QuanDoom Entanglement

«Ααααχχ!!!», φώναξε με όλη του την δύναμη στην ύστατη σφυριά, και αμέσως χωρίς να το καταλάβει λιποθύμησε. Στα μετακάρπια των χεριών, αλλά και τα μετατάρσια των ποδιών του, είχαν βγει ματωμένες σχίζες οστών, διασταυρωμένες να βρίσκονται στην επιπλεγμένη μορφή του κατάγματος τους με τις αντίστοιχες μυτερές σκλήθρες του ξύλου, και εκεί να περιμένουν ακούνητες το επόμενο άγριο ξέσπασμα για να απαλλαγούν οριστικά με το πλήγμα του απ’το αίμα που καθόταν σαν δάκρυ πάνω στην κατεστραμένη τους εικόνα. Ο εκλυόμενος πόνος απ’το ανοιχτό τους τραύμα ήταν τόσο οξύς και διαπεραστικός, που στην ανεξέλεγκτη διάχυσή του είχε προκαλέσει μια μαζική καταστολή στον κεντρικό άξονα διανομής των αισθήσεων, φέρνοντας μάλιστα με την σάρωση ακαριαία και μια αναμενόμενη νοητική διακοπή, η οποία εκτός του ότι ήταν αναγκαία, ήταν συν της άλλης και λυτρωτική, καθώς με μια περαιτέρω διατήρηση της αβάσταχτης οδύνης, ήταν σίγουρο απ’την σωματική κακοποίηση να κατέληγε, πριν καν προλάβει ακόμα καλά-καλά ο σταυρός Tου να σηκωθεί κι ορθός πλέον να μπήγεται στο χώμα.

«Στην αρχή μου θα βρίσκεται πάντα το τέλος μου!»

Κανείς δεν ξέρει να πει για πόσο είχε μείνει σε αυτή την ανακουφιστική θέση καταστολής, σε αυτή τη θέση αναμονής, γιατί από την ακατάσχετη αιμορραγία το σώμα του ξεθώριαζε συνεχώς, αφήνοντας του σε κάθε διαρροή, σε κάθε χρωματική του διαφυγή, ένα πεθαμένο λευκό να τον τυλίγει, όμοιο ακριβώς με αυτό του άσπρου που διαθέτουν συνήθως τα σάβανα ταφής, με την διαφορά όμως ότι στο πέρασμα της ώρας αυτό το σάβανο αντί ν’αστράφτει, να φωτίζει με την ιδιαιτερότητά του το άψυχο κορμί μιας αναστάσιμης ψυχής, άρχιζε ολοένα να σκουραίνει, να παίρνει ένα βαθύ μολυβί, όμοιο μ’εκείνο τού αγριεμένου ουρανού, και κάτω από την θυμωμένη του έκφραση να εγκλωβίζει βασανιστικά την ανάμνησή Του.

Στην κακοποιημένη του δερματική επιφάνεια έπεφταν σωρηδόν σταγόνες, όχι όμως μιας λυτρωτικής βροχής, αλλά ενός θρήνου μιας υπερβατικής αντιστροφής, η οποία είχε ξεκινήσει από την πρώτη στιγμή του μαρτυρίου Του, και βυθισμένος σ’ένα δικό του αποκάρωμα χωρίς όνειρα να το πλαισιώνουν, σε μια υπνοφαντασία χωρίς καμία έμπνευση, καρφωμένος γερά σε έναν εφιάλτη, ακούνητος απλά δεχόταν τις τοξικές τους επιδράσεις. Τα στίγματα –να πει κανείς– μιας λανθασμένης απόφασης κι επιλογής. Να κατέβει κάποτε στα χαμηλά, για να βάλει λογική σε μια κοινωνία από ηλίθια υποκείμενα!

… στο Θεϊκό μου κώμα σού ζητώ σταμάτα να φωνάζεις, σταμάτα να παρακαλάς και στα ουράνια να με ψάχνεις. Ο ουρανός δεν είναι τοξικός, στο ξύδι είναι βουτηγμένος. Το στόμα του δεν είναι ερμητικά κλειστό, το χέρι του θανάτου το’χει φιμωμένο. Δεν είσαι εσύ μονάχα ξεχασμένος, δεσμώτης καταδικασμένος. Είμαι κι Εγώ εγκαταλειμμένος, σε μια βουνοκορφή ενός τόπου μαρτυρίου σταυρωμένος. Όλα τα χρόνια τα δικά σου, μονάχα μια στιγμή για μένα. Της προδοσίας η βαρύτητα τα κάνει όλα παραμορφωμένα. Στην τρέλα της διαστρέβλωσης, η αλήθεια μου υποφέρει. Και μέσα στον ορυμαγδό, ο νους μου λογική γυρεύει. Σταμάτα να φωνάζεις, σταμάτα να παρακαλάς και στα ουράνια να με ψάχνεις. Της καταδίκης μας η διεμπλοκή, σφραγίστηκε από προδότη. Από του όχλου τη φωνή, τον εφιάλτη του κακού τους, ο δολοφόνος γλίτωσε σε μια στιγμή, κι εγώ έμεινα να μαστιγώνομαι από το άδικό τους. Ο ουρανός δεν είναι τοξικός, στα Τάρταρα είναι πεταμένος. Λιθοβολείται διαρκώς, κι εγώ μονάχος στον σταυρό νιώθω ακυρωμένος. Το ένα ΜΑΤΙ μου κοιτάει αυτούς, και τ’άλλο μου εσένα. Και μέσα σ’όλο ετούτο το κακό, μηδενικά ατενίζω ολούθε και πουθενά το ένα. Αβάσταχτος να είναι ο πόνος σου φωνάζει ένας χριστιανός, σαν ένας άλλος καταραμένος παπαγάλος. Σταμάτα να φωνάζεις το λοιπόν κι εσύ, σταμάτα να παρακαλάς και στα ουράνια να με ψάχνεις. Ο ουρανός, κατάλαβε, δεν είναι τοξικός, απλά μαζί μας και αυτός αργοπεθαίνει. Γιατί του θανάτου μας η διεμπλοκή, απ’των ανθρώπων τα καρφιά και τα δεσμά είναι φτιαγμένη! 

Leave a Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *