Paradise (1) Lost (0). Άραγε, γιατί; Τί έφταιξε για αυτό το κακό. Σίγουρα ένας μυστήριος παράγοντας είναι ο υπαίτιος, ο υπεύθυνος τής όλης υπόθεσης. Κι αναρωτιέμαι τώρα, ποιος; Κι αμέσως μού έρχεται στο νου η απάντηση. Μα φυσικά ο άγνωστος χ, όπως πάντα. Και ποιος μπορεί να βρει με τί θα μπορούσε να ισούται αυτός ο άγνωστος χ, όταν δεν έχει από πού να ξεκινήσει; Σύνθετα τα πράγματα. Ξέρεις τί είναι να έχεις μόνο ένα χ σε αυτή τη ζωή, κι ετούτο το χ να είναι άγνωστο; Τρέλα. Τα χάνεις, και μαζί με το μυαλό, χάνεις και τον… παράδεισο!
Αν, λοιπόν, υποθέσουμε πως ο παράδεισος είναι το άπαν, τα πάντα όλα, η ολοκλήρωση, ο ένας και μοναδικός σκοπός τού καθ(ενός), τότε ο χαμένος παράδεισος είναι τί;
Για να μπορέσει αυτή η υπαρξιακή, φιλοσοφική ερώτηση να απαντηθεί εν συντομία κι απλοϊκά, θα πρέπει να μετατραπεί σε μια λογική πρόταση. Άρα, εάν ο παράδεισος (π) ισούται με το όλον, τότε ο χαμένος (χ) παράδεισος (π), δηλαδή ο {χ – π}, θα πρέπει λογικά να ισούται με το τίποτα, ήτοι 0.
\iff (if and only if) π = 1 => χ – π = 0. Συμπερασματικά, ο “μυστήριος” χ είναι το μηδέν!!
Το μηδέν τώρα, αν αρχίσω να το αραδιάζω υπό την εξής μορφή: [0000000000000000000000], τί θα μπορούσε να καταλάβει κανείς; Θεωρώ ένα τίποτα (0), πάλι. Μια επαναλαμβανόμενη, ίσως, συστάδα από αριθμητικά ψηφία που δεν βγάζουν κανένα νόημα παρά μόνο για τη μηχανή και την τεχνητή της νοημοσύνη η οποία δύναται να τα καταλαβαίνει σ’αυτή τους την έκφραση. Επομένως, για τη φυσική, την ανθρώπινη νοημοσύνη, μηδέν εις το πηλίκο! Αν όμως αυτό το μηδέν το διαιρούσα, τί θα γινόταν; Ένας χωρισμός -ας πούμε- του τίποτα; Δεν θα το έλεγα ακριβώς. Κι αυτό γιατί η διαίρεση του μηδέν(ος) μπορεί να έχει κάλλιστα χαρακτήρα γραμματικό, και όχι φιλοσοφικό ή αποκλειστικά αριθμητικό.
Το μηδέν, ως λέξη, μπορεί να χωριστεί σε δύο συλλαβές: μή δέν. Το μή, μη, είναι το αρνητικό μόριο που εκφράζει άρνηση που προκύπτει από σκέψη, επιθυμία. Μη, δεν πρέπει, μη, δεν είναι σωστό, μη, δεν θα σε ωφελήσει, μη, δεν το γνωρίζεις, μη, δεν κάνει καλό, μη, δεν είναι ηθικό, μη, δεν είναι τίμιο, μη, δεν είναι αγαθό, μη, δεν είναι ενάρετο, μη, δεν είναι ορθό, μη, δεν είναι λογικό, μη, δεν είναι αληθινό, μη, δεν είναι ανθρώπινο, μη, δεν είναι υγιεινό, μη, δεν είναι του χαρακτήρα σου, μη, δεν του/της αρέσει, μη, δεν επιτρέπεται, μη, δεν το θέλει, μη, δεν το μπορεί, μη, δεν το έχεις καταλάβει σωστά, μη, δεν το έχεις, μη, δεν σου κάνει καλό, μη, δεν το νιώθω, μη, δεν μπορώ άλλο, μη, δεν το αντέχω, μη, δεν είναι τίποτα το σπουδαίο, μη, δεν θα στο συγχωρήσω, μη, δεν είναι αυτό που σου λένε, μη, δεν είναι αυτό που νομίζεις κοκ. Το οὐ από την άλλη, εκφράζει κι ετούτο άρνηση που προκύπτει από κατηγορηματική δήλωση, πραγματικό γεγονός, δηλ. το μή υποδηλώνει ότι κάποιος επιθυμεί να μην ισχύει κάτι, με το οὐ, ότι δεν ισχύει.
Και ρωτώ, πόσα “μη δεν” συσσωρεύονται σε ένα λεπτό, σε μία ώρα, μία μέρα, μία εβδομάδα, ένα μήνα, ένα χρόνο; Πόσα από αυτά τα συνειδησιακά μηνύματα, τα ενδογενή σήματα και τις διαισθητικές ενέργειες του ορθολογικού νου στο τέλος εισακούονται; Και πόσα επιφωνήματα αποδοκιμασίας -ουουουουου- χρειάζεται κανείς που αγνοεί συνειδητά και ακυρώνει με κάθε έννοια το μηδέν, ε; Δεν ξέρω. Αυτό όμως που γνωρίζω με σιγουριά, είναι ότι το μηδέν αποτελεί αρχέτυπον πληροφορία. Να τη σβήσεις, δεν μπορείς. Απλά η εγωιστική, αρνητική (-)άρνηση πάνω στη συμβουλευτική, προστατευτική, προληπτική, λογική, θετική (+)άρνηση που εμπεριέχεται στο μηδέν ως αφηρημένη έννοια, είναι το βασικό πρόβλημα. Αυτό το αντιδραστικό πρόσημο στο φαινόμενο μηδέν γενικώς που συγκεντρώνεται εκθετικά, γεωμετρικά, μαθηματικά, χρονοβιολογικά ή όπως αλλιώς θες πες, είναι το πραγματικό λάθος και όχι το μηδέν ως αυτό καθεαυτό. Και από καταβολής κόσμου, μια διαρκής υπενθύμιση εκπέμπεται κι εκπέμπεται κι εκπέμπεται προς αποφυγή αυτού τού αρνητικού πρόσημου. Όσο, λοιπόν, περισσότερα τα “νοθευμένα” -πιο σωστά- μηδέν, τόσο πιο πολλά και τα πιθανά σφάλματα, τόσο μικρότερη και πιο αδύναμη η αλήθεια, όλο και πιο χαμένος (0) τελικά στον ορίζοντα μακριά από τον παράδεισο (1)!!