά πως φαίνεται τραβάει ο αντίλαλός μου! Και δε φτάνει μόνο αυτό, αλλά όταν επιστρέφει πίσω ζαλισμένος, σαν χαστούκι ηχηρό, κόλαφος πάνω στα μάγουλά μου γίνεται, προκαλώντας μου αυτό το τσούξιμο, αυτό το πικρό και συνάμα δυσάρεστο συναίσθημα. Παράλυτος κι εγλωβισμένος, δεν μου μένει άλλη επιλογή από το να τον αντέξω.
Στην σκέψη μου μέσα αρχινάει πανικός. Ρήγμα ανταρσίας ανοίγεται κι εμφανίζονται νερά. Ξάφνου ο μικρόκοσμός μου δοκιμάζεται, αιμορραγεί ή μπάζει διαρκώς. Θα πνιγώ, το νιώθω, σε μια ακατάσχετη οιδηματική κατάσταση. Και το δυσάρεστο είναι πως θα χαθώ, μοναχό του το κερί μου θα’ρθεί για να σβήσει, να αφήσει κι αυτό την τελευταία του πνοή. Χωρίς ποτέ να μάθω ο δόλιος το γιατί. Ποιός έφταιξε ή τί ήτανε αυτό που μου προκάλεσε ετούτη την τρομαχτική αναστάτωση. Τη μεγάλων διαστάσεων επανάσταση που ξέσπασε μεταξύ εμού και της άμυνάς μου.
Παγιδευμένος μέσα στον λογισμό μου, ακούω μια φωνή διαρκώς να μου φωνάζει: «κοίτα να δεις που σ’αυτή την καταστροφή, το γενικό χαμό και την αποδιοργάνωση, το… κουτί που έχεις στο μυαλό για να σε σώσει, αποτελεί στην πραγματικότητα την αιτία που θα σε χαντακώσει».
Και σκέφτομαι εγώ μέσα μου: Ήταν που δε διάβασα καλά τις οδηγίες επιβίωσης; Ήταν που άφησα κενά; Παρανόησα; Δεν έπραξα τα ορθά πράγματα; Παραποίησα στοιχεία; Δεν αναθεώρησα παρ’όλο που όλα πήγαιναν στραβά; Παρ’όλο που τα έβλεπα και δε τα ένιωθα τόσο σωστά; Όταν γνωρίζω καλά πως το μέσα μου μού φώναζε διαρκώς γύρνα, ξέχνα τα και πάρ’τα όλα από την αρχή;
Δεν ξέρω. Μπορεί κάτι απ’όλα αυτά να φταίει ή όλα μαζί, σαν βαρίδι τώρα να μου κάθονται στη πλάτη, για να με βουλιάξουνε ακόμη πιο βαθιά. Εκεί που ουσιαστικά θεωρούν ότι σφάλλω. Ότι έχω κενά. Στα μεγάλα ρήγματα που μου δείχνουνε ότι μπάζουν διαρκώς νερά και πρέπει εγώ οπωσδήποτε να κλείσω.
«Στο κουτί επιβίωσης βρίσκεται η λύση. Η αλήθεια όλων των πραγμάτων», φωνάζει και χτυπιέται η ίδια φωνή.
Στο μεταιχμιακό μου μετερίζι έρχομαι αντιμέτωπος με τη συνείδηση. Με τη δική μου τη φωνή. Ετούτη που με προστάζει να ζητήσω ταπεινά συγχώρεση. Γιατί, όπως λέει, κάτι πήγε στραβά. Μπελάδες και μπερδέματα διατυμπανίζει πως προκάλεσα. «Καλά, λοιπόν», απαντώ κι ανοίγω για ακόμη μια φορά το ίδιο κουτί, απ’όπου αναδύεται η φωνή που μέσα της νιώθω πως κρύβει της Πανδώρας την… απάντηση.
Για λίγο μέσα στον θόρυβο, επικρατεί σιωπή. Και μετά… σεισμός! Πολλών ρίχτερ. Τόσων, που γκρεμίζουν και κάθε άλλη μου εκδοχή που βρίσκεται σε παράλληλη τροχιά μ’αυτή που σήμερα βιώνω. Κι αυτό γιατί έρχομαι να καταλάβω πως σ’αυτή τη ζωή αν διαβάσεις καλά τις οδηγίες επιβίωσης, θα δεις τελικά πως ο Δημιουργός έχει μεριμνήσει προ πολλού να έχουμε όλα τα απαραίτητα εφόδια για να μπορούμε να παραμένουμε σε τούτη τη διαμόρφωση, μέχρι τη στιγμή που θα την εγκαταλείψουμε για μια ζωή χωρίς τη βαρύτητα αυτής να μας ταλαιπωρεί.
«Συν Αθηνά και χείρα κίνει!», ουρλιάζει το κουτί. Για όλα τα προβλήματα, τα δεινά και τα… ελαττωματικά σας γενικότερα, μέσα μου θα βρείτε το ανάλογο φάρμακο, παυσίπονο, αντίδοτο αλλά και τρόπο για να πορευτείτε. Διαβάστε καλά τις οδηγίες. Καταλάβετε, όμως, πραγματικά τα όσα λένε. Αφήστε τις δικές σας ερμηνείες. Τις αναλύσεις και τις θεωρίες. Κοιτάξτε, με μυαλά φτωχά, κατάματα την ουσία. Όχι, όμως, μονάχα αυτή, αλλά και όσα συμβαίνουν γύρω της και τριγύρω σας. Τα φαινόμενα, δηλαδή. Μην τα προσπερνάτε έτσι απλά. Όλα έχουν νόημα κι αξία. Όλα δένουν και πλέκονται αναμεταξύ τους. Κάθε ένα ξεχωριστά έρχεται στο τέλος να δημιουργήσει το ένα. Το όλον και τη μονάδα απ’όπου αντλείται μια αστείρευτη πηγή ενέργειας. Αυτή που ακούει στ’όνομα… αληθινή αξία!
Coming up next: The Philosopher’s Stone
The Philosopher’s Stone
Η φιλοσοφική λίθος (λατινικά: lapis philosophorum) είναι μια θρυλική αλχημική ουσία. Για πολλούς αιώνες, ήταν ο πιο περιζήτητος στόχος στην αλχημεία. Η φιλοσοφική λίθος ήταν το κεντρικό σύμβολο της μυστικής ορολογίας της αλχημείας, που συμβολίζει την τελειότητα, τον πνευματικό διαφωτισμό, και την ουράνια μακαριότητα. Οι προσπάθειες για την ανακάλυψη της φιλοσοφικής λίθου ήταν γνωστές ως Magnum Opus («Μεγάλο Έργο»).
Ονομάστηκε παντάβρη από τον Απολλώνιο Τυανέα, lapis solaris (ηλιακή λίθος) και lapis philosophorum (λίθος των σοφών ή λίθος των ηρώων) από τους ερμητιστές του Μεσαίωνα. Η φιλοσοφική λίθος ήταν το «μαγικό Γκράαλ» όλων των αναζητητών, το όνειρο και ο σκοπός των αλχημιστών: η θρυλική ουσία, που μπορούσε να μεταστοιχειώσει όλα τα μέταλλα σε χρυσάφι, να θεραπεύσει όλες τις αρρώστιες και να παρέχει συνεχή αναζωογόνηση και μακροζωία.
Όσοι μπορούν να διακρίνουν την ουσία πίσω από τα εξωτερικά φαινόμενα, αντιλαμβάνονται ότι η Αλχημεία δεν αναφέρεται μόνο στον πραγματικό μόλυβδο ή στον πραγματικό χρυσό. Όλα αυτά δεν είναι παρά σύμβολα που έχουν να κάνουν με βαθύτερες πραγματικότητες.
Σε ένα κλειδί ερμηνείας, είναι ο πνευματικός σπόρος, ο πνευματικός σπινθήρας στα βάθη κάθε ύπαρξης που ωθεί το καθετί σε τελειοποίηση. Είναι μια δύναμη αγνή, ένα στοιχείο σοφίας, που παραμένει σε αδράνεια και αφάνεια όσο ο άνθρωπος αγνοεί την αληθινή πνευματική του υπόσταση. Η ψυχή βρίσκεται στο σκοτάδι και πρέπει να απελευθερωθεί από αυτό, όπως βγαίνει ο χρυσός μέσα από την ύλη.
Η ανακάλυψη της «Φιλοσοφικής Λίθου», με τη βαθύτερη πνευματική της έννοια, είναι αναγκαία για την κατανόηση των δυνατοτήτων του ανθρώπου και προϋπόθεση για την ανακάλυψη του Ελιξιρίου της Ζωής, της «συνειδητής αθανασίας», που μπορεί να μεταμορφώσει τη ζωή του δίνοντάς της περιεχόμενο και νόημα.
Η φιλοσοφική λίθος και το ελιξίριο της ζωής αποτελούν αλληγορικές έννοιες που αντιπροσωπεύουν τη μέγιστη κατανόηση, συναισθηματική ωριμότητα και δημιουργικότητα που θα μπορούσε να πετύχει ο άνθρωπος. Τότε γίνεται σοφός, γνώστης της αλήθειας, ψυχικά δυνατός, αγωνιστής του δικαίου, ανθρωπιστής, και επομένως είναι καταλύτης μεταστοιχείωσης του εαυτού του και του κόσμου.
«Αυτός αγαπητοί συνάδελφοι είναι ο… Προμηθέας! Αυτός που όλοι εσείς, μηδενός εξαιρουμένου καταψηφίσατε, σε εισαγωγικά, στη μυστική ψηφοφορία μετά το πέρας της προβολής των εκπαιδευτικών βίντεο με θέμα: “Βαβέλ & βιοηθική.”
Αν και όλο αυτό το διάστημα, μέσα από την σκοτεινή αίθουσα προβολών παρακολουθούσατε μια οθόνη που σας έδειχνε μόνο ένα μαύρο κύβο, χωρίς την εικόνα του Προμηθέα μέσα του δηλαδή, όλοι σας επιλέξατε να δώσετε την ψήφο σας υπέρ του συναδέλφου ψυχίατρου. Κατά αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά ακυρώσατε κατά κράτος τον παράγοντα άνθρωπο Προμηθέα, όπως φυσικά και το μοναδικό στοιχείο που είχατε για κείνον, που δεν ήταν άλλο από τη φωνή και τα λόγια του, που μεταφέρονταν μέσα από το σύστημα καταγραφής των ήχων στο επίπεδο του κύβου στα αυτιά σας.
