Elysium
Archangel
Παρακαλώ, μετά την απαραίτητη εισαγωγή, κοιτάξτε με προσοχή μέσα από την τρύπα όχι του λαγού, αλλά της παλάμης μου και πείτε μου τί βλέπετε. Σας ακούω!
”White Angels”
Έκανε κρύο! Πολύ κρύο. Κι ο παγωμένος αέρας τού χιονιά έμπαινε σχεδόν ανενόχλητος από τις χαραμάδες των παραθύρων μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, λικνίζοντας με χάρη την ξεφτισμένη κουρτίνα, που έμοιαζε θαρρείς όπως κουνιότανε να χαϊδεύει απαλά ένα ξεχαρβαλωμένο κρεβάτι, μ’ ένα στρώμα φθαρμένο, ένα μαξιλάρι μαδημένο και μια τρύπια κουβέρτα, κάτω απ’ την οποία όμως κοιμότανε κουλουριασμένο ένα μικρό αγόρι. Που ούτε παιχνίδια είχε, ούτε βιβλία και παραμύθια, ούτε φίλους για να παίζει, μα ούτε ακόμα–ακόμα κι ένα φως επάνω στο ταβάνι για να βλέπει τριγύρω του όταν ερχότανε το απόβραδο και μετά απ’ αυτό το παγερό σκοτάδι. Παρά μονάχα για συντροφιά τα κρύα βράδια του ατέλειωτου χειμώνα είχε την λάμψη απ’ τα όνειρα του, τα οποία όταν ήτανε θλιμμένος, καλή ώρα όπως και σήμερα, για παρηγοριά τον έπαιρναν για λίγο στην αγκαλιά τους, μακριά από τούτο το καταθλιπτικό δωμάτιο. Αυτό που απ’ τα χρόνια πια, έσταζε κάθε φορά τη φθινοπωρινή βροχή, αλλά και το λιωμένο χιόνι ακριβώς επάνω στο σάπιο πάτωμα, το μαξιλάρι, την κουβέρτα και το κοντοκουρεμένο του κεφάλι.
“Όπου να’ ναι πλησιάζουνε Χριστούγεννα!”, σκέφτηκε σε μια στιγμή το αγόρι και πετάχτηκε όρθιο. “Γι’ αυτό κι εγώ πρέπει να κάνω αμέσως κάτι. Κάτι όμορφο που θα δώσει χαρά στον μπαμπά, τη μαμά και τη μικρή μου αδελφή. Δώρα για παράδειγμα, ένα πλούσιο τραπέζι και μια ατμόσφαιρα γιορτινή. Όπως ακριβώς αυτή που έχουνε τα σπίτια λίγο πιο κάτω απ’ το δικό μας. Και βλέποντάς τα, άθελα μου τα ζηλεύω.
Αλλά πάλι… αν πραγματικά απόψε θέλω κάτι το ιδιαίτερο και ξεχωριστό, δεν πρέπει να μείνω αδρανής. Όχι! Πρέπει να το παλέψω. Να το διεκδικήσω και να μη μείνω μοναχά στη σκέψη και τα λόγια. Νομίζω πως όλα γίνονται αληθινά αν το θες πραγματικά μέσα από την καρδιά σου. Κι άλλωστε, τι με σταματάει; Όλοι τώρα… κοιμούνται. Ευκαιρία, λοιπόν, να τους κάνω μια μεγάλη έκπληξη!”.
Με αργές λοιπόν κινήσεις σηκώθηκε από το κρεβάτι, μάζεψε προσεχτικά ένα–ένα τα πεταμένα του ρούχα απ’ το πάτωμα και ντύθηκε στο φτερό, για να προλάβει έτσι όσο ακόμα υπήρχε ο χρόνος να κατέβει στην αγορά, να πάει στα μαγαζιά και ξοδεύοντας τις κρυφές οικονομίες του, να κάνει τί άλλο, απ’ το… όνειρο του πραγματικότητα.
«Είσαι έτοιμος; Το λοιπόν, πάρε τον κουμπαρά σου κι εξαφανίσου. Φύγε όσο ακόμα έχεις καιρό. Γιατί σε λίγο το κρύο θα είναι αφόρητο, και το όνειρο θα μείνει απραγματοποίητο!», μονολόγησε και έπεσε με μιας στα γόνατα, ψάχνοντας στο πάτωμα τη συγκεκριμένη σανίδα, κάτω απ’ την οποία υπήρχε κρυμμένος ο μικρός του θησαυρός.
«Εδώ είσαι!», είπε περίχαρος καθώς τον κρατούσε γερά στα χέρια. «Εσύ μικρό κουτί απόψε θα μας κάνεις όλους ευτυχισμένους. Αφού θα δώσεις το γέλιο πίσω ξανά στα μαραμένα χείλη τής οικογένειάς μου».
Γύρισε πίσω και κοίταξε το ξεχαρβαλωμένο του κρεβάτι με τα φθαρμένα στρωσίδια και το μαδημένο μαξιλάρι που εξακολουθούσαν ακόμα όλα μαζί παρέα ένα κουβάρι να παίζουνε με την ξεφτισμένη κουρτίνα κρυφτό μες στο σκοτάδι. Και πραγματικά τώρα, για πρώτη φορά όλα εκεί μέσα στο δωμάτιο έμοιαζαν στα μάτια του αλλιώτικα. Είχαν μια έκφραση να πει κανείς αστεία, και όχι μελαγχολική όπως συνήθως. Βέβαια, το κρύο όπως πάντα, όπως κάθε άλλο χειμώνα άλλωστε, είχε διαφορετική γνώμη. Δεν αστειεύονταν, δηλαδή, ποτέ. Πάντοτε ήτανε τσουχτερό και ανυπόφορο. Τόσο, που έκανε την αναπνοή του να διαγράφεται πεντακάθαρα στον αέρα κάθε που την έβγαζε ζεστή μέσα απ’ το στόμα.
«Μπρρρ!!!», είπε και φύσηξε με δύναμη ζεστό αέρα στις φούχτες του. «Εσύ παιδάκι μου δεν υποφέρεσαι με τίποτα. Φίλος δεν πιάνεσαι. Μα καλά, θα’ θελα να’ ξερα, θα μαλακώσεις ποτέ σου; Τόσο πολύ σου αρέσει να με παιδεύεις; Δεν βλέπεις ότι τα ρούχα μου είναι παλιά; Δεν βλέπεις ότι φορώ κουρέλια κι ότι τα παπούτσια μου είναι τρύπια; Τι να σου πω. Είσαι άκαρδο τελικά! Αυτό μονάχα πια καταλαβαίνει το μικρό μου το κεφάλι».
Περπάτησε στις μύτες των ποδιών, σα κλέφτης ένα πράμα, μην τυχόν και τρίξουν, κάνουνε φασαρία τα σαπισμένα σανίδια από κάτω του και καταλάβουν οι γονείς του ότι είχε σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Κι όταν τελικά έφτασε στην πόρτα, έβαλε το αυτί του επάνω της και αφουγκράστηκε το τι πιθανώς μπορεί να γινότανε από πίσω της. Όμως, για καλή του τύχη, κανείς δεν τον είχε ακούσει να σηκώνεται. Χαμπάρι δε είχαν πάρει. Οι πάντες μες στο σπίτι όπως φαίνονταν ήτανε ακόμα σε βαθύ ύπνο. Όλοι και όλα γαλήνια και μακάρια κοιμόντουσαν τον ύπνο του δικαίου. Μάλιστα, ακόμη και το παλιό ρολόι στο τοίχο είχε αποκοιμηθεί, σταματώντας έτσι τους δείκτες του από το να γυρνούν. Γεγονός, που του έδινε βέβαια το πράσινο φως ν’ ανοίξει τώρα προσεχτικά την πόρτα, να βγει με αργά βήματα στο διάδρομο, να περάσει αθόρυβα το δωμάτιο των γονιών του, να κατέβει ανάλαφρα τη σκάλα, να φθάσει στην εξώπορτα, να την ανοίξει σιγά και να πεταχτεί τότε τροχάδην έξω.
… Κατηφορίζοντας, λοιπόν, κάποια στιγμή με τα πολλά το δρόμο, τα πόδια του έμπαιναν για καλά μέσα στο χιόνι. Βλέπεις, όλη αυτή του η χρονοτριβή, είχε αναγκάσει τελικά τον κουρασμένο ήλιο να αποκοιμηθεί βαρύς επάνω σε μια βουνοκορφή, αφήνοντας έτσι ελεύθερο τον παγωμένο αγέρα να φέρει γρήγορα–γρήγορα στον ουρανό γκρίζα, βαριά σύννεφα που έριχναν πλέον ασταμάτητα στα ρούχα και το κεφάλι του τα παγωμένα τους δάκρυα.
“Ελπίζω να προλάβω κι εγώ με την οικογένεια μου απόψε να χαρούμε όπως όλος ο κόσμος τον ερχομό του μικρού Χριστού!”, σκέφτηκε σταματημένος έξω από ένα σπίτι. Ένα σπίτι που έβγαζε μέσα απ’ τη καμινάδα του όλη τη θαλπωρή, όλη την αγάπη, την στοργή, την φροντίδα, την σιγουριά, την ασφάλεια και την χαρά. Συναισθήματα, αναμφίβολα, για τον ίδιο τώρα πρωτόγνωρα. Μοναδικά. Μια ανεπανάληπτη χαρμονή, η οποία πάλι αναμιγνύονταν με τις υπέροχες μυρωδιές απ’ το γιορτινό τραπέζι, όλων των λογιών δηλαδή τις λιχουδιές, τα εδέσματα, αλλά και το φεγγοβόλημα αυτό απ’ τα πολύχρωμα λαμπιόνια, τυλίγοντας τον έτσι αργά μέσα σε ένα κουκούλι ζεστό, απ’ το οποίο δεν ήθελε να βγει, καθώς του απάλυνε τον πόνο απ’ την ψυχή και του έδιωχνε το κρύο απ’ το ξυλιασμένο του σώμα.
Το χιόνι όμως είχε αρχίσει να γίνεται πιο πυκνό. Έπεφτε και έπεφτε δίχως σταματημό, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να συνειδητοποιήσει ότι είχε φτάσει μέχρι τα γόνατα του. Τότε, ανοιγόκλεισε κανα δυο φορές τα μάτια, κι αφού διέλυσε με κάπως άκομψο τρόπο την ονειροφαντασία του, συνέχισε και πάλι το δρόμο του για τη πόλη. Για τα μαγαζιά βασικά, που τον περίμεναν όπως ήθελε να πιστεύει για να ξοδέψει τα λεφτά του σε δώρα μέχρι και την τελευταία δεκάρα. Κάπου–κάπου όμως, σταματούσε και έριχνε πίσω του μια ματιά. Και πάντα δυστυχώς αντίκριζε το ίδιο ακριβώς πράγμα. Την ίδια ανατριχιαστική αντίθεση. Το σπίτι του θεοσκότεινο να θάβεται κυριολεκτικά σαν ερείπιο κάτω από τις λευκές νιφάδες χιονιού. Μια εικόνα που του έφερνε ασταμάτητα δάκρυα στα μάτια. Δάκρυα τα οποία έβγαιναν ζεστά και κατέληγαν κατεψυγμένα απ’ τα μάγουλα μπροστά στα πόδια του σα μικροσκοπικά διαμάντια, βγαλμένα αυτά μέσα από τα έγκατα της πονεμένης του καρδιάς.
«Όλα θ’ αλλάξουνε απόψε!», φώναξε κάποια στιγμή με δύναμη για να το πιστέψει. Και ξαναγύρισε μπροστά, αρχινώντας πεισμωμένος με δυσκολία και πάλι το περπάτημα.
Νύχτα πια έφτασε στη πόλη το αγόρι. Όταν οι μαγαζάτορες δυστυχώς άρχιζαν σιγά–σιγά ο ένας μετά τον άλλο σα συνεννοημένοι μπροστά στα μούτρα του να κατεβάζουνε ρολά. Αφού έβλεπαν τώρα καθαρά ότι η αξιόλογη, η… καθώς πρέπει, η προνομιούχα αλλά και πάνω απ’ όλα … φορτωμένη πελατεία τους πλέον ήταν λιγοστή. Κι όσο μάλιστα περνούσε η ώρα, κι ο επερχόμενος χιονιάς γινόταν ολοένα πιο απειλητικός από πάνω, τόσο περισσότερο οι… τυχεροί τσιρίζοντας, μάζευαν πανικόβλητοι τις ξέχειλες σακούλες με τα δώρα, τραβούσαν τα κακομαθημένα παιδιά τους όπως–όπως απ’ τα χέρια και σκορπούσαν στους γύρω δρόμους και τα στενά που περίμεναν πάλι με τις μηχανές τους αναμμένες σειρά τα πολυτελή τους αυτοκίνητα.
Μια κατάσταση αναμφίβολα γύρω του κάπως τρελή. Απ’ την άλλη όμως και λογική. Μιας και υπήρχε η πιθανότητα αν αργούσαν έστω και λίγο παραπάνω, να εγκλωβιστούν τότε και να μην καταφέρουν ποτέ να γιορτάσουν όλοι μαζί σαν οικογένεια με φίλους και συγγενείς τη γέννηση του μικρού Χριστού.
Την αλήθεια απόψε, μονάχα ένας τρελός θα τολμούσε να κονταροχτυπηθεί στα ίσια με την κακοκαιρία. Με τα μεγάλα, τα βαριά και άγρια σύννεφα που έσερναν ξοπίσω τους αμέτρητες βροντές και αστραπές. Ή πάλι ένας πολύ απελπισμένος, όπως ήτανε ο ίδιος.
Βλέποντας τότε αυτή την κατάσταση, έτρεξε αμέσως στην πρώτη εύκαιρη βιτρίνα που είδε με χριστουγεννιάτικα δώρα. Τώρα, έπρεπε να είναι γρήγορος. Πολύ γρήγορος. Χρόνο άλλο διαθέσιμο για χάσιμο δεν είχε. Τα περιθώρια είχαν στενέψει αρκετά. Είχε αργήσει. Και οι καταστηματάρχες έκλειναν, κι ένας–ένας έφευγαν κι αυτοί. Ήταν γεγονός. Βιάζονταν να φύγουν. Γι’ αυτό το λόγο κι έσβηναν άρον–άρον και τα φώτα. Διότι ο αγέρας γύρω λυσσομανούσε σα θεριό ανήμερο. Καθώς σχεδόν μονάχος πια, ανενόχλητος περνούσε τρέχοντας μέσα από τα έρημα στενά, τα μαγαζιά και τη μικρή πλατεία, θεριεύοντας έτσι ολοένα και πιο πολύ εμπρός τους.
Με μια γρήγορη ματιά, σάρωσε όλα τα παιχνίδια και κατέληξε τελικά για την αδελφή του πρώτα σε μια κούκλα που είχε αγγελικό πρόσωπο, λυγερή κορμοστασιά, ένα μεταξωτό φουστάνι κι ένα στέμμα πριγκιπικό, με διαμάντια και πολύχρωμα πετράδια να στολίζουν τα μακριά ξανθά της μαλλιά.
«Αυτήν θα πάρω για τη μικρή μου αδελφή!», είπε και πριν προλάβει να χαρεί, είδε πιο κάτω, πάνω δηλαδή στο πόδι της, την τιμή να δεσπόζει μεγαλοπρεπής και να του φωνάζει: «Όχι, όχι. Είμαι ακριβή! Μακριά από μένα εσύ. Δεν βλέπεις καλέ ότι δεν κάνω εγώ για σένα; Ψάξε αλλού. Γιατί δεν έχει τόσα χρήματα ο κουμπαράς σου ώστε να με κάνεις δικιά σου!!!».
Ξαφνικά, ο κόσμος γύρω του κατέρρευσε. Και στην εύθραυστη, τη πληγωμένη του ψυχή γινήκανε ακόμα περισσότερα ραγίσματα, απ’ τα οποία έβγαιναν σαν τον ατμό σωρό τα συναισθήματα. Απογοήτευση, πικρία και ένα μεγάλο γιατί! Ένα παράπονο δηλαδή, που σήκωνε τα φθαρμένα του τα ρούχα κι άφηνε τον αέρα να μπαίνει φουριόζος και να τον παγώνει.
“Όλα θ’ αλλάξουνε απόψε!”, θυμήθηκε όμως ότι είχε ξεστομίσει. Με αποτέλεσμα έτσι χωρίς να το πολύ σκεφτεί, αμέσως σαν το ελατήριο να πεταχτεί στην ακριβώς διπλανή βιτρίνα. Μόνο που αυτή για κακή του τύχη δεν ήτανε τόσο… φανταχτερή, καθώς πίσω από τη σκόνη και την εγκατάλειψη, έκρυβε παλιά, μεταχειρισμένα παιχνίδια. Και μάλιστα τόσο κακοποιημένα, που έλειπαν από πάνω τους ολόκληρα κομμάτια. Παρόλα αυτά όμως, δεν απελπίστηκε. Δεν αποκαρδιώθηκε. Δεν το έβαλε όπως και πριν κάτω. Αλλά αντιθέτως όλος χαρά τη σάρωσε ξανά από πάνω έως κάτω, και κατέληξε στο τέλος σε μια κούκλα που αν και της έλειπε ευτυχώς μόνο ένα πόδι, ήταν τουλάχιστον από όλες τις άλλες η πιο όμορφη. Όπως επίσης και η μόνη που ήταν ντυμένη. Κι ας ήταν –δεν πειράζει– αυτό που φορούσε όμοιο μ’ ένα κουρέλι. Όμοιο ένα πράμα με τα ρούχα του. Στο φινάλε, του αρκούσε που είχε επάνω της ένα χρώμα. Ξεθωριασμένο μεν απ’ τον χρόνο, αλλά τέλος πάντων ένα χρώμα.
«Αυτήν θα πάρω για τη μικρή μου αδελφή, κι ας είναι… χτυπημένη!», είπε και μπήκε αμέσως μέσα στο μαγαζί των χρησιμοποιημένων και φθηνών παιχνιδιών για την κάνει επιτέλους δική του.
… Και ελάχιστα λεπτά μετά, ήταν και πάλι στο δρόμο με την πρώτη του αγορά, με το απόκτημα του φυλαγμένο σε μία χάρτινη σακούλα, περίχαρος να τρέχει και να την επιδεικνύει, λες και είχε κάνει τώρα το μεγαλύτερο κατόρθωμα στη ζωή του.
Στη συνέχεια ωστόσο, χωρίς καθυστέρηση, κίνησε για να βρει δώρο για τη μητέρα του. Το πρόσωπο που υπεραγαπούσε όσο τίποτε άλλο στην πλάση. Αφού ήτανε ο άνθρωπος που τον είχε φέρει στη ζωή. Αυτή που του είχε χαρίσει ζωντάνια, μια ευαίσθητη ψυχή και μια μεγάλη καρδιά η οποία με κάθε χτύπο της, σκορπούσε απλόχερα και έραινε τον κόσμο γύρω με… ροδοπέταλα.
Μπροστά στη βιτρίνα λοιπόν με τα γυναικεία ρούχα, δεν χρειάστηκε ετούτη τη φορά να την σαρώσει, αλλά μήτε και πολύ χρόνο για ν’ αποφασίσει ότι το φόρεμα αυτό το λευκό, το από μετάξι καμωμένο, που ίδιο με αγγέλου ρούχο, πλούσιο κι αστραφτερό κατέβαινε ανάλαφρο από τον ουρανό μπροστά στα έκθαμβα μάτια του, ήταν τελικά αυτό που θα ήθελε πολύ να φορέσει απόψε την παραμονή των Χριστουγέννων η μητέρα του. Όμως, κι εδώ πάλι, δυστυχώς η τιμή είχε αντίθετη γνώμη με την επιθυμία του. Είχε δηλαδή τόσα μηδενικά γραμμένα στο ταμπελάκι, που μόλις τα είδε σάστισε. Ζαλίστηκε και θάμπωσε η οικουμένη γύρω του. Αφού πλάκα–πλάκα τώρα, θα χρειαζόταν χρόνια και χρόνια οικονομίες, όπως επίσης και αμέτρητους κουμπαράδες για να χωρέσουν στο τέλος μέσα τους την αξία αυτή μιας ανθρώπινης τελικά κατασκευής, με αντίτιμο ωστόσο εξωπραγματικό.
Χωρίς να αποθαρρυνθεί, απλά χαμογέλασε και έστρεψε αμέσως το βλέμμα του αλλού, μολονότι που του ήταν κάπως δύσκολο να το ξεκολλήσει. Βέβαια, δεν άργησε και πολύ η ματιά του να πέσει τελικά σε ένα άλλο μαγαζί, το οποίο αν και εκ πρώτης όψεως δεν είχε τόσο όμορφα ρούχα όσο το συγκεκριμένο που είχε πρωτοδεί, παρόλα αυτά του έδινε την εντύπωση πως εκεί μέσα μάλλον θα έβρισκε κάτι το οποίο θα μπορούσε να το σηκώσει η πλάτη του κουμπαρά του.
Πέρασε το λοιπόν απέναντι το δρόμο, και χωρίς καν να σταματήσει μπρος στη βιτρίνα, μπήκε φουριόζος μέσα στο κατάστημα, βγαίνοντας σχεδόν αμέσως –σα να είχε κάνει μεταβολή ένα πράμα– με μία πλαστική σακούλα στα χέρια.
“Αυτή η ζακέτα θα αρέσει πολύ στη μαμά. Είμαι σίγουρος γι’ αυτό! Γιατί πολύ απλά θα την κρατάει ζεστή. Τώρα ειδικά που κάνει κρύο, και δεν έχουμε άλλα ξύλα να κάψουμε στο τζάκι. Ναι, ναι. Θα την ευχαριστηθεί. Και δεν πειράζει που είναι σε μερικά σημεία ξηλωμένη. Άλλωστε, η μαμά ξέρει να ράβει. Πιάνουν τα χεράκια της. Αμέσως θα την κάνει σα καινούργια!”, σκέφτηκε και απομακρύνθηκε μετρώντας συνεχώς στις παλάμες του τα λεφτά που του είχαν απομείνει.
Περπατώντας σκεφτικός με το κεφάλι να κοιτάει διαρκώς τα τρύπια του παπούτσια, μια μυρωδιά αιθέρια, μια ευωδιά μαγική, μια οσμή παραδεισένια τον τράβηξε ξαφνικά απ’ τη μύτη και του σήκωσε απότομα το κεφάλι ψηλά, για να δει τότε λίγα μέτρα εμπρός του ένα μαγαζί που πνίγονταν κυριολεκτικά μέσα στην τσίκνα. Δεκάδες καλοψημένες γαλοπούλες με κάστανα τριγύρω στολισμένες, έβγαιναν απ’ το φούρνο και μεταφέρονταν πάνω σε μεγάλα ταψιά μπροστά σ’ ένα παράθυρο, κακαρίζοντας επιδεικτικά από κει στον κόσμο να’ ρθει στα γρήγορα για να τις πάρει, ώστε να γευτούν έτσι ζεστή την άριστα μαγειρεμένη σάρκα τους, πριν προλάβει τελικά ετούτη και κρυώσει, γίνει, δηλαδή, απ’ το κρύο έξω, ίδια με σόλα παπουτσιού.
Προχώρησε διστακτικά. Με την ιδέα και μόνο, άθελα του τού έτρεχαν τα σάλια. Το στομάχι του παραπονεμένο απ’ την πείνα γουργούριζε δυνατά, και το κεφάλι του ζαλισμένο τον έκανε να παραπατάει από δω κι από κει σα μεθυσμένος.
Μια εικόνα πραγματικά για κλάματα, που, χωρίς ποτέ του όμως να το φανταστεί, ανάγκασε το αφεντικό τού μαγαζιού βλέποντας τον σκιαγμένος ως μια κινούμενη, πεινασμένη, απειλητική και άθλια μαζί ύπαρξη που είχε βάλει για στόχο τα αχνιστά πουλιά του, χωρίς δισταγμό να πεταχτεί έξω για να του δώσει γρήγορα–γρήγορα σε μια λαδόκολλα κάποια κοκαλάκια που είχε προφανώς μαζέψει για τα σκυλιά, μόνο και μόνο τώρα για να τον ξεφορτωθεί, μιας και η παρουσία του εκεί εκτός του ότι τον έκανε ρεζίλη, απέτρεπε απ’ την άλλη και τους λιγοστούς, τους αργοπορημένους… καθώς πρέπει πελάτες που είχαν απομείνει στην αγορά να πλησιάσουν για να ολοκληρώσουν με μια θεσπέσια γαλοπούλα τα εορταστικά τους ψώνια.
Ταπεινωμένος όσο ποτέ, έβαλε αμέσως τα κλάματα. Έσκυψε ξανά το κεφάλι προς το χιονισμένο δρόμο, και χωρίς καμία διάθεση πια να συνεχίσει τα ψώνια, κίνησε για να φύγει. Να ξεκουμπιστεί, να εξαφανιστεί αν ήταν δυνατόν μιαν ώρα αρχύτερα απ’ την γρουσούζα πόλη αυτή που, πριν ακόμα γεννηθεί ο μικρός Χριστός, ήδη απ’ την κοιλιά της μάνας του τον είχε… σταυρώσει, πληγώνοντας ουσιαστικά τη ψυχή ενός ανυπεράσπιστου κι ευάλωτου παιδιού. Τη ψυχή του, δηλαδή. Η οποία πικραμένη τόσο, έσταζε και έσταζε συνεχώς σωρό τα δάκρυα απ’ τα μάτια του, μετατρέποντας έτσι και το αφράτο χιόνι από κάτω σε μια απαίσια τώρα λάσπη.
Στον δύσκολο δρόμο του γυρισμού, παρηγοριά μέσα στη χιονοθύελλα, την λευκή αντάρα, του κρατούσε η αναπνοή του. Αλλά και τα δώρα φυσικά που κρατούσε σφιχτά μέσα στα χέρια. Η μονοπόδαρη κούκλα της αδελφούλας, η ξηλωμένη και παλιά ζακέτα της μαμάς, καθώς και τα περισσεύματα, τα κοκαλάκια αυτά της ντροπής ενός λαχταριστού φαγητού που ήταν όπως φαίνεται προορισμένο γι’ άλλους. Κι όχι τώρα για τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού!!! Όχι για τους… φτωχούς, τους κατώτερους και περιφρονημένους ανθρώπους επάνω στη γη!
Περπατώντας για κάμποσο μέσα στη πόλη, σε κάποια στιγμή χωρίς να το καταλάβει, έφτασε στα όριά της. Και τότε έτσι όπως πήγαινε σκυφτός, λίγο πριν αφήσει την αίγλη τη γιορτινή και μπει ξανά στο σκοτάδι και την κατάθλιψη του δρόμου της επιστροφής προς το σπίτι, ξάφνου πήρε το μάτι του δίπλα μία φιγούρα να κάθεται κι αυτή σκυφτή σε κάτι παγωμένα σκαλοπάτια. Σταμάτησε αμέσως και γύρισε το κεφάλι, για ν’ αντικρίσει περιέργως ένα μικρό κορίτσι με μια κουκούλα στο κεφάλι, κουβάρι να κουνιέται και απλά μονάχο του να νανουρίζεται.
“Θεέ μου! Γιατί να είναι μόνο τέτοιες μέρες, ε; Γιατί; Πού είναι οι γονείς του, μου λες; Μα καλά, δεν το λυπάσαι;”, είπε από μέσα του και χωρίς να το πολύ σκεφτεί, έβγαλε από τη χάρτινη σακούλα τη κουτσή κούκλα που είχε αγοράσει για την αδελφή του, και με μεγάλη χαρά την άφησε επάνω στα παγωμένα χεράκια του κοριτσιού, ελπίζοντας τις κρύες νύχτες η παρουσία και τα ξεθωριασμένα χρώματά της να της κρατούνε συντροφιά.
Έσκυψε και πάλι το κεφάλι προς το χιονισμένο μονοπάτι και χωρίς να πει κουβέντα, έφυγε. Κι όσο απομακρύνονταν, τόσο περισσότερο δεν ήθελε να κοιτάξει πίσω του. Διότι δεν το άντεχε. Δεν ήθελε με τίποτα τα μάτια του να δουν και ν’ αποτυπώσουν μία κατάσταση που έμοιαζε να είναι τελικά πολύ χειρότερη απ’ τη δική του. Καλύτερα ας έμενε με την εντύπωση πως όλα τα δεινά τού κόσμου, τα κουβαλούσε σα σταυρό μονάχα η δική του αδύναμη πλάτη. Και πως έτσι όλοι κι όλα γύρω του ήταν τέλεια. Αρμονικά κι ευτυχισμένα να συνυπάρχουν.
Λίγο πιο κάτω όπως πήγαινε, έχοντας πάντα το κεφάλι σκυφτό, με την άκρη του ματιού του πάλι είδε μια ισχνή γυναικεία φιγούρα να κάθεται ολομόναχη κι απελπισμένη στην άκρη του χωματόδρομου και απλά να χειρονομεί, προσπαθώντας –ποιος ξέρει τώρα– να τα βάλει μάλλον με τον μανιασμένο άνεμο που είχε βαλθεί όπως φαίνεται να την μαστιγώνει άγρια με τα λιγοστά, τα μαδημένα της λευκά μαλλιά.
“Βασανίζεται η κακομοίρα”, σκέφτηκε, “κι από την άλλη πάλι όπως βλέπω κρυώνει απίστευτα. Θεέ μου! Γιατί; Γιατί να υποφέρει τόσο μια γυναίκα που θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν κι η μητέρα μου; Πού να’ σαι τώρα άραγε για να την βοηθήσεις και να την προστατεύσεις Θεέ μου, ε;”. Και χωρίς να το πολύ σκεφτεί, έβγαλε απ’ την πλαστική σακούλα την παλιά ζακέτα που είχε αγοράσει για την μαμά, κι έτσι απλά τής την ακούμπησε στα ξυλιασμένα της χέρια. Τότε όμως, η γυναίκα έσκυψε απότομα και του έπιασε τα δικά του χέρια, τρομάζοντας τον, αλλά και συνάμα φέρνοντάς τον ξαφνικά σε αμηχανία. Σε πολύ δύσκολη θέση, καθώς δεν αποκλείονταν η κίνηση βοηθείας του να είχε από μέρους της παρεξηγηθεί. Όμως πριν προλάβει ν’ αντιδράσει και να δικαιολογηθεί…
«Σ’ ευχαριστώ πολύ καλό μου αγόρι! Θα το θυμάμαι για πάντα αυτό!!!», του είπε κι αμέσως του τα φίλησε ως ένδειξη ευγνωμοσύνης.
Συγκινημένος απ’ την κίνησή της, απλά βούρκωσε. Γιατί ένιωθε τώρα έντονα μέσα του πως τίποτα τελικά στο κόσμο, ούτε καν το ακριβότερο δώρο σε όλο το πλανήτη, δεν μπορούσε να συγκριθεί σε αξία με την αγαλλίαση που του προσέφερε η πράξη αυτή ευσπλαχνίας του απέναντί της.
Προχώρησε για αρκετή ώρα μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, έχοντας για συντροφιά μόνο τα σφυρίγματα του αέρα και το τσουχτερό κρύο. Όταν κάποια στιγμή εκεί που πήγαινε, αντιλήφθηκε κάτι να τον ακολουθεί. Σταμάτησε επιτόπου όπως ήταν και αφουγκράστηκε το χώρο. Τίποτα. “Η ιδέα μου θα ήταν μάλλον”, σκέφτηκε και συνέχισε να περπατά. Λίγο πιο κάτω όμως, να σου και πάλι το ίδιο πράγμα. «Όποιος κι αν είσαι φανερώσου τώρα αμέσως!», φώναξε φοβισμένος. «Αρκετά. Νομίζω πως δεν είναι ώρα γι’ αστεία. Ούτως ή άλλως, ένα μικρό παιδί είμαι που πηγαίνω απλά στο σπίτι τα δώρα που αγόρασα για την οικογένειά μου».
«Γαβ, γαβ, γαβ!!!», ήταν όμως η απάντηση.
Ξαφνιασμένος πολύ απ’ την μη ανθρώπινη απόκριση, γύρισε πίσω του και τι να δει τότε; Ένα μικρό σκυλάκι φυσικά που τον ακολουθούσε πιστά από πίσω. «Ω, καλό σκυλάκι. Μα καλά, πώς βρέθηκες εσύ εδώ μονάχο μέσα σε τούτη την παγωνιά, μου λες; Μήπως τ’ αφεντικά σου και τα παιδιά τους αφού σε κάτσιασαν για τα καλά, μετά σε βαρέθηκαν και σε πέταξαν αφού τους ήσουν άχρηστο στους πέντε δρόμους; Και γυρεύοντας τροφή, κάποια στιγμή χάθηκες; Μάλλον. Πάντως, μεταξύ μας, εδώ που ήρθες φιλαράκο μου, σίγουρα δεν θα βρεις τίποτα για να φας. Κι όπως βλέπω είσαι πολύ αδύνατο. Πολύ αδύναμο, κουρασμένο και ταλαιπωρημένο. Καημενούλη μου. Τί σου έμελλε να πάθεις Χριστουγεννιάτικα. Αλλά πάλι… τι λέω! Μίλα καλέ κι εσύ. Μη ντρέπεσαι. Αφού έχεις φωνή. Εγώ απλά ο χαζός το ξέχασα τελείως. Έλα, έλα. Μη μου στεναχωριέσαι. Απόψε είσαι πολύ τυχερό. Σου λέω το τυχερότερο σκυλί του κόσμου. Γιατί ο φίλος σου έχει κάτι πολύ νόστιμο για σένα. Να, κοίτα. Καλοψημένα κόκαλα γαλοπούλας. Και μη τα βλέπεις έτσι. Έχουν μπόλικο φαΐ επάνω τους. Είμαι σίγουρος ότι θα την κάνεις ταράτσα την κοιλιά σου», είπε κι άνοιξε πάνω στο χιόνι τη λαδόκολλα με τα… περισσεύματα που κουβάλαγε ως κόρη οφθαλμού για το γιορτινό τραπέζι.
Τότε, ο μικροκαμωμένος σκυλάκος αμέσως όρμησε επάνω τους και άρχισε πρώτα να τα γλύφει, μετά να τα μασουλά και στη συνέχεια να τα κατεβάζει σχεδόν αμάσητα στην κολλημένη του –απ’ την πείνα– κοιλιά.
Βλέποντας το σκυλάκι να τρώει λαίμαργα, κουνώντας ασταμάτητα απ’ τη χαρά του την ουρά πέρα–δώθε, του χάιδεψε ευχαριστημένος το κεφάλι, κι αφού έμεινε για λίγο συντροφιά του, σηκώθηκε και πάλι να φύγει. Πριν όμως προλάβει να κάνει έστω κι ένα βήμα, ακούστηκε μία ανδρική φωνή τώρα να του ζητάει απεγνωσμένα ελεημοσύνη: «Πεινάω! Βοηθήστε με καλέ. Πεινάω! Δεν θα μου δώσετε κι έμενα καλό παιδί κατιτίς για να φάω;».
Κοίταξε δεξιά, κοίταξε αριστερά. Πίσω του και εμπρός. Τίποτα, όμως. Όταν δευτερόλεπτα μετά, μέσα απ’ το απόλυτο σκοτάδι εμφανίστηκε εντελώς από το πουθενά μια σκιά πάρα μα πάρα πολύ αδύνατη. Σαν αερικό ένα πράμα, που έμοιαζε να είχε ξεμείνει για χρόνια μόνο κι έρημο μέσα σ’ αυτό το κρύο, παλεύοντας προφανώς να βρει κάποιον περαστικό, κάποιον τυχαίο διαβάτη –καλή ώρα– για να του απλώσει το χέρι.
Το θέαμα μπροστά του ήσαν λυπητερό. Ο ψηλόλιγνος άνδρας με τα μακριά άσπρα μαλλιά, τα πλούσια γένια και τα ξεσκισμένα ρούχα, γονατιστός τώρα μπροστά στα πόδια του, είχε απλώσει τη παλάμη κι έτρεμε κυριολεκτικά σύγκορμος απ’ την αδυναμία, την αφαγιά και την κατάντιά του. Μια σκηνή που πραγματικά δεν μπορούσε με τίποτα να την αντέξει. Ένα θέαμα σκληρό. Ασήκωτο για την ευαίσθητη ψυχή του. Γι’ αυτό κι αμέσως χωρίς να το πολύ παιδέψει στο μυαλό του, έβαλε το χέρι μες την τσέπη και έβγαλε τη τελευταία δεκάρα που του είχε απομείνει απ’ τις οικονομίες.
«Αυτή έχω μονάχα να σας δώσω κύριε. Καμία άλλη παραπάνω. Πιστέψτε με. Ειλικρινά σάς μιλώ. Τις άλλες, με μεγάλη μου χαρά απόψε τις ξόδεψα σε δώρα που ήδη πια έχω μοιράσει στη διαδρομή. Εύχομαι, λοιπόν, από καρδιάς να σας είναι αρκετή. Τόσο, όσο να σας χορτάσει αιώνια!», είπε στον άνδρα και του την ακούμπησε απλά επάνω στη παλάμη. Μια παλάμη ροζιασμένη και πληγιασμένη απ’ την καταπόνηση…
Κι έτσι γι’ άλλη μια φορά η συμπόνια και η κατανόηση που έδειχνε ως προς τα προβλήματα ενός συνανθρώπου του, του έφερνε τί άλλο, μα από δάκρυα φυσικά στα μάτια.
Σφάλισε για λίγο τα βρεγμένα βλέφαρά του, κι όταν τα ξανάνοιξε, γύρω του πια δεν υπήρχε απολύτως τίποτα. Ο μοναχικός άνδρας είχε εξαφανιστεί έτσι όπως είχε εμφανιστεί, το ίδιο ακριβώς κι ο πεινασμένος σκύλος, όπως επίσης και τα κόκαλα, αφήνοντας μονάχα πίσω τους τα τελευταία, μια λαδόκολλα να τρέχει σαν παλαβή ξοπίσω απ’ τον παιχνιδιάρη αέρα.
Επομένως, δεν του έμενε παρά να πάρει τα πόδια του και να συνεχίσει σκυφτός το δρόμο της επιστροφής, μην έχοντας πλέον επάνω του τίποτα που να θυμίζει ότι είχε κάνει αυτό το δύσκολο ταξίδι. Την υπέρβαση μέσα στο κρύο για να ευχαριστήσει φυσικά πάνω απ’ όλα την οικογένεια του, αλλά και να δώσει μια νότα γιορτινή στην άχαρη, καταθλιπτική και μίζερη ζωή του.
Καθώς προχωρούσε λοιπόν, αρκετά μακριά απ’ το σημείο που τάισε τον σκύλο κι έδωσε τη τελευταία του δεκάρα στον ζητιάνο, παρόλο που έβλεπε καθαρά ότι το χιόνι δεν έπαυε στιγμή να πέφτει απ’ τον ουρανό πυκνό, όλως περιέργως τότε του πέρασε απ’ το μυαλό μια σκέψη: “Πως δε μπορεί, σίγουρα κάποιος ή κάτι που βρισκόταν πιο μπροστά, του άνοιγε με τρόπο τον δρόμο, ώστε να μη κουραστεί, να μην εγκαταλείψει και πεθάνει έτσι μόνος κι αβοήθητος μέσα στο χιόνι”.
Μια σκέψη, ωστόσο, που του κράτησε απασχολημένο το νου του μέχρι και τη στιγμή την οποία φάνηκαν στον ορίζοντα τα πρώτα φώτα και οι καπνοί των καμινάδων απ’ τα σπίτια που γιόρταζαν. Γεγονός που σηματοδοτούσε βέβαια ότι πλησίαζε, και ότι πολύ σύντομα θ’ αντίκριζε το αφιλόξενό του σπίτι.
… Λίγο αργότερα, κατάκοπος από το ασταμάτητο περπάτημα, ξυλιασμένος απ’ το κρύο και βρεγμένος ως το κόκαλο απ’ το χιόνι, έφτασε επιτέλους εμπρός του.
Για λίγο έμεινε ασάλευτος να το κοιτά, και μετά πήρε την απόφαση και άνοιξε την πόρτα, σέρνοντας κυριολεκτικά τον εαυτό του μέσα. Και συγκεκριμένα στο σαλόνι, όπου τίποτε εν τι απουσία του δεν είχε φυσικά αλλάξει. Αφού το τραπέζι παρέμενε αδειανό, το τζάκι σβηστό γεμάτο από παλιές στάχτες, το Χριστουγεννιάτικο δέντρο μαραμένο και χωρίς ούτε ένα στολίδι, αλλά και όλα τα φώτα σβηστά. Μια κατάσταση γενικά που του έφερνε τρέλα.
Βαρύς απ’ την στεναχώρια του ανέβηκε με δυσκολία ένα–ένα τα σκαλιά, με σκοπό τώρα να πάει στο δωμάτιο όπου κοιμόντουσαν οι γονείς και η αδελφή του, για να τους πει τουλάχιστον το τί ακριβώς είχε περάσει αυτή την παραμονή Χριστουγέννων. Όμως, προς μεγάλη του έκπληξη, όταν άνοιξε την πόρτα του υπνοδωματίου, είδε ότι ήταν κι αυτό άδειο. Κι όταν λέμε άδειο, κυριολεκτικά άδειο. Όχι μόνο δεν έλειπαν οι γονείς και η αδελφή του, αλλά απουσίαζαν ακόμη και τα έπιπλα. Το κρεβάτι δηλαδή, μιας και δεν υπήρχε βασικά τίποτε άλλο το ιδιαίτερο εκεί μέσα.
«Μα πού πήγαν όλοι κι όλα;;; Αποκλείεται να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ή πλάκα μού κάνουν ή βλέπω όνειρο, δεν εξηγείται αλλιώς!», φώναξε και πριν προλάβει να ξεστομίσει κάτι άλλο, άκουσε απ’ έξω… γαβγίσματα.
Τότε, ξεχνώντας αμέσως την κούραση και την στενοχώρια του, έβαλε τα πόδια στους ώμους και έφυγε σφαίρα προς το παράθυρο του δωματίου του, μιας κι από κει αντιλαμβάνονταν ότι ερχότανε η φασαρία του σκύλου.
Με τις παλάμες και τα μούτρα του κολλημένα σα βεντούζα πάνω στο τζάμι, έκπληκτος αντίκριζε όχι μονάχα τον πεινασμένο σκύλο όπως φυσιολογικά περίμενε, αλλά όλως περιέργως και το μικρό κορίτσι που είχε δει να κάθεται στα σκαλοπάτια με την κουκούλα στο κεφάλι, όπως επίσης την ισχνή γυναίκα που είχε δει στην άκρη του δρόμου να τουρτουρίζει απ’ το κρύο και να παλεύει να διώξει απ’ τα μούτρα της τα μαλλιά, καθώς και τον ζητιάνο που είχε συναντήσει στο πουθενά με τα μακριά άσπρα μαλλιά και τα πλούσια γένια, όλοι μαζί τώρα αγκαλιά να τον κοιτούν κατάματα και να τον χαιρετούν. Είτε με τα χέρια, είτε με την… ουρά!!!
Σαστισμένος πολύ απ’ το θέαμα, έβγαλε ενστικτωδώς μια κραυγή, η οποία όμως του θόλωσε απότομα το τζάμι.
Έκανε τότε βιαστικά να το καθαρίσει, αλλά δυστυχώς είχε χάσει πολύτιμο χρόνο, γιατί πέφτοντας το χιόνι συνεχώς πυκνό, δεν του επέτρεπε τώρα αφού το’ χε σκουπίσει, ν’ αποκτήσει την πρότερη επαφή που είχε με τον εξωτερικό χώρο.
Παρόλα αυτά όμως, δεν το έβαλε κάτω. Μιας και από φύσης του ήταν πάντα μαχητής και πεισματάρης. Γι’ αυτό λοιπόν και κόλλησε για δεύτερη φορά τα μούτρα του στο τζάμι, κι ανοίγοντας όσο το δυνατόν γινόταν περισσότερο τα μάτια του διάπλατα, κατάφερε τελικά με δυσκολία κάπου εκεί στο βάθος ν’ αναγνωρίσει τις τρεις ανθρώπινες φιγούρες να χάνονται αργά με τον σκύλο πάντα πλάι τους στο απέραντο λευκό. Και καθώς λοιπόν τις κοίταζε θλιμμένος που τον άφηναν μόνο, ξάφνου τότε τού φάνηκε αυτές σα να’ χανε θαρρείς στις πλάτες τους… φτερά. Ναι. Λευκά φτερά. Ίδια με αυτά που έχουνε οι άγγελοι. Φτερά που φτερουγίζανε χαρούμενα καθώς ετοιμάζονταν πια να εγκαταλείψουν τα εγκόσμια.
Με το που χάθηκαν τελείως, γύρισε το βλέμμα του στο σκοτεινό δωμάτιο. Για να το δει τότε ανέλπιστα φωτεινό. Στολισμένο από τοίχο σε τοίχο σα Χριστουγεννιάτικο δέντρο με μικρά και μεγάλα αστέρια. Αλλά κι ένα ολόγιομο φεγγάρι στη κορυφή, που γύρω του γυρνούσαν όπως το καρουσέλ μπαμπακένια συννεφάκια, πάνω στα οποία ξαπλωμένος ο ίδιος έβλεπε από την οροφή του κόσμου ολάκερη την πλάση. Τις θάλασσες και τις ξηρές της, τα ζώα, τα φυτά και τους ανθρώπους της, να γιορτάζουνε αρμονικά και ευτυχισμένα, κρατώντας ευλαβικά στην απίστευτα μεγάλη και πολύχρωμη αγκαλιά τους τον νεογέννητο Χριστό.
«Χα. Ωραίο πάλι και τούτο!», είπε και… ξύπνησε.
Κοίταξε τότε αριστερά του και υπήρχανε πολλά κρεβατάκια στη σειρά, πάνω στα οποία κοιμόντουσαν ακόμα κάτι αγοράκια κοντοκουρεμένα. Ακριβώς όπως κι ο ίδιος. Κοίταξε δεξιά του και υπήρχανε εξίσου άλλα τόσα πολλά κρεβατάκια στη σειρά, πάνω στα οποία όμως κοιμόντουσαν κάτι εύθραυστα κοριτσάκια. «Α, καλά. Κατάλαβα!», ψιθύρισε και σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι με ανάμεικτα συναισθήματα, καθώς δεν ήξερε τώρα αν έπρεπε να χαίρεται ή να λυπάται.
Φόρεσε καθιστός τα ρούχα και τα παπούτσια του, με σκοπό να πάει στο μπάνιο για να ρίξει λίγο νερό στη μούρη, μπας κι έτσι η ρουτίνα της καθημερινότητας… ξέπλενε από πάνω του γενικώς το όνειρο, όταν πριν προλάβει να σηκωθεί απ’ τη θέση του, εμφανίστηκε εμπρός του μια μαυροφορεμένη γυναίκα που είχε μια μύτη γαμψή με μια ελιά επάνω της τριχωτή.
«Αγόρι μου, ακολούθησε με φρόνιμα σε παρακαλώ πολύ ως το προαύλιο», είπε πιάνοντας του παράλληλα για σιγουριά το χέρι.
Τώρα, πραγματικά έτρεμε απ’ τον φόβο του. Απ’ το μυαλό του περνούσαν συνεχώς μόνο τα χειρότερα. Ήθελε να τραβήξει το χέρι του και να φύγει. Να τρέξει όσο το δυνατόν γινόταν πιο μακριά απ’ αυτή την άσχημη γυναίκα. Να το σκάσει για πάντα απ’ αυτό το απαίσιο μέρος. Γιατί την αλήθεια, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν αυτό που ζούσε ήτανε ακόμη στ’ όνειρο ή ήταν δυστυχώς η σκληρή πραγματικότητά του…
Φθάνοντας τελικά με τα πολλά στο προαύλιο, η μαυροντυμένη γυναίκα τού άφησε το χέρι, και πριν φύγει, κουνώντας ελαφρώς λοξά το κεφάλι και τα μάτια, του υπέδειξε με νόημα προς τα πού συγκεκριμένα να κοιτάξει.
… Λίγα μέτρα μακριά του στεκόταν πλάι από ένα ακριβό αυτοκίνητο ένας ψηλόλιγνος άνδρας με άσπρα μαλλιά, περιποιημένα γένια και όμορφα ρούχα. Η μορφή του ήταν κάπως σοβαρή. Αλλά πάλι έδειχνε κατά βάθος να είναι άνθρωπος ευγενικός, καλοσυνάτος και με μόρφωση. Γι’ αυτό και τον πλησίασε, έχοντας όμως διαρκώς το αίσθημα ότι από κάπου τον είχε ξαναδεί. Κάπου, κάποτε τον είχε συναντήσει, μα δεν θυμόταν τώρα όμως το πού και το πότε ακριβώς.
«Έλα παιδί μου, μπες μες στο αμάξι, μη με φοβάσαι. Ήρθε επιτέλους η ώρα να γνωρίσεις και τους… άλλους! Έλα, βιάσου. Μας περιμένουνε με αγωνία. Μην αργείς.», είπε σιγανά αυτός ο άνδρας.
Μπήκε τελικά στο αυτοκίνητο και διστακτικά βολεύτηκε στο πίσω κάθισμα. Κι όταν αυτό πέρασε γρήγορα την πύλη, γύρισε τότε και κοίταξε πίσω. Με μεγάλα, σκαλιστά γράμματα στην σιδερένια πόρτα, έγραφε: “ΟΡΦΑΝΟΤΡΟΦΕΙΟ”.
Λίγο αργότερα, αφού το αυτοκίνητο διένυσε μια μεγάλη απόσταση στην χιονισμένη εξοχή, σταμάτησε τελικά εμπρός σε ένα πανέμορφο σπίτι. Ετούτο ήταν στολισμένο απ’ άκρη σ’ άκρη και η καμινάδα του έβγαζε όλες τις μυρωδιές του γιορτινού τραπεζιού, αλλά και όλη τη θαλπωρή, όλη την αγάπη, την στοργή, την σιγουριά, την φροντίδα, την προστασία, την ασφάλεια και την χαρά που όλα αυτά τα χρόνια μόνος είχε λησμονήσει.
«Αυτό ήταν παιδί μου. Φθάσαμε επιτέλους στο… σπίτι μας!!!», του είπε σε μια στιγμή ο άγνωστος ακόμα άνδρας, σπάζοντας έτσι τη σιωπή και τον πάγο αναμεταξύ τους.
Βγήκε με τον ίδιο δισταγμό κι αμηχανία έξω απ’ το αυτοκίνητο, και τί να δει τότε; Μπρος στα σκαλιά ένα μικρό κοριτσάκι με μια κουκούλα στο κεφάλι να κάθεται και να παίζει με μια κούκλα που είχε αγγελικό πρόσωπο, λυγερή κορμοστασιά, ένα μεταξωτό φουστάνι κι ένα στέμμα πριγκιπικό, με διαμάντια και πολύχρωμα πετράδια που στόλιζαν τα μακριά ξανθά της μαλλιά.
“Αποκλείεται να το βλέπω αυτό στ’ αλήθεια. Δεν μπορεί να μου συμβαίνει κάτι τέτοιο. Είναι ψέματα. Θα τρελαθώ! ”, σκέφτηκε και τότε άνοιξε η πόρτα του σπιτιού και βγήκε γαβγίζοντας ένας σκύλος που κουνούσε χαρούμενος ασταμάτητα την ουρά του. Για να τον ακολουθήσει αμέσως μετά από πίσω και μια γυναίκα με πλούσια μαλλιά που της τα’ παιρνε ο αέρας και της τα’ φερνε με φόρα μες στα μούτρα, η οποία μάλιστα φορούσε κι ένα φόρεμα λευκό, θαρρείς από μετάξι καμωμένο, που, ίδιο με αγγέλου ρούχο, πλούσιο κι αστραφτερό κατέβαινε ανάλαφρο από τον ουρανό μπροστά στα έκθαμβα και βουρκωμένα –απ’ τη χαρά– μάτια του…
White Angels plot analysis
Καταρχάς, να ξεκινήσω λέγοντας πως η ιστορία που μόλις αναδύθηκε απ’τα βάθη τής τρύπας τού χεριού μου με μια αφηρημένη αμφίεση, η οποία πάλι απέκτησε υπόσταση μέσα από τη δική σας αφήγηση αγαπητέ ιπτάμενε, διέπεται από μια έντονη γενικώς βαρύτητα που, στο μεγαλύτερο μέρος της, είναι σαφώς αρνητική. Φτώχεια, κατάντια, ταλαιπωρία, θλίψη, παρακμή, ανεκπλήρωτα όνειρα, κοινωνική διαφορά, ξεπεσμός, ρατσισμός, περιθώριο, εγκατάλειψη, πείνα, κρύο, ψυχικός και σωματικός πόνος, μοναξιά, αβεβαιότητα, απογοήτευση και ο κατάλογος είναι αν τον τραβήξω, μακρύς. Ωστόσο, προς το τέλος τής ιστορίας, αυτή η χαρακτηριστικά αυξημένη αρνητική βαρύτητα, παίρνει απροσδόκητα θα έλεγα μια εντελώς διαφορετική μορφή. Η τροπή είναι όντως δραματική και συγκλονιστική για παιδικό παραμύθι, η οποία όμως σε αφήνει με μια ευχάριστη συναισθηματική φόρτιση. Τέλος καλό, όλα καλά. Και ζήσανε αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα. Ναι; Έτσι δεν τελειώνουν άλλωστε και τα περισσότερα παραμύθια; Με μια αισιοδοξία, ένα θετικό μήνυμα, μια ανάταση ψυχική και μια εξύψωση νοητική να πλανάται στον αέρα. Ναι, μα φυσικά, και υπάρχει σοβαρός λόγος για αυτό. Το ευχάριστο τέλος σε κάθε τι που παρουσιάζεται δύσκολο ή ακατόρθωτο, είναι ουσιαστικά για να υμνήσει την ελπίδα. Είναι η προσπάθεια που γίνεται να κρατηθεί η ανάμνησή της ζωντανή. Γιατί αν υποθέσουμε ότι μέναμε μόνο στα δύο μέρη τής ιστορίας, την παράξενη Χριστουγεννιάτικη περιπέτεια τού ήρωά μας που ξεκινάει απ’το σπίτι του και καταλήγει πάλι σε αυτό, το ψυχρό βασικά δωμάτιο που ζει, εκεί δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά μια ατέλειωτη μιζέρια, μια βαριά κι αποπνιχτική καταχνιά, η οποία μάλιστα ύπταται σαν τη μαύρη καλιακούδα. Ένα πλάκωμα στη ψυχή δηλαδή, που αν δεν κάνεις κάτι, μια δραματική -ας το πούμε- αλλαγή, μια απότομη -για σας- στροφή με γρήγορη άνοδο μαζί, η χαμηλή νέφωση από τούτο το υπαρξιακό φτερωτό τέλμα θα σε αφήσει μόνο κι αβοήθητο σε μια υπνική παράλυση, ξέπνοος εκεί να προσπαθείς και να προσπαθείς να πάρεις μέσα από το ψυχομαχητό σου μια μικρή ανάσα. Α, καλή ώρα σαν κι αυτή την… “ασθματική” που παίρνατε όταν κάνατε την εκπαίδευση. Σωστά; Ναι, σωστά και προχωρώ παρακάτω. Μέσα από ένα όνειρο λοιπόν, κάτι το φανταστικό κι αφηρημένο, ο μικρός μας ήρωας βρίσκεται ξάφνου σαστισμένος σε ένα ορφανοτροφείο, γεγονός που υποτίθεται τώρα για κείνον ότι είναι αληθινό, κι από κει, έπειτα από μια άγνωστη προς αυτόν συνεννόηση υπαλλήλων, κοινωνικών λειτουργών και ανάδοχων γονιών, μεταφέρεται σε μια κατάσταση πάλι που φαντάζει ή του παρουσιάζεται πραγματική, η οποία όμως εμπεριέχει το σοκαριστικό και συνάμα το ονειρικό, το εξωπραγματικό, το φανταστικό κι απίστευτο, αφού ο συγκεκριμένος χώρος που βρίσκεται συνδέεται άμεσα με ένα όνειρο, το δικό του, το οποίο ως δια μαγείας μέσα από την ιστορία, γίνεται χειροπιαστό. Όνειρο και πραγματικό, μπλέκονται με το μυστήριο. Αισθητό και νοητό, εναγκαλίζονται με το άγνωστο. Κι εδώ, επί τη ευκαιρία, να ανοίξω μια μικρή παρένθεση και να σας υπενθυμίσω ανάλογες καταστάσεις που έχετε βιώσει κατά την εσκεμμένη/τεχνητή απώλεια συνείδησης (G-Loc) στον φυγοκεντρητή με: sweet dreams, wizards, fist fights, back to the land of the living, sit up, I’m up etc., και συνεχίζω… Και κάπου εκεί αγαπητέ ιπτάμενε, μεταξύ δύο διαφορετικών κόσμων, κάποιοι λευκοί άγγελοι έρχονται στο προσκήνιο και κάνουν τα πρώτα τους ανεξήγητα βήματα στο μυαλό. Εμφανίζονται μέσα από το πουθενά και το τίποτα, βγαίνουν σα φαντάσματα απ’το αθέατο, αναδύονται από το αόριστο, βαδίζουν αργά στο κρύο και το λευκό τοπίο, με σκοπό όπως φαίνεται να παίξουν καταλυτικό ρόλο στην παραβολή που κρύβει βαθιά μέσα του για εσάς ετούτο μου το παραμύθι. Οι λευκοί άγγελοι πιλότε, είναι όλοι όσοι ο μικρός ήρωας συνειδητά κι από καρδιάς ευεργέτησε, παρ’όλη τη δική του προσωπική κατάντια. Είναι οι ισχνές σκιές ή τα παραμορφωμένα είδωλα που είδε να αντικατροπίζονται σαν Mirage πάνω στην κρύα επιφάνεια τού χιονιού κι αμέσως ένιωσε τη διαιασθητική διαφορά την οποία υπήρχε μεταξύ τού δικού του κόσμου και του δικού τους. Δύο κόσμοι (παιδιού κι αγγέλων) πάλι που, αν και φαντάζουν στο γενικό επίπεδο όμοιοι, διεισδύοντας στο ειδικό και με τις ανάλογες αφαιρέσεις, αποκαλύπτεται μια τρομαχτική υπαρξιακή ανισότητα, καθώς ναι μεν είναι όλοι τους χαμηλά, ωστόσο μέσα από το παραμύθι, η έννοια τού χαμηλά δείχνει ότι έχει πολλά, διαφορετικά όρια κι επίπεδα απ’αυτά που κανείς θα μπορούσε να φανταστεί. Για παράδειγμα, Τάρταρα και Ηλύσια Πεδία είναι και οι δύο χώροι που βρίσκονται κάτω, στα χαμηλά. Όμως, το κάτω για τα Τάρταρα δεν είναι το ίδιο κάτω και για τα Ηλύσια Πεδία, όπως ανάλογα δεν είναι ίδια και η μεταξύ τους βαρύτητα. Άλλη η έννοια και ο ρόλος τής βαρύτητας στο κάτω των Ηλυσίων Πεδίων όπου εδρεύει η ελπίδα, και άλλη η μορφή και ο σκοπός τής βαρύτητας – G(ravity)Zeus στο κάτω των Ταρτάρων όπου κυριαρχεί η απόγνωση.
Οι White Angels είναι οι παραστρατημένοι, οι αποκομμένοι, τα έρμαια που περιφέρονται σαν τις άδικες κατάρες, σαν τα σκουπίδια και τη μολυσματική σκόνη μεταξύ ορατού κι αοράτου. Είναι όλοι όσοι έχουν διαλυθεί, αποσυντεθεί κι εξαϋλωθεί απ’τη βαρύτητα κι έχουν χάσει τον προσανατολισμό τους. Πιλότοι, αν θέλετε, που έχασαν σε μια στιγμή από vertigo τον έλεγχο τού αεροσκάφους τους και βρέθηκαν έκπτωτοι με το αλεξίπτωτο και το εκτινασσόμενο κάθισμα να βουλιάζουνε μπλεγμένοι στο νερό. Σε έναν άγνωστο ωκεανό, κάπου εκεί στο Point Nemo, στο σκοτεινό, το άγριο, το κρύο και το απρόβλεπτό του, μόνοι εκεί με το μαύρο τριγύρω και πάνω, χωρίς κανένα αστέρα πολικό, σωσίβια λέμβο, φαγητό, ζεστό ρουχισμό, φωτοβολίδα, φακό ή φάρο, κάτι σαν ορφανό πεταμένο στο κενό, τον κάδο ή το ορφανοτροφείο που περιμένει να πιαστεί, μα δυστυχώς για τούτο δεν υπάρχει πουθενά ένα σημείο σταθερό και μία στη λογική αναφορά για να το βγάλει έξω από τούτη τη συμφορά. Οι λευκοί άγγελοι θα μπορούσαμε επίσης να πούμε πως αντιπροσωπεύουν τη μεταμόρφωση που δύναται να συντελευτεί μέσα από κάτι πολύ απλό, ταπεινό κι ανθρώπινο. Την καλή πράξη, το σωστό, το ορθό, το τίμιο, το ενάρετο και το ηθικό που υποστήριξε με τη συμπεριφορά του ο μικρός μας ήρωας. Ό,τι χρειάζεται, δηλαδή, μια χαμένη, ταλαιπωρημένη και βασανισμένη ψυχή μέσα από ένα παραμύθι. Ό,τι χρειάζεται για να φυτρώσει ξανά η ζωή στην άγονη γραμμή που ταξιδεύει. Φτερά!! Φτερά αγαπητέ ιπτάμενε, για να αποκτήσει έτσι ψυχική άντωση, πνευματική δύναμη για να αντμετωπίσει, να αντιπαλέψει και ίσως, ποιος ξέρει, να ξεφύγει κάποτε από τ’αθέατα δεσμά με τ’όνομα βαρύτητα. Και τα φτερά σύμφωνα με την παραβολή των λευκών αγγέλων, δεν θα πρέπει να είναι από κερί όπως του Ίκαρου, ούτε και μεταλλικά όπως τα δικά σας στα πολεμικά αεροπλάνα. Όχι. Στο Elysium δεν θέλουμε τίποτα από βαριές βιομηχανίες, συμφωνίες, στρατηγικές, λεφτά, παζάρια, συμφέροντα, γεωπολιτικά παιχνίδια και λογιών υπερηχητικά, καταδιωκτικά, μαχητικά, βομβαρδιστικά κι αναγνωριστικά ιπτάμενα αντικείμενα. Όχι. Εδώ, σε τούτο το στάδιο που φτάσατε, θα πρέπει όπως σας αποκαλύπτετε να είναι όλα νοητά, πνευματικά, αφηρημένα κι από αρετές φτιαγμένα. Όχι metal, αλλά mental. ME[N]TAL. Κι ένα “N” όπως θα βλέπετε κάνει όλη τη διαφορά. Φοβερό. Αυτό το “N” για σας αγαπητέ ιπτάμενε, είναι ένα Railroad Switch που θα πρέπει να το συνδέσετε με τις ανάλογες λέξεις (και τη σημασία τους φυσικά) που ξεκινούν απ’αυτό το συγκεκριμένο γράμμα, και μετά να αποφασίσετε εσείς ποια διαδρομή θα ακολουθείσετε. Παρακάτω θα βρείτε μια λίστα επιλογών. Εν κατακλείδι, θα μείνετε με συμπεριφορές, διαδρομές και έννοιες που οδηγούν στα Τάρταρα ή θα επιλέξετε συνειδητά να εισχωρήσετε πιο βαθιά στην ιδέα; Σας έχω ήδη έτοιμο και το σύνδεσμο, αν τελικά αποφασίσετε τη δεύτερη (app. science of the beautiful)… Α, ωραία. Βλέπω πως παραμένετε σταθερός κι ακέραιος, παρ’όλο που η έννοια πνεύμα για σας δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μόνο μια αγιογραφία των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, η οποία απλά υπήρχε στα μετόπισθεν του νου σας ως μια ιδέα, κι αυτή μάλιστα ασαφής, δυσδιάκριτη, θαμπή, θολή, συγκεχυμένη, γκρίζα κι αμφίβολη. Okay. Την ιδέα, λοιπόν. Πάντως, για να ξεφύγετε από τη βαρύτητα και τις ψυχοσωματικές συνέπειές της, εδώ μαζί μου θα το προσπαθήσετε με δύο, αρχικά, τρόπους/ιδέες: είτε δημιουργώντας φτερά από λογοτεχνικά κείμενα, δηλ. αργά και με σταθερό ρυθμό, όπως για παράδειγμα πετάει ένα αεροπλάνο που έχει κατασκευαστεί και προορίζεται για εμπορικές πτήσεις (commercial flights), είτε δημιουργώντας φτερά από ποιήματα, δηλ. γρήγορα, κοφτά, σύντομα, με απότομες εναλλαγές στίχων, σιδηροδρομικούς διακόπτες και πολλές κλειστές στροφές, όπως πετάνε συνήθως τα μαχητικά. Η δημιουργική γραφή (creative writting) είναι μια αβλαβής, stress coping neuro-based φυσική προσέγγιση που, αν τη χειριστείς σωστά, δηλ. με πλοηγό τη λογική, θα πρέπει πάντα η πέννα της να οδηγεί το μυαλό στο τέλος σε κατιτίς το ευχάριστο, έτσι ώστε η κατάληξη αυτή να γίνεται η αφορμή και η αφετηρία μαζί για μια νέα αρχή, η οποία διαρκώς εξελισσόμενη μέσα στο όμορφο, θα ταξιδεύει σε προορισμούς που θα αναζητούν ο καθένας ξεχωριστά, μέσα από κάθε άλλη νοητική προσπάθεια και πληροφορία, το ιδεατό. Φαντάζομαι ότι είναι κατανοητό. Ξανά, λοιπόν, μέσα στην τρύπα τού χεριού τα μάτια και το μυαλό…
”A Handful of Stars”
«Ήρθε η ώρα!», μονολόγησε ξαφνικά μες το σκοτάδι με σοβαρότητα στον τόνο τής φωνής του ένας ατρόμητος άνδρας.
«Κιόλας;», τον ρώτησε όμως μες το ίδιο σκοτάδι μια γυναικεία φωνή με μια βαθιά, ωστόσο, μελαγχολία στον τόνο της.
«… Ναι!», της απάντησε τότε κοφτά αυτός.
«Είσαι σίγουρος, καλέ μου;», τον ξαναρώτησε εκείνη.
«Σου είπα, ναι. Ήρθε η ώρα πια να τον… δοκιμάσω!».
«Για μισό λεπτό! Δε κατάλαβα, για τον γιο μας μιλάς;».
«Μα και βέβαια. Για τον… Γκάμπριελ σού μιλώ. Μα καλά, εσύ ποιον νόμιζες;».
«Εγώ νόμιζα για τα δυο… παιδιά!».
«Α, τώρα που τ’ ανέφερες, κάτσε να δω έξω απ’ το παραθύρι τί ώρα είναι», της είπε τότε και πετάχτηκε αμέσως απ’ το ζεστό κρεβάτι.
Κρατώντας ένα μισολιωμένο κερί ο ατρόμητος άνδρας κατευθύνθηκε με βαριά βήματα στο θαμπωμένο τζάμι. Χωρίς να χάσει χρόνο το σκούπισε κι έβαλε μπροστά του τη φλόγα να φωτίσει έτσι τη κοιμισμένη πλάση. Απ’ έξω, τα πάντα βρίσκονταν σε μία απόλυτη γαλήνη. Μία παγκόσμια αταραξία. Μονάχα το ρολόι του κόσμου δούλευε ασταμάτητα, γυρνώντας δυστυχώς με κάθε λεπτό τούς δείκτες της ζωής για κάποιους στα… μεσάνυχτα.
«Όπου να’ ναι ζωή μου το μεγάλο ρολόι του κόσμου θα σημάνει μεσάνυχτα. Πράγμα που σημαίνει όπως ξέρεις ότι πρέπει γρήγορα να ετοιμαστώ».
«Άγγελε μου, θέλω να μου τον προσέχεις. Είναι μικρός και άμαθος».
«Μην ανησυχείς. Θα είμαι πάντα στο… πλευρό του! Πάντα δίπλα και κοντά του! Στο υπόσχομαι. Λεπτό δεν θα τον αφήσω απ’ τα μάτια μου».
«Καλά. Θέλω όμως και κάτι ακόμα… Άγγελε μου».
«Τι;».
«Για τα δυο αυτά παιδιά!!».
«Ναι, τι;»
«Μες απ’ τη καρδιά μου στο ζητώ άντρα μου, να είσαι όσο το δυνατόν γίνεται… γρήγορος, πριν προλάβει ο…!», είπε και ξέσπασε σε κλάματα.
Δευτερόλεπτα μετά… τακ έκανε η πόρτα, κλείνοντας πίσω της στη σκοτεινή και πάλι κάμαρα μια μάνα που μπορούσε να νιώσει βαθιά μέσα στη ψυχή της τον πόνο και την θλίψη που θα έσπερνε σε λίγη ώρα ο ατρόμητος άντρας της.
… «Εσένα και πάλι πρέπει να φορέσω!», είπε ο άνδρας μέσα σ’ ένα ψυχρό δωμάτιο. Το δωμάτιο βασικά προετοιμασίας για κάθε αποστολή στη γη, κοιτώντας με θυμό και ταυτόχρονα με μελαγχολία τη μαύρη ζώνη με το πύρινο σπαθί και παραδίπλα τη χίλιο-χτυπημένη ασπίδα που κρέμονταν παρέα πάνω σ’ έναν παλιό, ξεφλουδισμένο και μισογκρεμισμένο -απ’ τους αιώνες- τοίχο.
“Πάει. Σπάνια πια φορώ τη ζώνη στον αντικριστό τοίχο με τα υπέροχα χρώματα τού ουράνιου τόξου!”, σκέφτηκε και συνέχισε. “Πάει. Οι εποχές που κατέβαινα διαρκώς για καλό, έχουνε πλέον μειωθεί δυστυχώς στο ελάχιστο, με αποτέλεσμα έτσι κι ετούτη απ’ την αχρηστία ολοένα και περισσότερο να ξεθωριάζει. Να μαραζώνει σ’ αυτό το ετοιμόρροπο πίσω μου ντουβάρι. Ειλικρινά, σιχάθηκα να φέρνω στον κόσμο τον πόνο και τα κλάματα. Οργίζομαι με τον θρήνο και την θλίψη!!!”.
Έπιασε βιαστικά με μια κόκκινη κορδέλα -όπου στις δύο άκριες της κρέμονταν αντίστοιχα δύο κόκκινα τριαντάφυλλα- τα μακριά ασημένια του μαλλιά, χτένισε πρόχειρα με τρεμάμενα δάχτυλα τα μακριά λευκά του γένια και έπεσε μετανιωμένος για τις σκέψεις του στα γόνατα.
Με το κεφάλι χαμηλά, τα μάτια θυμωμένα και τις παλάμες ενωμένες μπροστά στα χείλη, στον εαυτό του ψιθύρισε: «Ουράνιε στρατηλάτη εσύ με το πύρινο σπαθί και πάλι στο χέρι συγχώρησέ τους. Δείξε στους ανθρώπους Σου κι απόψε ελεημοσύνη. Λυπήσου τους και δώσε τους για τα λάθη άφεση αμαρτιών. Δώσε τους λίγο από την δική Σου Θεία Δικαιοσύνη. Δείξε τους όμως την οργή Σου και ποιο είναι το θέλημά Σου. Θυμήσου και σ’ αυτό το… στάλσιμο να κατατροπώσεις το κακό. Με τα φτερά Σου να δώσεις ταχύτητα στον άνεμο, αντοχή στη βροχή και δύναμη ανυπολόγιστη στην αστραπή Σου!».
… Πανέτοιμος κάποια στιγμή απ’ όλα ο γεροδεμένος άνδρας, λίγο πριν αφήσει πίσω του το ψυχρό δωμάτιο προετοιμασίας, θυμήθηκε ευτυχώς στη πόρτα -λεπτά πριν μπούνε τα μεσάνυχτα- να πάρει μαζί του φεύγοντας από ένα κλειδωμένο συρτάρι…
«Αχ, τι όμορφοι που είναι!», αναφώνησε αγουροξυπνημένος ο μικρός Γκάμπριελ, αντικρίζοντας έκπληκτος πάνω απ’ το κεφάλι του τον αρματωμένο άνδρα να στριφογυρίζει μες τη παλάμη του…
«Για σένα τούς έφερα, υιέ μου!», του είπε αυτός, χωρίς ποτέ να σταματήσει στιγμή να του χαϊδεύει με το άλλο χέρι το κατάξανθο κεφάλι.
«Αλήθεια το λες; Για μένα είναι αυτοί οι… αστραφτεροί βόλοι πατέρα μου;».
«Ναι. Μόνο που… δεν είναι ακριβώς βόλοι!».
«Αλλά τότες τί είναι;».
«Αυτό που έχεις μπροστά σου και θαυμάζεις παιδί μου, δεν είναι τίποτε άλλο από μια χούφτα… αστέρια!».
«Μια χούφτα… αστέρια;», ρώτησε ο Γκάμπριελ με τα μάτια γουρλωμένα, καθώς τού φαίνονταν τώρα τελείως τρελό το βραδινό δώρο τού πατέρα του.
«Ναι. Δε με πιστεύεις;».
«Σε… πιστεύω. Μα… μπαμπά όμως, εγώ ξέρω ότι τ’ αστέρια έχουνε πέντε μυτερές άκριες. Δεν είναι, δηλαδή, στρογγυλά όπως αυτά που κρατάς εσύ στα χέρια».
«Χα!», είπε τότε ο πατέρας του και συνέχισε για να του λύσει την εύστοχη απορία. «Έχεις απόλυτο δίκιο. Μπράβο σου! Είσαι όπως βλέπω τετραπέρατος. Τ’ αστέρια που κρατώ δεν είναι πλέον μυτερά, γιατί έχουνε βλέπεις περάσει από πολλά άλλα χέρια πριν ολοκληρώσουν τον κύκλο τους και φτάσουν πάλι στα δικά μου χέρια απ’όπου ξεκίνησαν ΟΛΑ!!!».
«Δηλαδή;».
«Θέλω να πω ότι πολλοί ήτανε αυτοί που τα κληρονόμησαν στα τόσα και τόσα χρόνια που έχουν περάσει, κι αφού τα χρησιμοποίησαν, τα κληροδότησαν στη συνέχεια με τη σειρά τους στους επόμενους, για να φτάσουν τελικά στο σήμερα από μένα να περάσουνε και σε σένα, τον νέο με λίγα λόγια δόκιμο τής στρατιάς μου…».
«… με αποτέλεσμα έτσι από τη πολύ χρήση να λειανθούν αναπόφευκτα οι κορυφές τους», συνέχισε βιαστικά ο Γκάμπριελ την σκέψη του πατέρα του, ανυπόμονος καθώς ήταν να κρατήσει επιτέλους στη φούχτα του το μικρό θησαυρό.
«Ακριβώς! Μ’ αφήνεις άφωνο, υιέ μου!».
«Και για πες μου μπαμπά, είναι… μαγικά;».
«Ναι, είναι. Και πολύ μάλιστα, θα έλεγα».
“Άρα με αυτά θα μπορώ να κάνω ότι θέλω. Φίλους, για παράδειγμα, που δεν έχω κανένα. Μιας κι εδώ πάνω από πάντα υπήρχανε μονάχα… αυτοί, οι άνθρωποι δηλαδή, και κανένας δικός μου, ποτέ, αφού με το που έρχονταν με κάποιον φορτωμένο στα φτερά, μόλις τον άφηνε, απογειώνονταν γρήγορα-γρήγορα ξανά για να βρεθεί στο πλάι κάποιου άλλου που μόλις άρχιζε να πλαντάζει στο κλάμα!”.
«Ακριβώς. Μ’ αυτά θα μπορείς να κάνεις και να έχεις ότι θέλεις, Γκάμπριελ!», του επιβεβαίωσε τότε φωναχτά ο πατέρας του, σαν να του’ χε τώρα κάποιος ψιθυρίσει στο αυτί λέξη προς λέξη τού γιου του τη σκέψη.
«Τέ…λει..α, μπα…μπά. Σ’… ευ…χα…ριστώ πολύ», είπε ψελλίζοντας με δυσκολία ο Γκάμπριελ, κι αφού ξεροκατάπιε με ακόμη περισσότερη το σάλιο του, ρίχτηκε αμέσως κάτω απ’ τα στρωσίδια, για ν’ αποφύγει όπως-όπως το καθηλωτικό και κάπως παγερό πλέον βλέμμα ενός άνδρα που άρχιζε ολοένα και πιο πολύ να μη μοιάζει στην όψη μ’ αυτού που ήξερε για… πατέρα.
«Καληνύχτα, Γκάμπριελ. Εγώ είναι ώρα να φύγω πια. Έχω αργήσει. Με περιμένει πολύ δουλειά. Και έχω υποσχεθεί στη μάνα σου να τη τελειώσω γρήγορα. Γι’ αυτό εσύ κοιμήσου. Εμείς θα τα πούμε πάλι πολύ σύντομα. Μέχρι τότε όμως, να είσαι… συνετός!», είπε με σοβαρή φωνή ο πατέρας στον γιο, χωρίς ο τελευταίος βέβαια να έχει δει ποτέ το πραγματικό του πρόσωπο. Αυτό, δηλαδή, που έπαιρνε κάθε φορά όταν ζύγωνε η ώρα να παλέψει τον αιώνιο αντίπαλο, ο οποίος κρύβονταν σαν το σιχαμερό σκουλήκι βαθιά κάτω απ’τα αιώνια βουνά.
Ο Γκάμπριελ έμεινε ακούνητος χωρίς να παίρνει ανάσα γι’ αρκετό χρόνο κάτω απ’ τα στρωσίδια. Κάποια στιγμή, όμως, δεν άντεξε άλλο. Άρχισε να σκάει και να ιδρώνει απ’ την υπερπροσπάθεια. Έτσι λοιπόν, έβαλε τα δυνατά του και προσποιούμενος διαρκώς τον κοιμισμένο, αρχίνησε ν’ αφουγκράζεται σχολαστικά το χώρο. Έπρεπε πολύ σύντομα ν’ ανασάνει καθαρό αέρα. Βλέπεις, η κλεισούρα και η ζέστη απ’ τα χνώτα του όσο πέρναγε η ώρα, τον έπνιγαν σαν τη θηλιά.
… Λεπτά, λοιπόν, μετά το εγχείρημα “τού ακούω με προσοχή τί μου συμβαίνει γύρω”, αφού βεβαιώθηκε πλήρως ότι το τρομερό βλέμμα του πατέρα του είχε πλέον για τα καλά απομακρυνθεί με την ασπίδα και το κοφτερό του σπαθί, πήρε την απόφαση τελικά να βγάλει δειλά, ίδιος με φοβισμένη χελώνα το κεφάλι του έξω.
«Οοο!!!», ήταν όμως το πρώτο του επιφώνημα με το πού έσκασε μύτη, καθαρά εκπνευστικού χαρακτήρα, αντί βέβαια του φυσιολογικού εισπνευστικού… «Ηηη!!!» που θα έπρεπε να κάνει καθώς θα ρούφαγε στα κολλημένα του πνευμόνια δροσερό αέρα. Κι ο λόγος φυσικά δεν ήταν άλλος απ’ αυτό που αντίκριζαν έκπληκτα τα μάτια του να λαμβάνει χώρα μερικά εκατοστά πάνω απ’ το κρεβάτι του και το πάτωμα.
Ένα τεράστιο σύννεφο τώρα από λευκά πούπουλα αιωρούνταν μπροστά στη μούρη του, κάνοντας δαύτο ασταμάτητα κύκλους, σα να’ θελε με κάποιο τρόπο ν’ αντισταθεί στην πτώση. Στην ισχυρή, καλύτερα, έλξη που ασκούσε -απ’ την έκσταση- τ’ ανοιχτό του στόμα.
«Μανούλα μου!», κατάφερε εν τέλει ύστερα από πολύ κόπο ν’ αρθρώσει, βλέποντας τότε όμως δυστυχώς για κείνον το άσπρο νέφος από πάνω του από συμπαγές που ήταν, ξαφνικά απ’ τα λόγια του μέσα σε μια στιγμή ν’ απλώνει, και λίγο-λίγο έτσι σαθρό να σκορπά πια μέσα στο δωμάτιο, ίδιο να πει κανείς μ’ ευαίσθητες νιφάδες χιονιού που αναπόφευκτα θα κατέληγαν… βροχή πάνω στη γη.
Χωρίς πολλά-πολλά, αφού πρώτα όμως βεβαιώθηκε ότι όλη η μαγεία θρονιάστηκε τελικά στο πάτωμα, σηκώθηκε μ’ ένα σάλτο όρθιος, και βρέθηκε φυσικά να πατά πάνω σ’ ένα λευκό χαλί που είχε όπως φαίνεται τώρα για κάποιο λόγο άγνωστο απλωθεί κάτω απ’ τα πόδια του.
“Μάλλον… δουλειά του πατέρα μου είναι τούτο που πατικώνουν οι πατούσες μου. Δεν εξηγείται αλλιώς. Ίσως να ήθελε ξεκινώντας το δύσκολο ταξίδι του για τη γη, και μέχρι να’ ρθει πίσω στο σπίτι, να έχω εγώ κάθε που θα σηκώνομαι το πρωί ένα τεράστιο αφράτο σανδάλι φτιαγμένο από φτερά, με τα οποία πάνω τους θα κινούμαι χωρίς καμιά δική μου προσπάθεια σαν τη μέλισσα γύρω απ’ τ’ ανθισμένα λουλούδια, τα φορτωμένα -με καρπούς- δέντρα, τη πράσινη χλόη, τις λίμνες, τα ποτάμια, τους εύφορους κάμπους, τα υψίπεδα και, τέλος τα αιώνια βουνά. Τα οποία τώρα που τ’ ανέφερα, φαντάζουν στα μάτια μου να στέκουν πάντα με το κεφάλι τους ψηλά, ξεπερνώντας πλάκα-πλάκα ακόμη και τα πιο ξεχασμένα κει πάνω στο στερέωμα σύννεφα, λες και θέλουν βρε παιδί μου με τη στάση υπεροχής τους αυτή, να με πληροφορήσουν ότι κανείς ποτέ του, κι ας έχει γεμάτες όχι μονάχα τη μια, αλλά και τις δυο του χούφτες με αστέρια, δεν θα καταφέρει να έρθει τόσο κοντά στον Δημιουργό και Παντοκράτορα, όσο τα δικά τους… χιόνια. Γιατί πολύ απλά θέλει λέει αυτά να συμβολίζουν την καθαρότητα, την αγνότητα, την τιμιότητα και την αγιοσύνη που, αν κρίνω απ’ τον ίδιο μου τον εαυτό, και συγκεκριμένα μέσα από τις σκέψεις μου, αρχίζουν σιγά-σιγά να εκλείπουν κι από το τελευταίο σύνορο. Τον… παράδεισο, δηλαδή, που μένω”, σκέφτηκε και σαστισμένος αρκετά από τη προχωρημένη για την ηλικία του κρίση αυτογνωσίας, προχώρησε νευρικά πατώντας με εμφανή δύναμη πάνω στ’ άσπρα πούπουλα για το μπάνιο, με σκοπό εκεί τώρα καθαρίζοντας τα μούτρα και χτενίζοντας τα μακριά πυρόξανθα μαλλιά του, να ξεμπερδέψει και να διώξει ίσως μια για πάντα από μέσα του αυτό που είχε όλως περιέργως ετούτο το πρωινό ξεκινήσει να γυρνά πονηρά, και λεπτό με το λεπτό να του πλέκει μια θηλιά γύρω απ’ το λαιμό, μ’ ένα μεγάλο κόμπο να δεσπόζει πίσω από το χρυσαφένιο κι αστραφτερό του κρανίο.
Λίγα λεπτά αργότερα, Ο Γκάμπριελ βρισκόταν και πάλι φρέσκος-φρέσκος έξω στην αχανή φύση να τρέχει και να γελά. Απολάμβανε στο έπακρο την ηλιόλουστη μέρα, αγνοώντας χαρακτηριστικά -με γνώμονα πάντα τη παιδική του αφέλεια- τα μαύρα άγρια σύννεφα που είχαν συσσωρευτεί, κι ήδη από την ανατολή πάνω απ’ το κεφάλι του θρονιασμένα, του σκιάζανε μεθοδικά κάθε βήμα και σκέψη. Βλέπεις, από μια μεριά ο φουκαράς είχε ένα δίκιο. Αφού καβάλα πάνω σ’ αυτή την αυτοσχέδια -να τη πει κανείς- υπερηχητική σανίδα από πούπουλα που είχε αφήσει πίσω του ο πατέρας του φεύγοντας βιαστικά για τη γη χθες βράδυ, κατουρημένος κυριολεκτικά από την ταχύτητα, τον ίλιγγο και το μεθυστικό της θέαμα που του άπλωνε απλόχερα μπροστά, πού να βρει το μυαλό τώρα για να καταλάβει και να φανταστεί ότι η ανεβασμένη του διάθεση δεν ήταν πραγματική, αλλά μία διαστρέβλωση της πραγματικότητας, όπου μέσα σ’ αυτή της ουσιαστικά την προσομοίωση, σα παιχνίδι ο ίδιος, δίχως καμία λογική αλλά και προσωπική βούληση, σέρνονταν καθαρά με έπαρση όσο περνούσε η ώρα από τη μύτη με γρηγοράδα προς τα αιώνια βουνά, και πιο συγκεκριμένα τις χιονισμένες κορυφές τους, για να σπάσει φυσικά εκεί τί άλλο, από με μαθηματική ακρίβεια τα πανέμορφα… μούτρα του.
«Ουιιι!!!», φώναξε ο αφελής Γκάμπριελ και συνέχισε. «Ουιιι!!! Τι τέλεια. Είναι φανταστικά εδώ πάνω. Δε θέλω με τίποτα να ξανακατέβω κάτω. Με τίποτα. Θέλω να μείνω για πάντα εδώ ψηλά. Μάλλον, θέλω καλύτερα, αν γίνεται, και δε με προδώσει φυσικά από… καύσιμα το φτερωτό μου άρμα, να πάω εκεί κοντά στα βουνά. Να, εκεί καλά μου πούπουλα. Τα βλέπετε; Εκεί, μπροστά που σας δείχνω. Ναι. Εκεί θέλω με σβελτάδα να με πάτε τώρα. Και μόλις φτάσουμε, λέω μετά να τραβήξουμε ευθείς αμέσως καταπάνω για τις κρυμμένες -μέσα στα μπαμπακένια σύννεφα- κορυφές τους. Τι λέτε; Συμφωνείτε; Γιατί εγώ ειλικρινά δε κρατιέμαι. Πρέπει οπωσδήποτε να τους αποδείξω, σήμερα κιόλας, ότι παρόλο που οι φτερούγες μου είναι ακόμα μικρές, άγουρες, αδύναμες και άμαθες για τέτοιου είδους ύψη, μπορώ και με το παραπάνω μάλιστα με σας κάτω απ’ τα πόδια μου ν’ ανέβω ακόμα ψηλότερα, κατακτώντας έτσι γι’ αρχή την υποδεέστερη, χα, κατ’ εμέ κορυφή τους… Κι εδώ πολύ λογικά εσείς πούπουλά μου που δε ξέρετε, θα με ρωτήσετε: ‘Γκάμπριελ, κι αφού το επιτύχεις αυτό, τί θα έχεις κερδίσει;’ Ναι, ουσιαστικά ένα… τίποτα, θα σας απαντήσω. ‘Άρα, γιατί τόση προσπάθεια, τόση βιασύνη κι ενθουσιασμός, για ένα τίποτα;’ θα είναι τότε εύλογα η αμέσως επόμενη ερώτησή σας. Σωστά. Μόνο που αν δε με διακόπτατε κι ακούγατε εξ’ αρχής τη συνέχεια, θα βλέπατε ότι… προχωρώντας εγώ φυσικά στο ζητούμενο, που δεν είναι το ποιος έτυχε από φύσης του να έχει τη χάρη, αλλά το ποιος μπορεί πραγματικά να σταθεί με την αξία του δίπλα στον Μέγα Πλάστη, μ’ αυτό κατά νου μου καλά μου φτερά, και με τη χούφτα μου γεμάτη μαγικά αστέρια, προσβλέπω με λίγα λόγια να εκτοξευτώ ακόμα ψηλότερα του θρόνου Του, με σκοπό πλάκα-πλάκα στο τέλος εγώ να είμαι ο επόμενος διάδοχ…», πρόλαβε μονάχα να πει, καθώς το στόμα του φιμώθηκε ξαφνικά από ένα σκοτεινό και τρομαχτικά παραμορφωμένο… χέρι.
Αέρας δυνατός άρχισε τότε να φυσά, παρασέρνοντας με μανία κι οργή ανείπωτη στο διάβα του φτερά, πούπουλα, λευκά χαλιά, αφράτα σανδάλια, υπερηχητικές σανίδες, φτερωτά άρματα, λουλούδια, γρασίδια, καρπούς, δέντρα, ποτάμια, λίμνες, θάλασσες, βλέψεις, επιθυμίες, αλαζονικά όνειρα και μαζί τους παρέα και μια φουκαριάρα ηλιόλουστη μέρα, η οποία πριν προλάβει καλά-καλά να φτάσει στη μέση της, χάνονταν κι έσβηνε άδοξα μέσα σ’ αυτή την απόκοσμη αντάρα. Την κοσμική τρικυμία που είχε σηκώσει φυσικά με την ξιπασιά του ένα μικρό παιδί, επειδή πίστεψε πως με μια… χούφτα αστέρια θα μπορούσε πέραν της κατάκτησης των ιερών κορυφών, να εκθρονίσει και τον ίδιο του τον Δημιουργό, πέφτοντας τελικά το φουκαριάρικο με μια γερή κλωτσιά στα οπίσθια, απ’τον παράδεισο που ήταν, σα σκουπίδι τώρα στα καταραμένα Τάρταρα, τα οποία ξεκαρδίζονταν μάλιστα στα γέλια με τα χάλια τής κατάντιάς του. Το σπασμωδικό, το τρομαγμένο κι αναποτελεσματικό του δηλαδή φτερούγισμα, αφού ανήμπορο να ισορροπήσει απ’ το ουράνιο χαστούκι που μόλις είχε φάει στη μούρη, αβοήθητο γκρεμίζονταν μπροστά απ’ τους κρημνούς και τις χαράδρες σε μια άβυσσο πιο σκοτεινή, κακιά, μοχθηρή κι ανελέητη και από την ίδια ακόμα την… κόλαση.
Ο Γκάμπριελ σε μια στιγμή απελπισίας, άπλωσε με φοβερή δυσκολία -εξαιτίας τώρα της τρομαχτικής ταχύτητας που είχε αναπτύξει το σώμα του με τη πτώση- τα χέρια του προς τα πίσω, τραβώντας με το δεξί χέρι τις παιδικές του φτερούγες, μπας και μ’ αυτό τον τρόπο καταφέρει να τις μεγαλώσει λιγουλάκι κι ανακόψει έτσι τη φόρα του. Δυστυχώς όμως για κείνον, η πρώτη του απόπειρα έπεσε κι αυτή αμέσως μαζί του σούμπιτη στο κενό. Ξανάκανε, λοιπόν, τη κίνηση να τα ξεχειλώσει, αλλά πάλι το ίδιο αποτέλεσμα. Ένα τίποτα. Όσο και να χτυπιόταν δηλαδή, δεν φαινότανε πουθενά ν’ αποδίδει στην πλάτη καρπούς ο αγώνας του να κρατηθεί σ’ ευθεία κι οριζοντία πτήση. Παρά μονάχα με κάθε άλλη του προσπάθεια μαδούσε και πλήγιαζε απ’ τη λύσσα του ακόμα περισσότερο τα ήδη κατσιασμένα και ταλαιπωρημένα -απ’ την επιτάχυνση της βαρύτητας- φτερά του. Μέχρι που κάποια στιγμή πάνω στο ιδροκόπημα και την ταραχή του, του γλίστρησαν μέσα απ’ την αριστερή του χούφτα και τα τρία μαγικά αστέρια.
Έμεινε, λοιπόν, αβοήθητος στο πουθενά να κατηφορίζει κουτρουβάλα μία τεράστια και σκοτεινή καθ’ όλη της τη διαδρομή χαμένη λεωφόρο, στρωμένη αυτή αποκλειστικά με πίσσα και… λερωμένα πούπουλα. Ωστόσο βέβαια, μέσα σ’ αυτή τριγύρω του τη μαυρίλα, πού και πού έκαναν την εμφάνισή τους κάποια γερασμένα ή άρρωστα πιθανώς αστέρια, χαρίζοντας του έτσι τουλάχιστον με το αχνό τους φως στιγμές αντίθεσης για να μπορέσει ν’ αντέξει μέχρι τέλους τις ισχυρές δυνάμεις περιδίνησης.
Ίδιος, λοιπόν, με νεαρή πυγολαμπίδα που αποφάσισε να δοκιμάσει μια αφέγγαρη νυχτιά με δυνατό αέρα τα φτερά της, κουτρουβάλα έφερνε το σύμπαν, χτυπώντας δίχως καμιά λύπηση το απαίδευτο κορμί του πάνω σ’ αυτά τα διαστημικά ερείπια. Και κάθε που το βαρούσε, σκέφτονταν αν θα’ ταν ποτέ δυνατόν να κρατηθεί τώρα από ένα τέτοιο ουσιαστικά ναυάγιο και να μη πέσει έτσι στην κόλαση. Έλα, όμως, που αν και σαν τα φαντάσματα θαμμένα μέσα σε μια πηχτή θάλασσα, αυτά τ’ αστέρια είχανε άποψη και δε δέχονταν λέει με τίποτα στο κουφάρι τους για κάτοικο ένα έκπτωτο… πριγκιπόπουλο.
Αφού είδε κι απόειδε ο Γκάμπριελ, βαθιά απογοητευμένος κάποια στιγμή, δεν άντεξε άλλο κι έβγαλε από μέσα του ένα ξεψυχισμένο αναστεναγμό. Ύστερα απ’ αυτόν, σφράγισε οριστικά το στόμα, έκλεισε διαδοχικά με λύπη τα μάτια, βούλωσε τ’ αυτιά στα βουητά ολούθε, κι αφέθηκε ψυχή και σώμα στο πεπρωμένο του που έρχονταν πια με φοβερή ορμή καταπάνω του. Και τότε…
… Ένας δυνατός γδούπος ακούστηκε ξαφνικά μέσα στο σκοτεινό και μουσκεμένο -απ’ τα νερά της βροχής- σοκάκι. Γδούπος, ωστόσο, διαφορετικός. Καθώς δεν έμοιαζε καθόλου στη χροιά του με τους γνωστούς αυτούς γδούπους που έκαναν συνήθως τα ετοιμοθάνατα κορμιά αστέγων της περιοχής, όταν από την ασιτία, την κακουχία και τις αρρώστιες γενικώς, έπεφταν ξερά σαν τούβλα πάνω στο χαλασμένο πεζοδρόμιο.
«Αααχχχ!!!», ακούστηκε αμέσως μετά το υπόκωφο… γκουπ, κι ως δια μαγείας τότε μέσα απ’ τα ξεσκισμένα χαρτόκουτα και τα σκουπίδια πετάχτηκε ένα κοκαλιάρικο σκυλί.
… Ο Γκάμπριελ έμεινε για πολύ ώρα λιπόθυμος μετά τη πρόσκρουση. Και ξύπνησε μόνον όταν η γλώσσα αυτού του σκύλου απ’ το πολύ γλείψιμο στα χείλη και τη μύτη του, πέρασε κατά λάθος πάνω απ’ τα βλέφαρα του, ανοίγοντας του έτσι τα μάτια στον καινούργιο πλέον… κόσμο που είχε καταλήξει.
«Πού… βρίσκομαι;», ρώτησε σε μια στιγμή με φανερή δυσκολία στην άρθρωση τον σκύλο.
«Γαβ, γαβ, γαβ!!!», του απάντησε όμως ετούτος, κουνώντας ταυτόχρονα απ’ τη χαρά και την ουρά του.
«Σε ξαναρωτώ, πού βρίσκομαι; Είμαι στη κόλαση ή… πουθενά αλλού;».
«Γαβ, γαβ, γαβ!!!», του απάντησε ξανά ετούτος, κουνώντας συνεχώς απ’ τη χαρά και την ουρά του.
«Ε… δεν υποφέρεσαι εσύ!», είπε και τσαντισμένος σηκώθηκε με τα βίας όρθιος να τον κλωτσήσει. Μα… πριν προλάβει να το κάνει, ο σκύλος αυτός που τον είχε βοηθήσει να ξυπνήσει, είχε ήδη εξαφανιστεί από μπροστά του. Λες και τον είχε καταπιεί ολόκληρο η γη μέσα στη σκοτεινιά, τη παγωνιά, την υγρασία και τη μιζέρια που προσέφερε αυτό της το απομονωμένο και κακόφημο κομμάτι.
Για δευτερόλεπτα ο Γκάμπριελ έμεινε απορημένος να κοιτά μπροστά του το τίποτα. Χαμένος, κυριολεκτικά, μέσα στις μύριες σκέψεις και τα ανάκατα συναισθήματα του που προσπαθούσαν -η αλήθεια- με μεγάλη δύναμη να τον κρατήσουν έξω απ’ της ψυχής του το περίεργο παιχνίδι για να μη τρελαθεί. Δυστυχώς όμως για κείνον, το πνιγερό σκοτάδι που είχε άλλωστε καταπιεί με μεγάλη ευκολία πριν από λίγο τον κοκαλιάρη σκύλο, είχε φυσικά αντίθετη γνώμη, καθώς χωρίς κανένα συναισθηματισμό, κατέπνιγε τα πάντα ολόγυρά του σα μια κινούμενη άμμο -να πει κανείς- που δεν θα σταματούσε ποτέ της να ρουφά και να ρουφά, αν δεν κατέβαζε στα σωθικά της μέχρι και το τελευταίο πούπουλο απ’ τα τσαλακωμένα του φτερά.
Και τότε, εντελώς ξαφνικά, εκεί που όλα γύρω του έμοιαζαν να έχουν οριστικά τελειώσει, και χαμένα έτσι να βυθίζονται στο παγωμένο… τίποτα, του ήρθε μια αναλαμπή… Να φωνάξει δηλαδή δυνατά, όσο πιο δυνατά γινόταν τώρα…
«ΠΑΤΕΡΑΑΑ!!! Πατερούλη μου!», για να τον ακούσει και να τον σώσει έτσι από τα… κακά, τα μοχθηρά και λυσσασμένα σκυλιά που είχαν όπως φαίνεται ξαμοληθεί απ’ το χέρι τού Άδη με μια όρεξη να τον πνίξουν στο ίδιο του το αίμα, στέλνοντάς τον μετά κομματάκια σε μια κόλαση άλλη, διαφορετική, σκληρότερη, και ίσως χειρότερη απ’ αυτή που είχε ακούσει του Δάντη.
