Κάθομαι ξανά, σα να’ναι ψέματα, στο ίδιο ακριβώς σημείο απ’ όπου και πρωτοξεκίνησαν όλα, εννοώντας εδώ με τη λέξη “όλα”, την απίστευτη δοκιμασία στην οποία κάποιοι γνωστοί και άγνωστοι προς εμένα με υποχρέωσαν με το ζόρι να ζω μέχρι και σήμερα. Και με μια απίστευτη οργή στα μάτια, βασανισμένος όσο ποτέ άλλοτε, για πρώτη μου φορά είμαι αποφασισμένος ν’αναμετρηθώ με αυτό το αναθεματισμένα ανθεκτικό λάθος, που σαν τη νυχτερίδα κρεμασμένο ανάποδα πάνω από τούτο τον ανθρωποφάγο τόπο, δε σταμάτησε στιγμή να ξερνάει αίμα και ν’αφοδεύει σάπιες σάρκες και φθαρμένα κόκαλα. Και ξέρω καλά πως τώρα που μονολογώ, μ’ακούει. Το νιώθω να τραβάει αργά και μεθοδικά τα ρημαγμένα μου ποδάρια που κρέμονται έρμαια πάνω απ’την άβυσσο του, για να υπενθυμίζει κατά πως φαίνεται στον ξεχασιάρη νου μου την ελιοτική ρήση που έλεγε ότι: «Στην αρχή μου θα βρίσκεται πάντα το τέλος μου!».
Στο ίδιο λοιπόν ακριβώς μετερίζι που δοκιμάστηκα, σε τούτο το ανεμοδαρμένο κι αφιλόξενο κομμάτι γης που φυλακίστηκα, δεσμώτης γίνομαι ξανά ενώπιον ενός καλά κρυμμένου Δημιουργού, σε μια ύστατη προσπάθεια να ξεμπλέξω το μίτο που έχει γίνει πια κουβάρι μέσα μου. Χρόνια αναζητώ απεγνωσμένα να βρω μιαν άκρη για να ελευθερωθώ από τούτο το αβάσταχτα σκοτεινό, παραμορφωμένο, διαστρεβλωμένο, βασανιστικό, εφιαλτικό και χαιρέκακο κολαστήριο. Μάταια, όμως. Όσο κι αν υψώνω τη φωνή, ζητώντας γονατιστός απ’τον ουρανό μια λύση, εκείνος τοξικός αδιαφορεί και κρατάει το στόμα του επτασφράγιστα κλειστό. Γεγονός που με κάνει όσο περνάει ο καιρός και απόκριση δε παίρνω, να πιστεύω πως για μένα δυστυχώς, φαρμακωμένη θα πρέπει να κείτεται η ελπίδα. Νεκρή, μες της Πανδώρας το κουτί με τοξικούς αφρούς να βγαίνουν απ’τα σωθικά της, και μέρα με τη μέρα, χρόνο με τον χρόνο να μεταμορφώνονται έξω απ’ τ’ανοιχτό της στόμα σ’ ανατριχιαστικά φίδια, τα οποία θέλουν να συρθούν όσο το δυνατόν πιο μακριά, μπας και στο τέλος καταφέρουν να ξεγελάσουν τη βροχή, για να τα κατεβάσει ψιχάλες καταπάνω μου να έρθουν να με πνίξουν!