Δεν μπορώ να γνωρίζω, τουλάχιστον προς το παρόν, αλλά να είστε σίγουροι πως κάποια στιγμή στο μέλλον θα το μάθω αν η ψήφος σας στο τέλος ήταν καθαρά αντικειμενική, είτε γίνετε μέλος της οικογένειας της Βαβέλ είτε τελικά αποχωρήσετε. Αν τελικά ήταν βασισμένη πάνω σε γερά επιστημονικά κριτήρια κι επιχειρήματα, και δεν ήταν μια επιλογή υποκινούμενη από το πιθανό προσωπικό σας όφελος ή μια τακτική συγκάλυψης των συναισθημάτων σας, με σκοπό τον εντυπωσιασμό της ανώτερης διοίκησης και εμού του ιδίου ως ψυχίατρου, για τη μεγιστοποίηση, τί άλλο, των πιθανοτήτων επιλογής πρόσληψής σας στους κόλπους της αυτοκρατορίας μας.
Κι όλα αυτά τα λέω γιατί δυστυχώς όλοι σας πέσατε σούμπιτοι στην παγίδα. Όλοι σας, μετά λύπης μου, φάγατε τη φόλα, που δεν είναι άλλη, από το γεγονός ότι η φωνή που ακούγατε όλο ετούτο το διάστημα προβολών, δεν ήταν τελικά ενός… Προμηθέα που φτιάξατε ο καθένας σας ξεχωριστά με τη φαντασία του, αλλά η φωνή του υπεύθυνου… ψυχιάτρου του!
Συμπερασματικά, χωρίς να το καταλάβετε, ταχθήκατε εναντίον αυτού που ουσιαστικά θέλατε να ταχθείτε υπέρ! Στην αδυναμία σας να υποστηρίξετε την αλήθεια, ακυρώσατε ένα μεγάλο επιστήμονα της Βαβέλ!
Παρακαλώ, είστε ελεύθεροι πια να αποχωρήσετε. Ο πρώτος κύκλος εργασιών ολοκληρώθηκε. Αν ήταν επιτυχής ή μη, θα φανεί από το πόρισμα των μελών της επιτροπής των σοφών που θα συνεδριάσει αμέσως μετά την αποχώρησή σας. Για την τελική τους απόφαση, ενημερωτικά, ο καθένας σας ξεχωριστά θα λάβει από ένα γραπτό μήνυμα στον προσωπικό του λογαριασμό με τους βαθμούς και τα επιμέρους σχόλια των αποτελεσμάτων της συνολικής αξιολόγησής του.
Τώρα, η ασφάλεια του κτηρίου έχει σειρά, για να σας οδηγήσει στοιχισμένους και με βήμα στην υπόγεια πλατφόρμα. Το τρένο που σας περιμένει, θα σας οδηγήσει με ασφάλεια στο… σπίτι σας! Σας ευχαριστώ πολύ όλους. Ήταν χαρά και τιμή μου που σας γνώρισα. Εύχομαι από καρδιάς ό,τι το καλύτερο!».
… «… είσαι μόνος;»
«Μάλιστα, πατέρα! Μόλις έφυγαν με τη συνοδεία της φρουράς της Βαβέλ με τάξη για το τελευταίο υπόγειο επίπεδο. Αυτό των… αναχωρήσεων/αποδημήσεων!»
«Άκου με προσεχτικά. Το τρένο να σταματήσει στη σκοτεινή σήραγγα. Όσο γίνεται πιο βαθιά. Η συνέχεια να φανεί σαν… ατύχημα!»
«Ελήφθη, πατέρα. Το τρένο να σταματήσει μέσα στην… τρύπα του λαγού! Κατάλαβα. Τα υπόλοιπα…»
«… είναι περιττά! Είναι όλοι τους ψυχροί εκτελεστές, τομαριστές, ψεύτες, υποκριτές, γλύφτες, λακέδες και συμφεροντολόγοι. Το Εγώ, η ψευτο-υπερηφάνεια, η αλαζονεία και η ύβρις, επικράτησαν κατά κράτος και καταδίκασαν χωρίς κανένα οίκτο σε θάνατο το όμορφο. Σύσσωμοι οι υποψήφιοι επέλεξαν μια ζωή χωρίς κριτική σκέψη, λογική κι αλήθεια. Να πάνε λοιπόν στον αγύριστο να σκάψουν με του Χάρου τη λεπίδα, την αδικοχαμένη ελπίδα. Δεν σκοτώνει η Βαβέλ. Όχι! Η ίδια η ανθρώπινη φύση το κάνει. Το άγριο, το πρωτόγονο και κανιβαλιστικό ένστικτό της. Το αιώνιο πρόβλημα της άγνοιας κινδύνου, επιπτώσεων, συνεπειών, αντιδράσεων και της άλογης συμπεριφοράς. Η Βαβέλ αναζητά μοναχά την τάξη. Κι όταν δεν την παίρνει με το καλό, θα σε γονατίσει “προβληματικέ”, “χαλασμένε”, με το άγριο. Το ανεξέλεγκτό σου θα το πατάξει με κάθε τρόπο και δυνατό μέσο. Σ’αρέσει, δεν σ’αρέσει. Όπου δεν πίπτει Λόγος, πίπτει ράβδος!
Ο Προμηθέας είναι το ιδεατό, το ποιητικό, το υπαρξιακό. Είναι το άπιαστο όνειρο στον ουρανό και συνάμα το επαναστατικό που άγγιξε τον απόλυτο πάτο. Η υποτείνουσα μνήμη των δύο άκρων, τρόμου κι ευδαιμονίας. Ο μηδενισμός, ο βασανισμός, ο Γολγοθάς, η σταύρωση και η χολή του Ιησού Χριστού. Ο ιδρώτας, η επανάληψη, η απελπισία κι η απόγνωση του βάρους και του λόφου στο αιώνιο μαρτύριο του Σίσυφου. Όλα αυτά δηλαδή που προφυλάσσονται καλά από τον προδότη Εφιάλτη στο matrix μιας μαθηματικής βάσης δεδομένων με πρότυπους αλγόριθμους σκέψεων, λόγων, πράξεων, συναισθημάτων και εμπειριών.
Ο Προμηθέας είναι η χρυσή τομή. Η σπείρα που ξετυλίγεται και διαρκώς εκτυλίσσεται, ταξιδεύοντας σε κάθε άλλη όμορφη γεωμετρική στροφή του φ, την αιωνιότητα του κόσμου απ’την αντίθετη οπτική.
Του Προμηθέα ο πυρσός παρασέρνει το φως σαν κομήτης φλεγόμενος. H ανάμνησή του στη Βαβέλ κρατιέται ζωντανή μέσα από την τεχνητή νοημοσύνη!
Ό,τι και να γίνει στη ζωή, ο Προμηθέας με την ελπίδα ασπίδα θα τη φέρει την κάμπια πάνω στο δέντρο. Το λογικό του πρόγραμμα θα το φτιάξει το κουκούλι και θα τη βγάλει με σπαθί λαμπρή από τον κύβο την αλήθεια. Τα ιερά θα γίνουνε ξανά μια πεταλούδα, κι από τα άδεια κόκαλα θα μείνει μόνο η φλούδα. Το θέμα όμως είναι τί γίνεται μετά. Με μίας… “κάμπιας” την αρχέτυπον ιδέα. Τα πατημένα και λιωμένα απομεινάρια της από λογιών λογιών τα… βρωμοπόδαρα. Θα μείνει έστω δείγμα από ίζημα ευεργετικό για να συλλεχθεί στο αγγείο των ιδεών ή θα μείνει στο φλυτζάνι μια αηδία κατακάθι εμετών για να πεταχτεί στην πυρά και να καεί;
Καλά τα είπε ο φίλος μας ο Αμερικάνος. Κανείς δεν ξέρει ποτέ ποιος είναι το πείραμα και ποιος ο πειραματιζόμενος. Τελειώσανε λοιπόν τα ψέματα. Αρκετά. Ως εδώ και μη παρέκει. Να μαζευτούν άμεσα τα… απλωμένα και τα… μανταλάκια. Κι αυτό γιατί όπως πάντα φυσικά, οι ηλίθιοι έχουν πλάκα κι εγώ καθόλου!!
Αχ, αυτά τα… τρένα, Προμηθέα. Κωδικός “Catherine c’est fini” στους… δολοφόνους!!!»
Coming up next: The Reverse Pyramid
The Reverse Pyramid
«… πατάω για ύστατη φορά το κουμπί αναπαραγωγή για ν’ακούσω τη φωνή σου. Συνέχισε λοιπόν εσύ να παίζεις το… βιολί σου. Μόνο για μένα, τον μοναδικό -που απέμεινε σ’αυτό το αρχαίο δράμα- ακροατή σου. Όλοι πια έχουν… φύγει μακριά σου. Η αυλαία έχει πέσει, τα φώτα στο θέατρο του παραλόγου ανύπαρκτα, τα πάντα αδειανά, σκοτεινά μένουν κάτω από της απέραντης θλίψης τα μαύρα πέπλα. Ζουν ξεχασμένα και καταπίνουν σ’ένα βαγόνι της συμφοράς τη δική τους συνειδησιακή τραγωδία. Κι η τραγική ειρωνία είναι ότι όλοι αυτοί αποτελούν την τοξική αρχή. Είναι ο χορός και η επικήδεια χορωδία μαζί. Είναι οι ιερείς και οι ιέρειες σε μια πένθιμη τελετή αφιερωμένη αποκλειστικά στον θεό Εφιάλτη. Τα ουρλιαχτά και η αγωνία τους κρεσέντο θανάτου μουσικό σ’έναν έρημο λόφο. Λατρεία παγανιστική η απορία και σαρκική ακολασία τα δάκρυα στη δική σου παιδί μου επερχόμενη ανθρωποθυσία. Τα χέρια μου μαχαίρια κοφτερά απόγνωσης πάνω στο κορμί σου. Η πρόθεσή μου μαρτυρικός εξαγνισμός σου. Η αφοσίωσή μου εξορκισμός σου, η υποταγή μου σφαγής απόλυτος τρόμος και βαθύς λάκκος η πίστη μου για τη ψυχή σου. Λυπάμαι…
Η ιστορία δυστυχώς επαναλαμβάνεται. Το αρχέτυπο κακό είναι αναπόφευκτο. Μοιραία συνδεμένο με το άγριο, το πρωτόγονο, τον ουροβόρο, την μυθολογία, το θρύλο, το αίμα, τη μεταμόρφωση και την αμαρτία. Η ύβρις και η αλαζονεία τα δικά μου τοτέμ και σφαγεία. Οι δικοί μου ιεροί βωμοί. Κι όλοι εσείς οι δικοί μου αμνοί. Κτήματα, ιδιοκτησία και περιουσία. Η Βαβέλ προσωπική μου δοκιμασία, παντογνωσία κι ανταρσία. Πατέρας Λυκάων εγώ, υιός Νύκτιμος εσύ. Λύκος καννίβαλος εγώ, λαχταριστή τροφή εσύ. Φως ενάντια στο σκότος, δηλαδή. Αιώνια συντήρηση και διαρκής τήρηση μιας μεταφοράς για την αιώνια διαδοχή ημέρας και νύχτας… Σ’ακούω!!» …
Με το κουτί στα χέρια ανοιχτό παρακολουθώ μέσα στη… σπηλιά μου ένα τελείως διαφορετικό θέατρο σκιών. Στον τοίχο εκεί μπροστά βλέπω τη δύναμη που έχω σ’αυτή τη ζωή. Πώς μπορώ, δηλαδή, να ποτίζω με δάκρυα τη στεριά, να φυτεύω σπόρους σε κορμιά και να γεμίζω τις θάλασσες με καράβια. Μ’ελπίδες που μπορούν να ταξιδεύουν ασχέτως αν φυσά, λυσσομανά και ξερνά ο καιρός λογιών τα κύματα.
