Παντοκράτορα του κόσμου Εσύ, μεγάλε Βασιλέα! Της αστραπής τη δύναμη ζητώ, τη λάμψη και το σθένος, για να διαλύσω από μπρος μου οριστικά αυτό, το άγριο είδωλό του και το μένος. Η αρρώστια που μου προκαλεί μες το μυαλό και όλη την ύπαρξή μου, ακόμα και τώρα Πατέρα που μονολογώ, σαν δηλητήριο με σαπίζει όλο. Το άτιμο δεν έχει όριο, το καταχθόνιο μέτρο. Οι ορθωτήρες μύες των τριχών, σηκώνουν και το φόρτο των νευρώνων. Μιλώ για ένα πράγμα ακατανόμαστο. Για έναν καθρέφτη πλάνο. Η αντανάκλασή μου επάνω του, τη φρίκη με κερνάει. Ατέλειωτος ο φόβος, που στο στομάχι μου ξερνάει. Ο λογισμός μου έχει καταντήσει έρμαιο, βορά μες τις διαθλάσεις, σαν πεινασμένες μέδουσες ορθώνονται απ’το πουθενά, το τίποτα μπροστά μου οι προεκτάσεις. Από τα άπειρα σκοτάδια, το άπατο πηγάδι, μια οπτασία ανύπαρκτη, απατηλή, απλώνει αιώνια τής λησμονιάς το παραγάδι. Με περιπαίζει ο δαίμονας, διαρκώς με ενοχλεί. Σκοπός του είναι να με πάρει, στο δίχτυ του φαντασιώνει τη ψυχοσύνθεσή μου να σπαρταράει σαν το ψάρι. Με χάδια γδέρνει το αφιλότιμο, με νύχια αρπακτικού σε ξεπετσιάζει, το είναι σου ρουφά μ’ένα φιλί προδότη, για να του ξεστομίσω κρεμασμένος αυτό που εκείνο έχει γραμμένο για εμένα τον δεσμώτη. Ζωή ανύπαρκτη, μνήμη άγνωστη, πληροφορία μη καταχωρημένη. Θέλει να βγάλω, δηλαδή, πράγματα απ’τον νου μου ξένα. Δικές του ουσιαστικά αναμνήσεις. Λεπρές εκρήξεις, αναφλέξεις μιαρές, μεταδοτικές και καταστρεπτικές παράνοιες. Όλα τ’ανομολόγητα του κόσμου που έρχονται με κύματα στα βράχια, επάνω μου το απόκοσμό τους προσπαθεί να μου φορτώσει. Το βάρος είναι αβάσταχτο, συνθλίβονται τα κόκαλά μου. Η ράχη μου τσακίζεται, τα γόνατα λυγούν, ο αυχένας μου τεντώνεται, ο άτλας εξαρθρώνεται, τα νεύρα μου σκυρτούν. Στα χέρια του η κεφαλή μου βλέπω είναι ξεριζωμένη, το πρόσωπό μου ωχρό, αλύπητα με τις γροθιές του το παιδεύει, εγώ απλά κοιτώ και απορώ. Θεατής στον τρόμο γίνομαι, ανύμπορος να αντιδράσω. Ανείπωτη η ευχαρίστηση που έχει να μαγαρίζει, καταλήγω μονάχα να εκφράσω. Να αλλοιώνει ό,τι Εσύ δημιούργησες, και στο τρομαχτικό ταξίδι του χαμού, απλά να το απολαμβάνει. Καταστροφή αναζητά εθισμένο, και μέσα του οργιάζει το πεθαμένο. Τα πάντα επιδιώκει να χαλά, τα πάντα να υποφέρουν, στιγμή γαλήνης να μη βρίσκεται, παρά μια τρικυμία ολούθε. Υπάρχουν, βέβαια, και στιγμές που χάνω τον εαυτό μου. Παράλυτος στα βράχια σέρνομαι και θέλω να πεθάνω. Στα πόδια του γονυπετής να πέσω και να παρακαλώ για έλεος σαν τον ζητιάνο. Με τα μάτια δακρυσμένα να ζητήσω την συγχώρεσή Σου, και για την ανθρώπινη ατέλειά μου, στα χέρια του να παραδώσω την ψυχή μου. Δεν το αντέχω άλλο ετούτο το φριχτό μαρτύριο. Ετούτο το ατέρμονο πικρό ποτήριο. Δεν είμαι εγώ Πατέρα δυνατός, ατρόμητος και θαρραλέος. Δεν έφερα εγώ απ’την άβυσσο το φως της αστραπής στον κόσμο, το έκλεψα, είπαν, ο τρωτός, μ’αυτό είναι ένα άθλιο ψέμα. Εγώ είμαι ένας ποταπός, φθαρτός, μικρός μπροστά σε Σένα, και βγάζω όπως όλοι άλλωστε, απ’τις πληγές μου αίμα. Ποτέ μου δεν θα έφτανα στην κορυφή που στέκεις, ολόλαμπρος με τ’αετίσια χρυσά φτερά το Δημιούργημά Σου να ελέγχεις. Τη στρέβλωση, το ψέμα, ο κόσμος το’χει κάνει νόμο. Την τάξη που επέβαλες με λογική στην πλάση, στων αναμνήσεών τους τη χωματερή τη βρίσκεις πλέον μόνο. Σκουπίδι παραπεταμένο, που ξεχασμένο κείτεται στου χρόνου τη φθορά και ξεφτίζει τιποτένιο. Άθλιοι είναι όλοι τους, αχάριστα τομάρια. Τον Χάρο θέλουνε να δουν, για να θερίσει τη ψυχή και να τους παλουκώσει τα κουφάρια. Εχθροί ξεφτιλισμένοι όλοι τους, μες στο βασίλειο σαν μνηστήρες σεργιανάνε. Σ’αυτό που έχτισες με βάσανο Εσύ, αυτοί τρώνε, πίνουνε κι απ’τα κόπια σου κερνάνε. Απολαμβάνουν όλα τ’αγαθά, τα όμορφα, όλα τα τακτοποιημένα, κι αφού τελειώσουνε μεσάνυχτα τα γλέντια τους, ξεχνάνε μες τη μέθη τους κι Εσένα. Την κόψη απ’το δρεπάνι αξίζουνε, την άλλη όψη της μορφής Σου. Όμως για εμένανε, το πύρινο σπαθί θυμήσου. Δεν είμαι εγώ κριτής, μήτε κι ο κοσμοσείστης. Στο περιθώριο έχω εκδιωχθεί, στης λήθης τα παιχνίδια. Όνειρα είχα κι εγώ, τα κάνανε συντρίμμια. Με πλάκωσε του κόσμου όλου η επιθυμία, να φέρω αιώνια επάνω μου τα δεσμά απ’του Γολιάθ την εξορία.
Coming up next: Le Reveil Du Soleil