Πώς μπορώ να έχω βοήθεια από αγαπημένα πρόσωπα όταν τα πράγματα πηγαίνουνε στραβά. Πώς μπορώ να ανταπεξέρχομαι στην αδυσώπητη μοναξιά μ’ένα σύντροφο τρυφερό και καλό αγκαλιά, αλλά και πώς μπορώ να καταπολεμώ τη λησμονιά δημιουργώντας μ’έρωτα καρπούς ευωδιαστούς, συνεχιστές του αρώματός μου.
Παιδιά με απλά λόγια, που θα με θυμούνται και θα με μνημονεύουν για να μη θαφτώ στο βαθύ πηγάδι της λήθης του χρόνου. Εκεί που όλα μέσα σβήνουν, ξεθωριάζουν κι εξαφανίζονται σαν να μην ήρθα ποτέ. Σαν να μην πέρασα ούτε μια φορά από αυτή τη γαλανή σφαίρα που γυρίζει ρυθμικά μέσα στο αχανές σύμπαν ίδια με πεταλούδα, που χωρίς φτερά, παρασέρνεται από τον αγέρα.
Στον τοίχο της σπηλιάς μου βλέπω όμως κι άλλα πράγματα. Πράγματα συγκλονιστικά, που θεωρούνται απ’όλους ανίατα. Μη αναστρέψιμα. Εγώ, όμως, μ’αυτά θυμάμαι ν’ασχολούμαι. Ναι, μ’αυτά τα ανυπέρβλητα εμπόδια. Μ’αυτά εγώ αισθάνομαι ότι παιδεύομαι, νευριάζω, απογοητεύομαι, χαίρομαι, ελπίζω, ονειρεύομαι και ταυτόχρονα ζω κι αργοπεθαίνω. Ναι, μ’αυτά δυναμώνω και συνάμα αποδυναμώνομαι. Άραγε, μάταια; Πάντως το κουτί μού λέει να συνεχίσω να ψάχνω, να μη σταματήσω το σκάψιμο. Να μην απελπίζομαι και να μην το βάζω κάτω. Να προσπαθώ διαρκώς με το νου αλλά και με το σώμα. Η απάντηση βρίσκεται μπροστά μου. Εγώ, λέει, δεν τη βλέπω ακόμα.
Κάποια στιγμή ανύποπτη, στον τοίχο της σπηλιάς μου εμφανίζεται μια κιθάρα. Την κοιτώ με προσοχή για πολύ ώρα. Δεν καταλάβαινω γιατί έχει εμφανιστεί. Ώσπου κάνω επιτέλους τη σύνδεση. Και τότε βλέπω με το μάτι του νου την ομοιότητα και συγχρόνως αυτό που τώρα πιστεύω ως μία αρχική κατανόηση στο πρόβλημα.
Για να γίνω, λοιπόν, πιο σαφής, θα ξεκινήσω το συλλογισμό μου ως εξής: Η κιθάρα αποτελείται από 3 μέρη. Το άνω άκρο της, το μπράτσο και το ηχείο της ή κάτω μέρος. Στο άνω άκρο υπάρχουν έξι κλειδιά. Τρία σε κάθε πλευρά αντίστοιχα. Από κάθε κλειδί κατέρχεται μία χορδή. Στο τέλος του άνω άκρου συναντιούνται αισίως και οι έξι χορδές όπου κατέρχονται παράλληλα η μία με την άλλη καταμήκος του μπράτσου. Αφού περάσουν τα τρία τέταρτα του ηχείου ή κάτω μέρους της, καταλήγουν στο τέλος σε μία δέστρα.
Τώρα, με αυτή την εικόνα για οδηγό, εγώ τί βλέπω; Βλέπω ένα ανθρώπινο κεφάλι, όπου οι χορδές στην αρχή κατεβαίνουν σαν ανάποδη πυραμίδα, όπως ακριβώς η πυραμιδική οδός του εκούσιου νευρικού μας συστήματος, για να περάσουν στη συνέχεια στο μπράτσο που αντικατοπτρίζει τη μετάβαση από το εγκεφαλικό στέλεχος στη σπονδυλική στήλη, όπου εκεί μέσα βρίσκεται φυσικά ο νωτιαίος μυελός, ίδιος ακριβώς σε δομή με τις χορδές. Και τέλος, το ηχείο αποτελεί τον κορμό όπου εκεί μέσα συντελούνται όλα. Εκεί που για τη κιθάρα παίρνει ζωή ο ήχος και εξαπλώνεται. Γεμίζει αυτό το δοχείο κι αφού κορεστεί, ξεχύνεται στο περιβάλλον γύρω η πληρότητα του ως μουσική.
Για να υπάρξει, όμως, μουσική, αρμονική συχνότητα, η κιθάρα πρέπει να είναι και σωστά κουρδισμένη. Αλλιώς, μόνο παραφωνία, παραμόρφωση και φασαρία θα προκαλέσει.
«Αξιότιμε κύριε καθηγητά, σας ζητώ ταπεινά συγγνώμη που παρεμβαίνω στο έργο σας. Με όλο το θάρρος και το σεβασμό, που γνωρίζετε καλά ότι τρέφω για το πρόσωπό σας, είμαι υποχρεωμένος ετούτη τη στιγμή να σας σταματήσω. Πρέπει οπωσδήποτε να παρέμβει η ομάδα επειγόντων περιστατικών καρδιοαναπνευστικής ανάνηψης, και το πείραμά σας δυστυχώς να λήξει εδώ και τώρα. Κρίνω από μεριάς μου, πως η κατάσταση του ασθενούς σας είναι πέραν τού οριακού σημείου κρίσιμη. Έχει ξεπεράσει κατά πολύ τα όρια της συμβατότητας με τη ζωή. Έχει περάσει τον ορίζοντα γεγονότων προ πολλού και τραβάει καρφί μέσα στη μαύρη τρύπα του προβλήματος. Απορώ πώς είναι ακόμη ζωντανός και καρδιοχτυπά. Αυτό κι αν αποτελεί για τα δικά μου δεδομένα και τη μεγάλη μου εμπειρία, ιατρικό παράδοξο. Μου φαίνεται αδιανόητο, αλλόκοτο, υπερφυσικό.
Κύριε καθηγητά. Σας παρακαλώ πολύ, μη με αγνοείτε. Δώστε λίγη σημασία και προσοχή στα λεγόμενά μου. Δεν είναι ώρα για εγωϊσμούς. Δεν θέλω να φτάσω στο σημείο ν’αναγκαστώ να σας παρακάμψω. Ακούστε με. Είναι επιτακτική ανάγκη να του χορηγηθεί ισχυρή ενδοφλέβια αγωγή διουρητικών και καρδιοτονωτικών. Τα σημάδια οριστικής οργανικής κάμψης δεν είναι πλέον προ των πυλών. Έχουν μπει για τα καλά μέσα και σαρώνουν τα πάντα. Αν δεν επέμβουμε άμεσα, δεν θα πεθάνει από πνευμονικό οίδημα, ούτε κι από ανακοπή καρδιάς. Από τη δική μας την κυνική αδιαφορία θα φύγει. Τη δική μας, καλύτερα, κτηνωδία. Δεν τον βλέπετε. Όλο του το σώμα είναι μελανό. Πνίγεται μέσα στο μαύρο της ασφυξίας του. Από τα σκοτεινά υγρά της ανοξαιμίας του εγκεφάλου του. Λυπάμαι που το λέω, αλλά δεν μπορώ να σας αφήσω άλλο να συνεχίσετε την παρακολούθηση του φαινομένου. Θα πρέπει εδώ και τώρα να ενημερώσω τους αρμόδιους για την κατάσταση, αλλιώς θα βρεθώ μαζί σας μπλεγμένος και ενδέχεται να χάσω τη δουλειά μου, αν κατηγορηθώ στο τέλος για συνέργεια σε δολοφονική πράξη. Ξέρετε πολύ καλά πως όλα καταγράφονται σε αρχεία. Και κανείς δεν έχει πρόσβαση στα δεδομένα τους για να τα… πειράξει, παρά μόνο η ανώτερη διοίκηση.»
«Πες καθαρά κι έξω απ’τα δόντια ότι φοβάσαι, αναισθησιολόγε αλχημιστή. Πες την αλήθεια ότι δεν αντέχεις την πίεση της βιοηθικής, πες ότι δεν μπορείς να κρατήσεις το βάρος της συνείδησής σου. Πες με λίγα λόγια ότι είσαι… άνθρωπος, τρωτός, ευάλωτος, φθαρτός κι άσε όλη αυτή την… παραφιλολογία που μου πουλάς κατά μέρους. Το ξέρεις καλά πως δεν πιάνουνε αυτά τα του… πνεύματος σε μένα. Δεν είμαι παρωχημένος εγώ… φιλόσοφε. Επιστήμονας είμαι. Ο ένας και μοναδικός μέσα στη Βαβέλ. Ο μόνος αυθεντικός. Η αληθινή αξία!»
Coming up next: Masters Of Puppets pt1
Masters Of Puppets pt1
Στη… μήτρα μου με μια κιθάρα στα πόδια ανατριχιάζω. Συνειδητοποιώ κάτι που πρέπει οπωσδήποτε να κάνω. «Καλοί οι μυς και τα κόκαλα», λέω, αλλά δεν είναι αρκετά. Αν δεν είναι σωστά από ψηλά κουρδισμένα τα πράγματα, πάντα θα υπάρχει αυτή η διαφορά που θα σε κάνει να μην νιώθεις όμορφα. Πάντα θ’ακούς αυτό το… φάλτσο που θα εκδηλώνεται είτε με υποτονία, όταν οι χορδές είναι τελείως… χαλαρές, είτε με σπαστικότητα όταν οι χορδές είναι… παρατραβηγμένες. Κι εκεί πάνω στη συνειδητοποίηση, έρχεται και η ερώτηση: «Και τί κάνεις γι’αυτό; Πώς κουρδίζεις έναν ξεκούρδιστο άνθρωπο; Αφού τον βλέπεις καθαρά μπροστά σου, προσπαθεί ο φουκαράς με ό,τι έχει διαθέσιμο γύρω του να πιαστεί, να συντονιστεί με οτιδήποτε τού τάζει καλυτέρευση, αλλά στη προσπάθειά του δυστυχώς το παρακάνει. Τα θαλασσώνει. Στρίβει από δω, γυρίζει από κει, τα μπλέκει και προκοπή δε βλέπει».
Κοιτώ τις οδηγίες μα δεν μπορώ να βγάλω άκρη, γιατί στη μήτρα μου είναι σκοτεινά. Δεν μπορώ όμως να πάω και πουθενά. Απ’έξω είναι τα γκρέμια κι από κάτω η ταραγμένη θάλασσα. «Τι κάνω;» με ρωτώ. Καλή η ανατομία, η φυσιολογία, η νευρολογία και η παθολογία, αλλά δεν είναι κι Ευαγγέλιο. Είναι κι αυτές περιορισμένες. Μέτριες και πλαδαρές θα έλεγα. Άρα, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ψάξω κάπου αλλού. Σε άλλα, δηλαδή, μονοπάτια. Απάτητα ακόμα και συνάμα εύκολα παρεξηγήσιμα. Γιατί με την εσωτερική ενέργεια (energy healing) πολλοί είναι αυτοί που έχουν ασχοληθεί και συνεχίζουν να εμπλέκονται, χωρίς όμως για μένα προσωπικά να προσφέρουν κάτι το ξεχωριστό και ουσιώδες. Άρα, κι απ’εδώ, όπως φαίνεται αδιέξοδος. «Τί κάνω;» με ξαναρωτώ.
Μέσα στη μήτρα μου παλεύω με τον δαίμονα που διαρκώς με κανιβαλίζει, μου τρώει τα σωθικά. Ψάχνομαι λοιπόν κι αναζητώ τρόπους, για να δω πώς μπορώ να κουρδιστώ. Πιάνω τα πράγματα από τη μια, μετά τα γυρνώ από την άλλη. Βουρλίζομαι, φουντώνω και ξεφυσώ σαν ταύρος. Τίποτα. Προσπαθώ να ηρεμήσω και να συγκροτηθώ. Να ρίξω τους τόνους, τις εντάσεις και να σκεφτώ. Οι φορτίσεις όμως είναι υψηλές, το ίδιο οι απαιτήσεις και οι ανάγκες. «Τί κάνω;» συνεχίζω να με ρωτώ καθώς δουλεύω σκληρά. Και τότε…
… το όλον και τη μονάδα απ’όπου αντλείται μια αστείρευτη πηγή ενέργειας. Αυτή που ακούει στ’όνομα… αληθινή αξία! … δεν είμαι παρωχημένος εγώ… φιλόσοφε. Επιστήμονας είμαι. Ο ένας και μοναδικός μέσα στη Βαβέλ. Ο μόνος αυθεντικός. Η αληθινή αξία!
Η αμαρτία είναι η μεγάλη τραγωδία της ζωής. Η σωματική αρρώστια είναι κι αυτή στον άνθρωπο κληρονομιά της αμαρτίας· της πρώτης αμαρτίας των πρωτοπλάστων στον παράδεισο, τότε που τους ξεγέλασε ο διάβολος και τους έβαλε να παραβούν την εντολή του Θεού. Τότε μπήκε η αμαρτία στον κόσμο και μαζί μ’αυτή η αρρώστια κι ο θάνατος· τότε ανατράπηκε η αρμονία της Δημιουργίας του Θεού.
Μα γι’ αυτό ήλθε ο Χριστός, για να καταργήσει το θάνατο και να σηκώσει από τους ανθρώπους το βάρος της κακής κληρονομιάς.
Οι Εβραίοι πίστευαν πως κάθε αρρώστια είναι δίκαιη τιμωρία του Θεού για τις δικές τους αμαρτίες ή των γονέων τους. Για το λόγο αυτό, οι άρρωστοι και οι ανάπηροι υπέφεραν διπλά: βασανίζονταν από την αναπηρία τους, αλλά και από τον κοινωνικό αποκλεισμό που τους επέβαλε η περιφρόνηση των άλλων.
Ο Χριστός βοηθά τους ανθρώπους να δουν διαφορετικά τα πράγματα. Δεν θεωρεί ότι η αρρώστια είναι σταλμένη από τον Θεό ως τιμωρία. Εξηγεί την αρρώστια ως συνέπεια της αστοχίας του ανθρώπου να παραμείνει κοντά στον Θεό. Ως φυσικό αποτέλεσμα της αρχέγονης απομάκρυνσης του ανθρώπου από τη θεϊκή αιωνιότητα, με άμεσο αποτέλεσμα να επηρεαστεί η οριζόντια σχέση με τους συνανθρώπους του (πόλεμοι, φόνοι, αδικία), αφού χάθηκε η κάθετη σχέση με τον Θεό΄ βλέπε αλληγορία της γραμμής.
Με γλαφυρό τρόπο, λοιπόν, ο Ευαγγελιστής Ματθαίος μάς ανάγει στην πόλη της Γαλιλαίας, όταν ο Ιησούς περιόδευε και κήρυσσε εις τας πόλεις και τας κώμας, θεραπεύοντας τους ανθρώπους. Αφού λοιπόν έφτασε στη Γαλιλαία, του μετέφεραν έναν άνθρωπο παράλυτο, κατάκοιτο στο κρεβάτι.
Μία άλλη εκδοχή της ιστορίας είναι ότι εκείνο τον καιρό ανέβηκε ο Ιησούς Χριστός στα Ιεροσόλυμα. Εκεί, κοντά στην πύλη που λέγεται προβατική, ήταν μια δεξαμενή, που στα εβραϊκά λέγεται Βηθεσδά, ενώ στα ελληνικά θα πει «οίκος ελέους», δηλαδή σπίτι της αγάπης, κι είχε γύρω πέντε καμαροσκέπαστα υπόστεγα.
Κάτω απ’ αυτά τα υπόστεγα ήταν ξαπλωμένοι ένα πλήθος αρρώστων, τυφλοί, κουτσοί, παραλυτικοί και περίμεναν την κίνηση του νερού. Γιατί λέει… ‘άγγελος’ από καιρό σε καιρό κατέβαινε στη δεξαμενή και τάραζε το νερό.
Όποιος, λοιπόν, ύστερα από την κίνηση του νερού, έπεφτε πρώτος στη δεξαμενή, αυτός γινότανε καλά απ’οποιαδήποτε αρρώστια.
Ήταν λοιπόν εκεί ένας άνθρωπος, που τριάντα οχτώ χρόνια βασανιζότανε μέσα στην αρρώστια της παραλυσίας του. Αυτόν, όταν τον είδε ο Ιησούς ξαπλωμένο, κατάλαβε πως περίμενε υπομονετικά εκεί για πολύ καιρό, και του λέει…
Coming up next: Masters Of Puppets pt2
Masters Of Puppets pt2
Η παράλυση μπορεί να έχει πολλές μορφές κι αιτίες. Ένα παράδειγμα είναι η Εγκεφαλική Παράλυση (Cerebral Palsy) ή νόσος του Little, η οποία είναι πάθηση του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος (ΚΝΣ, δηλαδή εγκέφαλος, νωτιαίος μυελός και παρεγκεφαλίδα). Εκδηλώνεται με διάφορες κινητικές διαταραχές όπως σπαστικότητα, αθέτωση, αταξία, δυσκαμψία, ατονία, και η οποία ενίοτε αλλά όχι πάντα, συνοδεύεται από διανοητική καθυστέρηση.
Αποτελεί σοβαρό ιατρικό και κοινωνικό πρόβλημα, λόγω της μεγάλης δυσκολίας, αν όχι της αδυναμίας, στη θεραπεία αυτής της σοβαρής παθήσεως.
Τα αίτια της Εγκεφαλικής Παράλυσης ταξινομούνται ανάλογα με την περίοδο της βλάβης. Η βλάβη τού ΚΝΣ, που προκαλεί την Εγκεφαλική Παράλυση, μπορεί να γίνει:
- Αίτια κατά την ενδομήτριο ζωή: Tοξοπλάσμωση (Toxoplasmosis), Ερυθρά (Rubella), Λοίμωξη από Κυτταρομεγαλοϊό (CMV), Έρπης (Herpes), Σύφιλη (Syphilis). Μνημοτεχνικός Κανών: «TORCHES». Υπολογίζεται ότι το 75% των περιστατικών εγκεφαλικής παραλύσεως οφείλεται σε βλάβη του κεντρικού νευρικού συστήματος κατά την ενδομήτριο ζωή.
- Αίτια κατά τον τοκετό: Περιγεννητική ασφυξία, ανοξαιμία του εγκεφάλου κλπ. Η ανοξία κατά τον τοκετό είναι η συχνότερη αιτία Εγκεφαλικής Παράλυσης. Τα πρόωρα παιδιά, έχουν αυξημένες πιθανότητες να πάθουν Εγκεφαλική Παράλυση. Υπολογίζεται ότι το 5% των περιστατικών εγκεφαλικής παραλύσεως οφείλεται σε βλάβη του κεντρικού νευρικού συστήματος κατά τον τοκετό.
- Αίτια μετά τον τοκετό, και μέχρι την ωρίμανση του ΚΝΣ (2-3 ετών): Πυρηνικός ίκτερος των νεογνών, Μηνιγγίτιδα, Εγκεφαλίτιδα, Κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις κλπ. Υπολογίζεται ότι το 15% των περιστατικών εγκεφαλικής παραλύσεως οφείλεται σε βλάβη του κεντρικού νευρικού συστήματος κατά την περίοδο 0-3 ετών.
… «Θέλεις να γίνεις καλά μετά από τριάντα οχτώ χρόνια;»
Του αποκρίθηκε λοιπόν ο άρρωστος: «Κύριε, δεν έχω άνθρωπο για να με βάλει στη δεξαμενή όταν ταραχτεί το νερό· επάνω στην ώρα που πάω να μπω εγώ, άλλος πριν από μένα πέφτει πρώτος.»
Του λέει τότε ο Ιησούς: «Στάσου στα πόδια σου· σήκωσε το κρεβάτι σου και πήγαινε!» Κι αμέσως έγινε καλά ο άνθρωπος και σήκωσε το κρεβάτι του και περπατούσε. Κι ήτανε Σάββατο εκείνη την ημέρα…
Η σπαστικότητα είναι μια χρόνια διαταραχή με μυϊκή δυσκαμψία, μείωση του ελέγχου και λειτουργικότητας των μυών ως αποτέλεσμα μίας ποικιλίας βλαβών του κεντρικού νευρικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένου του τραύματος (traumatic brain injury, spinal cord injury), εγκεφαλικού, CP, σκλήρυνσης κατά πλάκας κα.
Η σπαστικότητα οφείλεται σε βλάβη του πυραμιδικού συστήματος και χαρακτηρίζεται από υπερτονία.
Η ταυτόχρονη βίαιη και ακούσια σύσπαση αγωνιστών και ανταγωνιστών μυών που συμμετέχουν σε μία κίνηση, ευθύνεται για μια ασυγχρόνιστη κίνηση. Η σπαστικότητα συνοδεύεται από κλόνο του ποδιού και αυξημένα τενόντια αντανακλαστικά.
Στην σπαστικότητα παρατηρείται και αυξημένη αντίσταση των μυών στην παθητική κίνηση λόγω υπερενέργειας τού μυοτατικού αντανακλαστικού.
Η αντίσταση συμβαίνει στην αρχή της παθητικής κίνησης και μετά ακολουθεί απότομη χαλάρωση (φαινόμενο σουγιά).
Η σπαστικότητα προσβάλλει πιο έντονα ορισμένους μύες, τους ονομαζόμενους αντιβαρικούς, δηλαδή τους μύες που δρουν κατά της βαρύτητας (καμπτήρες στα άνω άκρα κι εκτείνοντες στα κάτω άκρα), προκαλώντας χαρακτηριστικές στάσεις.
Τα παθολογικά πρότυπα κινήσεων και στάσεων προκαλούν παραμορφώσεις στην σπονδυλική στήλη (σκολίωση, κύφωση), στα ισχία, τα γόνατα και τις ποδοκνημικές…
Ο Χριστός ήξερε πολύ καλά τις ομάδες πίεσης που προσπαθούσαν να επηρεάσουν τα όργανα της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας, τις κλίκες των θαυματοποιών, τις παρέες των miracle workers, τη μαφία των σπηλαίων, τα δρώμενα και τα ύπουλα παιχνίδια που παίζονταν εκείνη την εποχή με το μυαλό.
Ο Ιησούς Χριστός δεν προχωρεί κατά τας γραφάς αμέσως στην ίαση της παραλύσεως, αλλά θεραπεύει λέει πρώτα αυτό που δε φαίνεται, τη ψυχή δηλαδή. Διακρίνει πρώτα μέσα της το πονηρό, το ύπουλο, την ανάπτυξη του κακού, τις δόλιες προθέσεις του. Αναγνωρίζει στη συνέχεια την πλήρη εκμετάλλευση του ανθρώπινου ελαττωματικού. Καταλαβαίνει, τέλος, τον κρυπτοαλγόριθμο που στήνεται μεθοδικά εναντίον Του. Γεγονός που προκάλεσε, φυσικά, στους Γραμματείς πονηρούς λογισμούς, γιατί αυτοί δεν είχαν τις ανάλογες προϋποθέσεις για να αισθανθούν τη δύναμη του Θεού, τη δύναμη του Αγαθού, τη δύναμη της άκτιστης πηγής. Προσηλωμένοι στον εγωκεντρισμό τους, δεν μπορούν να αντικρύσουν, να βιώσουν και να ερμηνεύσουν αυτά που επιτελούσε ο Ιησούς με τον διαισθητικό Του νου. Αυτό που τους εμπόδιζε ήταν ότι δεν είχαν την απλότητα, την ταπεινότητα, την ψυχική Του καθαρότητα, εν ολίγοις τη δύναμη της λογικής, της αληθινής αξίας που είπε: «Έγειρε, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει!». Μάζεψε τα πράγματά σου και σήκω φύγε, με απλά λόγια, όσο το δυνατόν γρηγορότερα γίνεται από κει Υιέ Μου! Είναι παγίδα άτιμη κι από πάνω Σαββατιάτικη. Γονείς, φίλοι, συγγενείς, άρρωστοι, Γραμματείς και Φαρισαίοι θαυματοποιοί, είναι όλοι τους εναντίον σου καλά συνεννοημένοι!
Θαυματοποιοίς: Προφανώς ο Πλάτωνας έχει υπόψη του παραστάσεις θεάτρου σκιών ή νευροσπαστών. Νευροσπάστης είναι αυτός που κινεί με χορδές ή λεπτούς σπάγγους ομοιώματα, κούκλες. Τα ομοιώματα αυτά λέγονταν νευρόσπαστα!!!
Coming up next: Anyway
Anyway
Ισχυρή επιβράδυνση ρυθμού θα ήταν αυτή που ακούστηκε να έρχεται από τα βάθη της καρδιάς μου. Συγκεντρωμένα ουρλιαχτά απ’το καυτό καουτσούκ του μυοκαρδίου μου, που πάνω στο φρενάρισμα βρήκαν την ευκαιρία να ξεχυθούν αλλοπαρμένα στην υγρασία των χνώτων της αναπνοής μου, με σκοπό να’ρθούν στ’αυτιά μου και για ένα τέλος, λέει, να μου μιλήσουν.
Σας το λέω πια με σιγουριά. Και πιστέψτε με, καμία αμφιβολία δεν υπάρχει μέσα μου γι’αυτό. Η άχαρη, σπαστική, παραλυτική στάση της συνείδησής μου, ούτως ή άλλως στα μάτια σας από μόνη της τ’ομολογεί, παραδέχεται και συμφωνεί, κλαίει και περίτρανα σάς το αποδεικνύει. Το στραπατσάρισμά μου αυτό, ακόμη ένας οιωνός σε ένα χαροκαμένο φορείο, πατημένος απ’ την αδιαφορία σας να πιστεύει ακράδαντα πως σύντομα θα πραγματοποιηθεί. Τι αστείο και τραγικό! Κωμωδία και τραγωδία μαζί! Ανεξίτηλος, πάντως, δεν θα μείνει. Ειρωνικό, αλλά σάς το υπογράφω. Μυριάδες άλλες επιβραδύνσεις θα έρθουν για να τον επικαλύψουν. Από πάνω απ’ το κορμί μου θα περάσουν, θα ξεφωνίσουν, κι αφού για τα καλά τον ποδοπατήσουν, στην συνέχεια μαζί του θα με εξαφανίσουν. Το’χω ξαναδεί άπειρες φορές στα μάτια μου το ίδιο έργο ετούτο να συμβαίνει.
Και μετά, είναι κι αυτή η βροχή. Αχ, αυτή η βροχή. Ατέλειωτα ποτιστικά μοιρολόγια που από τον ουρανό θα πέσουν για να τον ξεπλύνουν, τα δικά μου δάκρυα ν’ απομακρύνουν, την αποστροφή από το πάτωμα όπως-όπως παρασύροντας για σας να μετριάσουν. Γιατί όπως το βλέπω, και τώρα για ακόμη μια φορά ένας παρόμοιος κύκλος ολοκληρώνεται. Τ’αναλώσιμα, φθηνά κι ασήμαντα υλικά της πλάσης, ξανά ανακυκλώνονται. Σε βίαιη και αγωνιώδη εξάλειψη υπόκεινται. Σε λερωμένους κάδους απορριμμάτων τον επιθανάτιο ρόγχο με το ζόρι να ρουφήξουν.
Ωραία λοιπόν, από δω και πέρα τι γίνεται; Το ότι δεν είδα στο τούνελ το φως να έρχεται ή αν θέλετε μού ξέφυγε προς στιγμήν το ανεπαίσθητο φεγγοβόλημά του, δικαιολογήστε μου τουλάχιστον πριν το τέλος το σφάλμα μου αυτό. Στο… δρόμο όσα χρόνια και να περπατάς, κατάλαβα πως δεν υπάρχει η περίπτωση μια μέρα να μην σκοντάψεις. Βλέπετε, ο δόλιος παρ’ όλη την εμπειρία μου, παρασύρθηκα. Τα κουρασμένα μάτια μου απ’τα δάκρυα με πρόδωσαν. Ο φακός τους από χρόνια ήταν γραφτό σπασμένος να τελειώσει. Έτσι, έπεσα όπως φαίνεται και ράγισα ανεπανόρθωτα τον σκουριασμένο σκελετό μου.
Λανθασμένη εκτίμηση δυνατοτήτων θεωρώ πια, σε μια άγνωστη του κύβου για μένα γωνιά. Τι κρίμα. Σε σκοτεινό σταυροδρόμι της βρήκα ο ρομαντικός να καταλήξω! Και ρωτώ όλους εσάς, τα μάτια σας τα περαστικά, ετούτα που με απέχθεια με κοιτάνε, και πίσω από τα θαμπωμένα τζάμια της γεωμετρικής κατασκευής βρίσκουν το χρόνο με τα χυμένα έντερά μου να γελάνε, γιατί το κάνετε αυτό, όταν στην ουσία η άμορφη μάζα κρέατός μου σας χαλάει, ε; Μήπως η απτή πραγματικότητα ηχεί σαν δυνατό χαστούκι στην οντότητά σας, αναγκάζοντάς την από τον συντονισμό, σαν διαπασών κάθε φορά, ακατάληπτα να παραμιλάει; Δεν ξέρω.
Άραγε, σε ποιόν λογικό θ’άρεσε ρωτώ ν’ ακούει αντί για μουσική, τ’αγωνιώδη αλυχτίσματά μου, που λες και στάλαξαν από την άλλη μεριά, με σκοπό να’ρθούν απ’την αντίπερα όχθη τη σορό μου να θρηνήσουν; Και πάλι δεν ξέρω. Πάντως, κι εμένα το θέαμά μου για μια στιγμή με χάλασε. Η συνήθεια, όμως, αντιλήφθηκα πως ήταν και είναι για όλους ο μεγαλύτερος γιατρός. Το δυνατότερο αναισθητικό καταστολής των βίαιων γεγονότων. Χρυσό κλειδί για τον παράδεισο απ’την μια, με φθηνό αντικλείδι για την άβυσσο απ’την άλλη, που, σαν φωτογραφικό ενσταντανέ, ξέφυγε από τις σελίδες ενός κοσμικού άλμπουμ και ξέπεσε απ’την επίμονη θωριά μου στο δικό σας το ηλίθιο κεφάλι.
Γιατί αν δεν το ξέρετε ακόμα, όσο ο άνθρωπος κοιτά, τόσο πραγματικά συνειδητοποιεί ότι δεν βλέπει. Ασυναίσθητα απαξιεί και σε αδράνεια βαθιά απ’την λήθη πέφτει. Κώμα ιδανικό, βολικό και άνετο για να κουρνιάσει. Το αδέσποτο αερικό μου, με την απόχη του για άλλη μια φορά απ’τους διαδρόμους της Βαβέλ ν’αρπάξει. Τις γωνίες, τις ευθείες και τις έδρες των βρυχηθμών, με τ’ασαφή, τ’αόριστα και τα αφηρημένα που ασφυκτιούν, αναστενάζουν σε θαλάμους αερίων που από ανθρώπου τα χέρια είναι φτιαγμένοι. Κι εγώ παράταιρος σε όλα αυτά, τ’ ανούσια και τα ευτελή τής δικής σας κτηνωδίας, σαν ένα σκουπίδι που αδέσποτο γυρίζει, την αληθινή αξία μου αναζητώ.
Τέλος πάντων. Ένας κανένας ήμουν όλον αυτό τον καιρό. Πείραμα εφήμερο, που αναίτια στ’οριζόντιο επίπεδο που όλοι εσείς πατάτε και κινείστε πάνω, φθίνει!
Coming up next: The Devil All The Time
The Devil All The Time
Βρε, βρε καλώς τηνα την πέρδικα που περπατεί λεβέντικα! Έλα, πλησίασε πιο κοντά μου να σε βλέπω καλύτερα. Τί έπαθες ξαφνικά; Σε πιάσανε οι ντροπές σου; Ή μήπως κάνεις νάζια; Πλησίασε, δε δαγκώνω. Δε θα σε φάω καλή μου, μήτε και θα σε λιθοβολήσω με τη… φιλοσοφική λίθο! Όχι. Κουβεντούλα θέλω να κάνουμε. Να πούμε τα πίτσι-πίτσι μας σαν φιλενάδες σε προσκαλώ. Να κουτσομπολέψουμε μωρέ, ξέρεις εσύ. Το σπορ το γνωστό στο οποίο επιδίδεσαι με πάθος εδώ και χρόνια. Μιλάμε κορίτσι μου δεν παίζεσαι. Δίνεις ρέστα ατελείωτα. Σκοράρεις, βλέπω, σε κάθε αγώνα που δίνεις για να επικρατήσει η ιστορία σου. Έλα το λοιπόν, κάτσε κοντά μου. Θα ψήσω καφεδάκι, θα κεράσω γλυκό του κουταλιού και τσιγαράκι. Και μετά, θα ρίξουμε μια πασιέντζα και μια κλεφτή ματιά στα… κατακάθια. Να δούμε τί λένε τ’άστρα, τα όνειρα, τί λένε οι οιωνοί, τί λέει η τι-βι, τί λένε τα σκουπίδια. Θα χωρίσει η κόρη της γειτόνισσας, θα την κλείσουν στο τρελάδικο, θα της πεθάνει τελικά ο άντρας από καρκίνο του προστάτη, θα συννεφιάσει, θα φυσήξει για ν’απλώσεις τα βρακιά του αφέντη άρχοντα μνηστήρα, θα χιονίσει ή τελικά θα βρέξει… κεφτέδες;
Έλα, μη με φοβάσαι. Εδώ βλέπω στα αρχεία μου ότι έχεις λέει βιογραφικό σπουδαίο. Ντουβάρι, ξύλο απελέκητο, στραβόξυλο, τενεκές ξεγάνωτος, μυαλό κουκούτσι, τζούφιο, καμμένο, κλούβιο αυγό, τούβλο, βούρλο, στόκος, στουρνάρι, κωθώνι, ανεπρόκοπη, ακαμάτρα, τεμπέλα, λολή. Μιλάμε εσύ κορίτσι μου θα πρέπει να είσαι ο κλώνος της Μαρί Κιουρί, η Μανικιουρί, δεν εξηγείται αλλιώς. Μιλάμε για λαμπρό στραβάδι, ε, συγγνώμη, πνεύμα ήθελα να πω, με σωρό από αντισυμβατότητες, φθονερούς υποστηρικτές, φανατικούς χαφιέδες και ηλίθιους λακέδες συμβουλάτορες!
Αααα, θα θυμώσω. Άρχισες την κλαψούρα τώρα; Κοίτα, δεν μ’αρέσουν εμένα τα δάκρυα, οι μύξες και τα σάλια. Μη τα σπαταλάς άδικα. Δεν επιθυμώ με τίποτα να μου ξεπλύνεις τα πόδια με την υποκρισία σου. Να μου λείπει. Σε θέλω μοναχά δυνατή, ωσάν βράχο. Καλή ώρα όπως είσαι όταν επηρεάζεις, μαγεύεις, πλανεύεις, παραμυθιάζεις και μπουρδουκλώνεις τους πάντες με το στόμα σου… Μαρία Μαγδαληνή και Φραγκογιαννού μαζί εσύ εκδοχή σύγχρονη της μυθικής Μέδουσας. Έλα, σταμάτα, να κοίτα, κρατώ… μη σκιάζεσαι, δεν είναι μαχαίρι, χαρτομάντηλο είναι για να σκουπίσεις τα βουρκωμένα ματάκια σου.
Μπράβο, πάρ’το, έτσι σε θέλω εγώ, λεβέντισσα. Μαντάμ σουσου επαναστάτρια!
Και για να’χουμε καλό ρώτημα, τί μαγείρεψες σήμερα στο… Hell’s Kitchen σου; Είμαι περίεργος να μάθω. Είδα στα γραφτά ότι είσαι και χρυσοχέρα, πανάθεμά σε, με μεγάλη λέει αγάπη για το… ‘μαγείρεμα’ γενικότερα. Μωρέ για δες ταλέντα. Εσύ τέκνο μου χαραμίστηκες. Χαντακώθηκες άδικα. Αλλά τέλος πάντων, τί τα ψάχνεις τώρα αυτά. Όσο περισσότερο τα σκαλίζεις, βρωμάνε και ζέχνουν τ’άτιμα. Το λοιπόν, σ’ακούω. Κακίες αυγολέμονο, κατάρες φρικασέ, ψέματα γεμιστά, μπούρδες στο φούρνο, μάγια τηγανιτά ή μαζευτήκατε τα κορίτσια και φτιάξατε κάτι με… κάρυ όλες;
Διαβάζω εδώ πράγματα σπουδαία, αγάπη. Δουλειές με φούντες. Έχεις δημιουργήσει από μόνη σου λέει ολόκληρη γκαλερί από καθρέφτες. Προβολές σου, δηλαδή. Ό,τι δεν τολμούσες να πεις, ό,τι δεν είχες το θάρρος να ξεστομίσεις, όποιο σαράκι φαρμακερό έκρυβες για τους άλλους καλά κρυμμένο στο υποσυνείδητό σου, ό,τι θα ήθελες γενικότερα να ξεράσεις, αλλά για λόγους κάλυψης, για τα τύποις, τα προσχήματα ή από τον υπέρμετρο φόβο που σε κυρίευε σαν διάολος, βλέπω πως τα φόρτωνες αθεόφοβη όλα χωρίς καμία ντροπή, χωρίς κανένα δισταγμό, χωρίς κανένα ίχνος ντροπής, οίκτο, την παραμικρή ευαισθησία ή φιλότιμο, στα στόματα τρίτων.
Άλλους έβγαζες μπροστά να φαίνονται οι κακοί της υπόθεσης κι εσύ ήσουν καλά κρυμμένη πίσω απ’τις δικές τους πλάτες. Αυτούς χρησιμοποιούσες για να ερεθίζεις την κοινωνία και να συνεχίζεται έτσι με αμείωτο ρυθμό το σατανικό σου σχέδιο. Έβαζες λόγια αγαπητή και λέρωνες υπολήψεις. Ω, ναι. Δημιουργούσες με ψεύτικα στοιχεία, δίχως, εννοείται, αποδεικτικά, με αλλοιωμένες, παραποιημένες, διαστρεβλωμένες, μαγειρεμένες εν ολίγοις πληροφορίες, μίση, έριδες, βεντέτες και διχόνιες.
Πω, πω, πω. Μεγάλο το κακό. Κατέστρεφες μεθοδικά με το σάπιο σου το στόμα προσωπικότητες. Τις ξέσκιζες, τις μόλυνες ανεπανόρθωτα με τα δικά σου πάθη. Τις δηλητηρίαζες θανατηφόρα με τον διαστρεβλωμένο σου νου, το δικό σου λίγο. Το τίποτα, το λάθος που είσαι. Κι από πάνω, είχες και το θράσος να θες να βγαίνεις πάντα λάδι. Να τα φέρνεις, δηλαδή, από δω, να τα φέρνεις απο κει, με τούτα και με κείνα στο τέλος να είσαι εσύ η καθαρή και όλοι οι άλλοι από πάνω μέχρι κάτω λερωμένοι. Τίγκα στη ρετσινιά και το φαρμάκι. Κατράμι απ’τα δικά σου ψέματα, τις κόνξες και του μυαλού σου τον εφιάλτη.
Και μετά σου λένε ότι φταίει η αγελάδα για την καταστροφή του όζοντος. Λάθος! Εδώ η επιστήμη σφάλει. Εδώ είναι μονόφθαλμη, μεροληπτική και κυκλώπεια εγωϊστική. Η αγελάδα είναι άγιο ζώο και δεν φταίει ο αερισμός της. Όχι, κατηγορηματικά! Ο αερισμός από άτομα σαν και του λόγου σου ευθύνεται για την περιβαλλοντική ζημιά. Εσείς και ο οχετός που βγάζετε απ’το στόμα σας προκαλεί τη βλάβη στο οικοσύστημα. Κι αυτό γιατί έχετε αντιστρέψει τους πεπτικούς πόλους. Έχετε φέρει τον πρωκτό στο στόμα και το στόμα στον πρωκτό. Σπουδαία πράγματα. Απ΄όποια μεριά και να το δεις το φαινόμενο αυτής της μαγνητικής αντιστροφής, παίρνεις το ίδιο αποτέλεσμα. Ακαθαρσίες παντού! Εσείς δεν μιλάτε, αλλά αερίζεστε κι αφοδεύετε διαρροϊκά ασυστόλως.
Αλλά δεν πειράζει χρυσή μου. Αυτό που μετράει είναι ότι είσαι πια φανερή. Βγήκε στην επιφάνεια η… θανατηφόρα επιπλοκή της μαυρόψυχης ύπαρξής σου! Τώρα σε ξέρουν και οι πέτρες τί κουμάσι είσαι. Τί καπνό φουμάρεις και πόσο φθονείς. Τί μέρους του λόγου είσαι και τί αβυσσαλέο σκοπό έχεις. Μου αρκεί και μου περισσεύει φαρμακερή οχιά, ξεδιάντροπη νυφίτσα, μουσίτσα του κερατά, βρωμούσα και μουχρίτσα.
Κοίτα το λοιπόν με το… ‘ματάκι’ σου το πονηρό, το τσακίρικο που σκανάρει από τη μέση και κάτω, στο φερμουάρ και στον καβάλο, το δικό μου ΜΑΤΙ τώρα με προσοχή και άρχισε να μου λες τί σου δείχνει!
… έεετττσσσιιι λοιπόν, κάνοντας πρόχειρα τον απολογισμό, έχουμε και λέμε πως από τον Άρη, τον Ερμή, την Αφροδίτη και τον Ποσειδώνα, μέχρι τον Δία, τον Ουρανό και τον άμοιρο τον Κρόνο, στο τέλος μονάχα ένα τεράστιο και σκοτεινό νέφος από τα νεκρά κύτταρα των εκτεταμένων εγκαυμάτων τους που δεν καταβροχθίστηκαν απ’τη ρουφήχτρα απέμεινε για ενθύμιο να αιωρείται άναρχα παντού, και να κατευθύνεται στροβιλιζόμενο πού αλλού, από ντουγρού προς το κέντρο τού πάλαι ποτέ ηλιακού συστήματος και τους υπαίτιους βασικά αυτής της μεγάλης καταστροφής. Τη μητέρα Γη και την παράνομη σχέση της με τον δορυφόρο της. Αυτές τις δυο που απ’ τα ανομολόγητά τους, τη διαστροφή, την παρέκκλιση από καθετί το φυσιολογικό, τ’ ακραία πειράματα αλλά και τα κάθε λογής έκτροπα της διαμάχης τους, έφεραν στο σύμπαν τα πάνω κάτω…
Συνέχισε! Δε νομίζω ότι σου είπα να σταματήσεις!
…όοοτττααααννν κάποια στιγμή μετά από πολλούς αιώνες κόπασε η ατέλειωτη καυστική βροχή, καταλάγιασαν οι θυελλώδεις άνεμοι, μέρωσαν τ’ άγρια κύματα, αποτραβήχτηκε η φουρκισμένη κοσμική παλίρροια, έκατσαν τα κάρβουνα, σβήσανε οι τεράστιες φωτιές, υποχώρησε αισθητά ο καύσωνας και γενικά ο λυσσαλέος χαλασμός που προκάλεσαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, έφεραν τότε με τον ελαφρύ λίβα σαν κόλαφο απ’ του Θεού το χέρι την αποκάλυψη κι όλη τη φρίκη αυτής μαζί που εκκολάπτονταν κι εκκολάπτονταν για χρόνια μεθοδικά κάτω από τούτη την κοσμική αντάρα…
Στοπ. Ως εδώ τρελή. Αρκετά, σουπιά μελανοφόρα!!
Coming up next: Doctor Death
Doctor Death
Καλώς όρισες αγαπητέ μου… συνάδελφε, μεγάλε και τρανέ ψυχίατρε, της Βαβέλ εσύ μοναδικέ αδέκαστε ιεροεξεταστή. Καλώς ήρθες στα μέρη τα γνωστά που φτιάχνεται η γίδα βραστή. Σ’αυτά που από πάντοτε απέφευγες όπως ο διάολος το λιβάνι, γιατί σου βρώμαγε το λίπος και σου κάθονταν βαρύ στη μύτη τής σάρκας το χαρμάνι.
Πέρασε μέσα στα παρακατιανά. Ευπρόσδεκτος είσαι στα δικά μου τιποτένια. Έχω κρασί σπουδαίο να σε φιλέψω. Από σοδειά φθηνή, σταφύλι σαπισμένο, που τσαλαπάτησα τον μούστο του και βγαίνει από τότες πικραμένο.
Χολή απ’το δικό σου το συκώτι αστείρευτη κερνώ. Σαπούνι να πλυθείς απ’τον χειρότερο όλων πάτο. Χαρίζω αψέντι ισχυρό κι αθανασία. Ελευθερία της ψυχής με μια του σώματος ευθανασία.
Έλα, λοιπόν, λαμπρό μου εσύ καμάρι. Εδώ, στο λάκο τον τρισάθλιο και βρωμερό. Στο τελευταίο της αυτοκρατορίας σύνορο, στον ύστατο σφιγκτήρα. Στο μέρος που μαζεύονται λογιών τα κατακάθια. Όλα του κόσμου τ’άχρηστα, όλα τ’απόβλητα και μολυσμένα. Όλα εκείνα που εγώ δεμάτια από σάβανα τα κάνω και τα σφίγγω με σκληρό ζωστήρα.
Και δεν στο κρύβω πως λυπάμαι που σε βλέπω σε αυτά τα μαύρα χάλια. Λυπάμαι ειλικρινά, που έφτασες στο μέρος όπου καίω τα ρεμάλια. Θρηνώ, πενθώ και σαν κοράκι από κάρβουνο φτιαγμένο, τα δάκρυά μου χύνω επάνω σου πετρέλαιο για προσάναμα σε τούτο το ακραίο της ζωής κατώφλι. Καθώς χαμένος κυριολεκτικά εσύ, στα μάτια μου φαντάζεις εύθραυστος σαν του αυγού το τσόφλι.
Κι αναρωτιέμαι τώρα που σε βλέπω από κοντά, τώρα που η αλβουμίνη απ’το ασπράδι σου έσφιξε και τα φτερά της λεκιθίνης σπάσανε σ’αμέτρητα κομμάτια, πώς ήρθα κι εγώ μαζί σου απ’τη ζέστη και μετουσιώθηκα. Πώς έγινε εγώ ο… Δόκτωρ Θάνατος, θωρώντας σε, να σκιάχτηκα.
Εγώ που είμαι της καταπακτής ο άρχων. Της διαστολής ο αφέντης. Εγώ που είμαι της φωτιάς ο κύρης και της σορού σου ο επίσημος συνθέτης. Εγώ που ορίζω της Βαβέλ το πύρινο κλουβί. Ο υπεύθυνος για να πατά στην ώρα του το κόκκινο κουμπί. Αυτός που έτσι απλά σε περνά στην άλλη διάσταση λουσμένο μες τη στάχτη.
Μάλλον θα φταίει η άγρια μορφή, η αλλόκοτη ύπαρξή σου. Αυτή που μοιάζει να τραβά απόκοσμο, σε μένα, φράχτη. Δεν εξηγείται διαφορετικά. Σε άγνωστο χωράφι ξάφνου βρέθηκα. Σκιάχτρο μπηγμένο εγώ, που όλα γύρω του αναίτια μαραζώνουν.
Νεκρά στο μέρος μου πλησιάζουνε γιατρέ τα ξεχασμένα. Κατάχαμα σέρνουν τα κουφάρια τους για μένα, και μέσα από το μάταιο, ανατριχίλες πάνω μου απλώνουν.
Μα μη στεναχωριέσαι εσύ για τούτο που σε μένανε συμβαίνει. Μη μου χαλάς εσύ το όνειρο που πάω με κόπο να σου φτιάξω. Όσες φοβέρες κι αν μου προκαλείς, εγώ αμετακίνητος θα μείνω. Στη θέση μου ακλόνητος ο καρβουνιάρης. Ακούνητος εδώ, της λαίλαπας φρουρός, που να το ξέρεις ζωντανό θα’ρθώ όπου να’ναι να σε κάψω.
Αυτή την οδηγία έχω μωρέ. Αυτή την εντολή από ψηλά. Από διευθύνσεις ισχυρές κι από ανώτερα κλιμάκια. Αργά και βασανιστικά μού είπανε να σε τελειώσω.
Μέσα σε ουρλιαχτά ατέλειωτα το τελευταίο… ποίημά σου επαναστάτη ν’αποτεφρώσω.
Κοίτα λοιπόν τα μάτια μου. Κοίτα με προσοχή την άβυσσό τους. Δες τις φωτιές που αιώνια μαίνονται στου Δάντη τις κολάσεις! Δες, δεν είναι πια για σένανε ληστή διπρόσωπε τίποτα, με μια ανάσα μόνο να τις πιάσεις!
Coming up next: Tunnel Vision
Tunnel Vision
Θεέ μου, βοήθα με στην αγωνιά μου αυτή, την ύστατη στιγμή, να πιστέψω με όλη μου τη δύναμη πως η βλάβη μου είναι τελικά… αναστρέψιμη!
Μέσα στο τούνελ μου θαρρώ πως αρχίζω να βλέπω λίγο φως, να νιώθω πως ο κόσμος δεν είναι πια μικρός και τόσο μα τόσο περιορισμένος από λέξεις και συμπεριφορές, που μας οδηγούν στους ίδιους και τους ίδιους ανούσιους δρόμους. Δεν μπορεί λέω να γυρίζουμε ξανά και ξανά στον ίδιο κύκλο, χωρίς ποτέ ν’αποφασίζουμε να πάρουμε μια έξοδο απ’αυτή τη βολική, μουδιασμένη στροφή, η οποία μέρα με τη μέρα μάς αποχαυνώνει΄ χαζοί και τρελοί να οδηγούμαστε στην ολοκληρωτική εξάλειψη. Το τίποτα μετά, το τίποτα ύστερα, το τίποτα αύριο, το τίποτα στον αιώνα τον άπαντα. Όχι! Απ’το τούνελ μου το αρνούμαι. Τάσσομαι ενάντια σ’αυτή την επιβολή της εξαθλίωσης που μου επιβάλλεται από ποιον τελικά; Από μένα τον ίδιο, που αφήνεται σ’αυτή τη λαίλαπα, τη χίμαιρα, που εγώ μες το μυαλό δημιουργώ, για να με κατασπαράξει.
Άκου! Εγώ γεννώ τη ζωή, εγώ φέρνω το θάνατο και το σκουλίκι για να με ανακυκλώσει. Εγώ θέτω φραγμούς κι εγώ γκρεμίζω ουρανούς και φέρνω δίπλα μου αγγέλους για να με συντροφεύουν. Να με στηρίξουν και να μου πουν πού και ποια είναι η πληγή. Πού και ποια είναι η στερεμένη πηγή. Αυτή η οποία σταμάτησε να αιμορραγεί τη ζωή και την ανάγκη για ανάκαμψη, επειδή εγώ ίσως έτσι να το αποφάσισα, με το ν’αρνούμαι κατηγορηματικά μέσα μου ότι υπάρχει λύση.
Ναι, ναι! Εγώ έβαλα τελικά το στερητικό ‘’Α’’ μπροστά από το… δυνατόν. Εγώ με βούλωσα. Εγώ με φίμωσα. Εγώ με ακρωτηρίασα. Εγώ με έκανα αυτό που είμαι. Εγώ με εξευτέλισα σε τέτοιο βαθμό, που τυφλός πια περπατώ. Εγώ μού άνοιξα τα βλέφαρα κι εγώ μού έκαψα με φλόγες τα μάτια. Εγώ είμαι αυτός που μ’έκλεισα ως Μινώταυρο σε τούτον τον κύβο. Εγώ είμαι αυτός που πέταξε τα σκουπίδια και τη βρωμιά πάνω στην πληγή, πάνω στην πηγή, θάβοντας σα θεριό ανήμερο καθημερινά με συμπεριφορές και στάσεις, αυτή της την ανάγκη για ανάταση. Για λευτεριά απ’το κλουβί που επιβάλλει η κάθε της στιγμή όταν περνάει ανεκμετάλλευτη, απαρατήρητη. Όταν γλιστράει και χάνεται μέσα στην ίδια της τη φύση. Το αόριστο απ’το αόρατο που ξεσηκώνει το αφηρημένο. Να περνάει, δηλαδή, και ποτέ για μια στιγμή στο λογισμό να μένει. Να μη σταματάει για λίγο εδώ να την αισθανθώ, να την πιάσω, να τη μυρίσω, να τη δω και μετά μ’ένα φιλί στο υποσυνείδητο να την απαθανατίσω. Καθώς το νιώθω πως θα γυρνάει ξανά και θα γυρνάει μέχρι να περάσουνε όλες οι στιγμές και να σβήσω με μια ανάμνηση θολή, με βιτριόλι ποτισμένη, επειδή ποτέ μου δεν κατάλαβα αληθινά το τέρας τα όσα μού χαρίστηκαν.
Όχι!!! Θ’αντισταθώ. Θα παλέψω να χαρώ. Να νιώσω πως αυτά που έχω είναι πολλά, αμέτρητα κι ανυπολόγιστα. Ο έρωτάς μου, οι καρποί του κι εγώ ο δημιουργός τους. Αυτά είναι όλη η ζωή. Η δύναμη που εκδηλώνεται και με κυκλώνει. Με τρέφει με τη φωτιά και με απλώνει με τη θάλασσα ως τα άστρα. Με διογκώνει ως τον κοσμικό ορίζοντα και μετά με ξεβράζει πέρα από τα όριά του.
Coming up next: In Need
In Need
Εκεί σκέφτομαι λοιπόν να πάω να πετάξω κάθε αρνητική σκέψη, λέξη και ενέργεια. Εκεί που είναι κατά πως φαίνεται μακριά. Για να προλάβει η πληγή στο μεσοδιάστημα να γιάνει, και η πηγή ν’αρχίσει να ρέει από μέσα της τη δύναμη για ζωή. Αυτή την ενδιάμεση παύση που υπάρχει μεταξύ της γέννησης και του θανάτου. Εκεί όπου μέσα αναπτύσσονται όλα. Τα πάντα. Και μέσα απ’αυτά φουντώνουν τα όνειρα, αστράφτουν τ’αστέρια, φωτίζει ο ήλιος, φέγγει η σελήνη και καταλαβαίνεις ότι κάποιος σ’ακούει, κάποιος σε βλέπει και σε παρακολουθεί πίσω από ένα συμπαντικό φινιστρίνι!
Κάθε βήμα που κάνεις, κάθε πτώση, κάθε χτύπο της καρδιάς κι ανάσα που παίρνεις, μετριέται (συν) και συνάμα αφαιρείται (μείον) απ’αυτό το κενό, την παύση μεταξύ των άκρων. Των συνόρων που έχουμε μπλεχτεί και δεν λέμε να νοήσουμε πως ναι, υπάρχει μέσα μας Θεός και δε γνωρίζει από καλούπια, φράχτες, τείχη, φυλακές, μήτρες, γεωμετρικές επιφάνειες, πλευρές και γωνίες. Καθότι όλα γύρω Του νιώθω πως απλά θα πρέπει να υπάρχουν και να ρέουν σε μια μορφή άκτιστη που μπορεί κάλλιστα να συγκριθεί μ’αυτή του αγιασμού. Μ’αυτή του κοσμικού παλμού. Του ρυθμού και του συγχρονισμού που θέλει όλα να’ναι ρευστά, πλαστικά κι ευμετάβλητα. Όχι στερότυπα, όχι προκαθορισμένα, προβλεπτά, ανιαρά κι ανούσια΄ όχι, δηλαδή, ανθρώπινα. Μα θεϊκά φτιαγμένα. Από κουκίδες διάσπαρτες και φωτισμένες που ταλαντευόμενες στο παντού και το πάντα, κανείς δεν έτυχε ποτέ του να τις δει, να τις καλωσορίσει και μ’έναν βαθύ αναστεναγμό, να τις στείλει νοητά εκεί που υπάρχει πραγματικά… ανάγκη!
Έλα, ανάγκη μου εσύ με το υγρό σου σώμα να μου σηκώσεις τώρα τα χέρια ψηλά για να σ’αγγίξω, να’ρθω σε επαφή μ’αυτή σου την παγκόσμια λαμπρή επιδερμίδα, ώστε ν’ανατριχιάσω απ’τη χαρά, ν’αγαλλιάσω απ’τη συγκίνηση. Έλα, ανάγκη μου εσύ με ταπεινό κερί να φωτίσεις το δικό μου το σκοτάδι. Έλα! Εδώ είμαι και σε καρτερώ. Εδώ. Σ’αυτή, την άλλη, και σε όποια ακόμα μού αναλογεί ζωή. Έτοιμος είμαι να σε υποδεχτώ και να σ’ενσωματώσω. Έλα, ανάγκη μου εσύ. Πολέμησε μαζί μου, γίνε για χάρη μου η ασπίδα, για μια στιγμή η ελπίδα, η κοφτερή λεπίδα, κι ευλόγησε ετούτο τον αγώνα μου με της πηγής σου την πρώτη ανθισμένη ηλιαχτίδα!
Μέσα απ’το ζουρλομανδύα μου σκάβω και σκάβομαι. Ανοίγω τρύπες κι ανοίγομαι σε δρόμους διαφορετικούς, εξωπραγματικούς. Δρόμους αλλιώτικους, που ο κοινός νους τούς κατατάσσει μ’ευκολία στους τρελούς, στους παλαβούς, στους λοξούς κι αλαφροΐσκιωτους. Δεν μ’ενοχλεί καθόλου η άποψη των ηλιθίων. Είναι επιτακτική ανάγκη να ξεφύγω απ’τον κανόνα. Όποιος τον Κύριο πρόλαβε, είπε ο σοφός. Αν το κατάλαβες, έχει καλώς. Αν όχι, τότε ό,τι έσπειρες θα θερίσεις. Οι πράξεις σ’αυτή τη διαμόρφωση, σ’αυτό το εξελικτικό στάδιο, θα ηχούν και θα σε συνοδεύουν αιώνια. Οι λογικοί μίλησαν. Τα είπαν. Η γνώση κατέβηκε. Το φως της απ’τον Προμηθέα σκορπίστηκε. Όποιος έσπευσε να το λουστεί, ανήκει στους τυχερούς. Οι λοιποί, ας μείνουνε δεσμώτες με τους μιαρούς. Τους καταραμένους που ορίζουν τις κολάσεις!
Coming up next: Purgatory
Purgatory
Αργά κυλάει το κορμί στην τρύπα της αβύσσου
Αργά σταλάζει κι η ψυχή μη το ξεχνάς θυμήσου
Όπως το δάκρυ που’σκασε στην κόγχη του ματιού
Με πόνο ενσωματώθηκε το δηλητήριο του φιδιού
Μια ανάσα μοναχά δεν φτάνει να σε σώσει
Ο θάνατος κανένανε δεν έτυχε ποτέ Του να λυτρώσει
Μη το σκεφτείς λοιπόν να Τον παρακαλέσεις
Όσα κι αν έχεις να Του πεις χειρότερα θα προκαλέσεις
Σταμάτα ν’αγωνίζεσαι σταμάτα και να κλαις
Κατάλαβε το λάθος σου κατάλαβε ότι φταις
Είναι αργά για γυρισμό τα πόδια έχουν φουντώσει
Ο δρόμος θα’ναι δύσκολος ο Ήλιος έχει πια κορώσει
Μεγάλη αναπτύσσεται στο σώμα αδυναμία
Μικραίνει της καρδιάς η άναρχη ταχυπαλμία
Αυξάνεται η ανάγκη της για λίγη ηρεμία
Τελειώνουν τ’αποθέματα το αίμα της γυρνά σε αναιμία
Τώρα θαρρώ πως καίγεται της φύσης σου ο χώρος
Κοίτα τον καρβουνιάρη δίπλα σου γελάει σα νεωκόρος
Το χαίρεται το νιώθει το βλέπει πια σταφιδιασμένο
Το απόκρυφο για σένανε είναι καλά καρβουνιασμένο
Σαρδόνιο γέλωτα έχει η μούρη του που μοιάζεις με αράπη
Αρεία φυλή ονειρευόσουνα τις τρως γερά από σατράπη
Τραγούδι εύθυμο έπιασε στα χείλη να σφυρίζει
Μπουνιές επάνω στο ρεφραίν στη μούρη σου γυρίζει
Μην προσπαθείς με τις φωνές το άγριο να δαμάσεις
Θηλιά είναι αυτές τον εαυτό σου να κρεμάσεις
Το άλογο του Χάροντα ποτέ δεν θα το πιάσεις
Τη συμφορά που σου’ρχεται μην το σκεφτείς να την κεράσεις
Δέντρο ξερό καταραμένο δέντρο χαροκαμένο
Στην άβυσσο μονάχο του κει κάτω κείτεται θαμμένο
Μπηγμένο μες τα Τάρταρα διαρκώς παρακαλεί
Μία σταγόνα της βροχής μια ηλιαχτίδα Του πορτοκαλί
Κι αντί γι’αυτά η λάμψη από την αστραπή οργιάζει
Καίγονται όλα καίγονται μια νέα κόλαση χαράζει!!
End of Season Two
Dark Sails
… dark sails to punctus; moveo to Nemo (not any person: nobody, no one).
Anagrams
Mone: From Middle English monien, from Old English monian, manian (“to bring to mind what ought to be done, urge upon one what ought to be done, admonish, warn, exhort, instigate, bring to mind what should not be forgotten, remind, suggest, prompt, tell what ought to be done, teach, instruct, advise, claim, demand, ask of a person, think, remember”).
Meon: From Ancient Greek μῆον (mêon), probably from μεῖον (meîon, “lesser”) for its small size.
Omen: Something which portends or is perceived to portend either a good or evil event or circumstance in the future, or which causes a foreboding; a portent or augury. A thing of prophetic significance. Synonym: Prophecy: From Middle English prophecie, from Old French prophetie, from Latin prophētīa, from Ancient Greek προφητεία (prophēteía, “prophecy”), from προφήτης (prophḗtēs, “speaker of a god”), from πρό (pró, “before”) + φημί (phēmí, “I tell”).
Apollo is the Olympian god of the sun and light, music and poetry, medicine, healing and plagues, prophecy (oracular god as a patron of Delphi) and knowledge, order (orthogonality) and beauty (golden spiral/ratio), archery and agriculture. An embodiment of the Hellenic ideal of kalokagathia, he is harmony, reason and moderation personified, a perfect blend of physical superiority and moral virtue. A complex deity who turns up in art and literature possibly as often as Zeus himself.