«Γαβ, γαβ, γαβ!!!», ήταν όμως προς μεγάλη του έκπληξη και πάλι η απάντηση που πήρε μέσα απ’ το ζόφος και το πλούσιο σκουπιδαριό που συντηρούνταν βασικά από κάθε άστεγο, όταν στραγγισμένος πλήρως απ’ της ζωής τα δεινά, αργοπέθαινε στο περιθώριο με ένα μονάχα δάκρυ στα μάτια, επειδή ποτέ του δεν του δόθηκε η ευκαιρία να δει για μια φορά έστω το αστραφτερό φως που βγάζουνε κάθε που βραδιάζει τ’ αστέρια σα νιώσουνε ασφαλή ότι όλα πια στα πόδια τους ετοιμάζονται να κοιμηθούν μακάρια.
«Όχι, όχι, όχι!!!», τσίριξε τότε φοβισμένος όσο ποτέ άλλοτε ο Γκάμπριελ, λες και το γαύγισμα τώρα ενός φουκαριάρη σκύλου τού έσκιζε τη ψυχή στα δυο. Λες και του προκαλούσε μεγαλύτερη φρίκη απ’ αυτή που είχε νιώσει πέφτοντας σαν το λαβωμένο πουλί από έναν ουρανό κάποτε γαλανό, σε έναν στη παρούσα φάση κολασμένο βαλτότοπο.
Στο σκοτεινό δρομάκι επικρατούσε πια νεκρική σιωπή. Σα να’ χε σκιαχτεί -λέει- ξαφνικά η πλάση τόσο πολύ με το ουρλιαχτό του Γκάμπριελ, που είχε βουτήξει σ’ ένα άγρυπνο κώμα, μέσα στο οποίο τώρα ακόμα και η εκνευριστική βροχή που έπεφτε, έμοιαζε θαρρείς να έχει φροντίσει απ’ τα ψηλά να φιμώσει κάθε άλλη της σταγόνα, έτσι ώστε όταν σκάσει κάποτε στο έδαφος, να μην δημιουργήσει κοσμοχαλασιά και της το διαταράξει.
Για πολύ ώρα λοιπόν… φύλλο δε κουνιόταν. Κιχ… δεν ακουγόταν. Μήτε ακόμα και ανάσα δε φαινόταν να βγαίνει από το στόμα κανενός. Του Γκάμπριελ δηλαδή, και του σκύλου αντίκρυ του, που του’ χε βγει απόψε τού φουκαρά το όνομα ότι ήτανε λέει τσιράκι του Άδη. Όταν κάποια στιγμή, από το πουθενά ακούστηκε ένα ελαφρύ μουγκρητό, ένα… ΤΑΚ αμέσως μετά, κι εν συνεχεία ένα… κατρακύλισμα.
Αυτό ήταν! Μέσα σ’ ένα ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων, σκύλου και μικρού αγγέλου, ήρθε μεμιάς η αναμεταξύ τους απόκοσμη σιωπή και έσπασε σε μυριάδες κομμάτια. Και για ελάχιστα δευτερόλεπτα τότε, όλη η διαμόρφωση σαρώθηκε καθολικά από ένα ανυπόφορο ανατρίχιασμα. Πήρε, δηλαδή, μια πρώτη γεύση στη ράχη της των αρχικών συμπτωμάτων τής… αποκάλυψης.
Ο Γκάμπριελ με το στόμα ορθάνοιχτο, έμεινε ξέπνοος να παρακολουθεί μονάχα το μυστήριο τής απόλυτης σιωπής να γκρεμίζεται πια για καλά, και όπως τα πεφταστέρια απλά να σωριάζεται καταγής. Τριγύρω του ένα πράμα, σα να’ τανε τώρα η αφεντιά του κατιτίς το σπουδαίο, που έπρεπε οπωσδήποτε απόψε να ραντιστεί μ’ αυτούς τους χρυσαφιούς κόκκους αστρόσκονης, η οποία πάλι πέφτοντας ασταμάτητα χάμω, μ’ ένα τρόπο μαγικό, μαγνήτιζε το μουσκεμένο δρόμο, αναγκάζοντάς τον έτσι και τούτον με τη σειρά του να συνεχίζει και να συνεχίζει το αρχικό κατρακύλισμα, με σκοπό να εμφανίσει μες απ’ το σκοτάδι στον αποσβολωμένο άγγελο το ένα από τα τρία του τελικά χαμένα… αστέρια.
«Να το! Δε το πιστεύω! Με βρήκε το ένα από τα τρία μου χαμένα αστέρια!», αναφώνησε μ’ ενθουσιασμό κάποια στιγμή ο Γκάμπριελ μόλις το είδε να έρχεται κατά πάνω του. «Θα τρελαθώ απ’ τη χαρά μου. Γιατί δεν είναι τυχαίο γεγονός. Όχι. Ξέρω εγώ καλά από πού εστάλη αυτή η βοήθεια», συνέχισε. «Γι’ αυτό αν μ’ ακούς… πατέρα, σ’ ευχαριστώ που εισάκουσες τη κραυγή απόγνωσής μου. Σ’ ευχαριστώ πολύ μες απ’ τη ψυχή μου που δε με ξέχασες σε τούτο τον άθλιο απόπατο που έχω ξεπέσει. Μόνος στο πουθενά και τα σκοτάδια να ετοιμάζομαι ν’ αναμετρηθώ με τ’ άγρια, τ’ αβυσσαλέα σκυλιά που αμόλησε απ’ το κλουβί με το δίκιο του ο Μέγας Δικαστής, κι όχι ο Πονηρός τώρα, εξαιτίας φυσικά της δικής μου…», μα πριν προλάβει να ολοκληρώσει τελικά τη πρόταση που είχε ετοιμάσει ο νους του για να τον εξιλεώσει στον θυμωμένο ουράνιο γεννήτορα, πετάχτηκε αιφνιδιαστικά μπροστά του με ταχύτητα αστραπής ο ξεχασμένος κοκαλιάρης σκύλος, αρπάζοντας του τότε μες απ’ τα χέρια ουσιαστικά μέρος απ’ το βοήθημα που του’ χε στείλει ο πατέρας του για να του ενισχύσει βασικά τη ψυχολογία για τη μάχη την οποία ο ίδιος με τ’ αλαζονικά του καμώματα -την αλήθεια- είχε προκαλέσει.
«Ε… μα τι κάνεις; Πού πας βρε σατανά; Γύρνα πίσω αμέσως! Το αστέρι που κρατάς στο στόμα είναι δικό μου. Δικό μου είναι πανάθεμά σε κι όχι δικό σου! Υποτίθεται πως μ’ αυτό εγώ θα σε αντιμετωπίσω. Μ’ ακούς;», φώναξε εξαγριωμένος λόγω της αιφνίδιας απώλειας μερίσματος της περιουσίας του ο Γκάμπριελ, βλέποντας τότε όμως κάπου εκεί στο βάθος τον κλέφτη σκύλο όλως περιέργως να σταματάει αμέσως, και με το βόλο του στο στόμα μία να γυρίζει το κεφάλι και να τον κοιτάει μες στα μάτια, και μία να το στρέφει προς μια άγνωστη εντελώς κατεύθυνση, σα να του έλεγε τώρα στη νοηματική γλώσσα των αδέσποτων, πως ήταν ώρα πια να τον εμπιστευτεί, να μη τον φοβάται, και να σηκώσει επιτέλους απ’ τα λασπόνερα τα φτερά του για να τον ακολουθήσει έτσι προς το…
ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΠΟΛΗΣ ΤΩΝ… ΑΓΓΕΛΩΝ (Los Angeles General Hospital)- έγραφε με μεγάλα, φωτισμένα γράμματα η ταμπέλα του επιβλητικού κτιρίου που κοίταζαν -για άλλη μια φορά αποσβολωμένα- τα μάτια του μικρού Γκάμπριελ.
«Ποπό!», αναφώνησε σε μια στιγμή εκτασιασμένος πλήρως απ’ το εκτόπισμα τής υπερκατασκευής μπροστά του. «Πόσοι… ξενιτεμένοι, πόσοι με… δυσμενή μετάθεση προστάτες να μένουν άραγες εδώ;», κι αμέσως την ερώτησή του ήρθε και του την απάντησε η ίδια η υπερκατασκευή μ’ ένα ελαφρύ της κύμα αέρα που μύριζε κυριολεκτικά… θάνατο.
«Όχι!», του ξέφυγε τότε. «Δε μπορώ να πιστέψω με τίποτα ότι ένα τέτοιο μεγαλοπρεπές οικοδόμημα, ένα… φωταγωγημένο παλάτι, που άλλο όμοιό του δεν υπάρχει ούτε στον παράδεισο, μπορεί τώρα να έχει χτιστεί από αδελφικό χέρι προς χάριν του διαβόητου μαυροφορεμένου θεριστή. Αποκλείεται. Κι ας βρίσκεται αυτό χτισμένο εδώ κάτω στα Τάρταρα! Αφού… στο κάτω-κάτω… το γράφει καθαρά και η επιγραφή πως σε αγγέλων πόλη βρίσκομαι!», φώναξε και υπέκυψε μαζί με τη παιδική του αφέλεια, που, γι’ άλλη μια φορά, τον παραπλανούσε και δεν τον άφηνε να καταλάβει πού βρίσκεται, αλλά και να θυμηθεί τα λόγια του πατέρα του, ο οποίος πολλές φορές στο παρελθόν του είχε πει πως μόλις ο… Χάρος γινόταν αισθητός, ήτανε σίγουρα εκτός της κόλασης. Και πιο συγκεκριμένα, κάπου αναμεταξύ ουρανού και γης, παρακολουθώντας σαν το αρπακτικό κάθε πιθανό στραβοπάτημα απ’ το ανθρώπινο γένος. Μιας και το τελευταίο ήθελε λέει από πάντα να μη παύει στιγμή με τις πράξεις του ν’ αποτελεί την πιο εύγευστη κι εύπεπτη μαζί τροφή για το μονίμως πεινασμένο στομάχι τού ανελέητου κι άσπλαχνου Θεριστή!!!
Με τα φτερά του πλέον μαραμένα να βουλιάζουν ολοένα και περισσότερο στα βρομόνερα που σχημάτιζαν τ’ αμέτρητα δάκρυά του, είπε διστακτικά: «Ε! Ε! Αν μ’ ακούει κανείς πατριώτης κι αδελφός εκεί μέσα, ας κάνει το κόπο να βγει στην είσοδο για να με υποδεχτεί. Έφαγα πολύ σκόνη και θρύψαλα στη διαδρομή μου απ’ τον παράδεισο για να φτάσω ως εδώ κάτω. Ένα καθώς πρέπει καλωσόρισμα, λοιπόν, δεν θα’ ταν άσχημο σ’ ένα οδοιπόρο άγγελο!».
Ένα δυνατό όμως… ‘γκρρρ’ ακούστηκε τότε, που αμέσως τού μάζεψε για καλά τ’ αποκαμωμένα του φτερά κάτω απ’ τα σκέλια. Ένα μουγκρητό τώρα όλο θυμό, αλλά και υπονοούμενα μαζί. Πως αν συνέχιζε, δηλαδή, ν’ αγνοεί χαρακτηριστικά τα σημάδια και να πιστεύει ότι επειδή μια ταμπέλα έγραφε πόλη των αγγέλων αυτό σήμαινε ντε και καλά πως βρισκότανε ασφαλής ανάμεσα στην ίδια του φάρα, τότε δεν θ’ αργούσε για πολύ το κτήνος που καιροφυλακτούσε ανήσυχο πίσω απ’ τη κλειστή πόρτα, να πεταχτεί απάνω του για να τον μαδήσει με τα κοφτερά του δόντια σαν το κοτόπουλο.
Τελικά, βλέποντας με τα πολλά τα δύσκολα, πως ήταν με λίγα λόγια εγκλωβισμένος στα έγκατα, κι ότι θα έπρεπε μάλλον μόνος του να τα βγάλει πέρα με τα δαιμονισμένα φαντάσματα που είχαν δυστυχώς κυριεύσει τη πόλη των συντρόφων του, με κομμένη κυριολεκτικά την ανάσα απ’ το φόβο ξεστόμισε τα εξής: «Πατέρα μου καλέ, όπου κι αν βρίσκεσαι αυτή τη στιγμή, συγχώρα με που δε μπορώ -όσο κι αν προσπαθώ- να φανώ αντάξιος των προσδοκιών σου! Που δεν έχω -αν θες την αλήθεια- τα κότσια, αλλά και τη δική σου δύναμη να σηκώσω τώρα στα δύσκολα το ανάστημα, για ν’ ανεμίσω έτσι επιδεικτικά στον ξορκισμένο εκεί μέσα που με περιπαίζει την περηφάνιά μου! Συγχώ…» μα πριν προλάβει όμως να ολοκληρώσει τη φράση του… «Αουτς!!!» ούρλιαξε, αφού είχε δεχθεί τώρα απ’ τον κοκαλιάρη σκύλο κατά μέτωπο επίθεση. Μια γερή δάγκα, βασικά, στη γάμπα γι’ αντίποινα προφανώς της λιγοψυχιάς του.
Σκύβοντας, τότε, να πιάσει αντανακλαστικά το πόδι του απ’ τον πόνο… «Γαβ, γαβ, γαβ!!!», του έκανε και πάλι ο σκύλος κουνώντας με μανία την ουρά, από απόσταση όμως φυσικά, μιας και ως πανέξυπνο τετράποδο που αποδεικνύονταν με την ώρα, εκτός του ότι είχε φροντίσει μετά τη κουτσουκέλα του ν’ απομακρυνθεί αρκετά από το άτριχο του κανί, μήπως και άρπαζε καμιά αδέσποτη κλωτσά στη μπασμένη -απ’ την πείνα του- κοιλιά, του έδειχνε τώρα κι επιδεικτικά με τ’ αστέρι μες στο στόμα και την ανοιχτή εκεί πέρα… πόρτα.
Μ’ ένα δυνατό φτερούγισμα ο μικρός Γκάμπριελ τίναξε από πάνω του λάσπες, μαδημένα πούπουλα και δάκρυα, κι όπως ήταν φουρκισμένος απ’ τη δαγκωματιά, όρμησε με φόρα στον φταίχτη σκύλο. Ετούτος, όμως τότε, βλέποντας τον να’ ρχεται φουριόζος καταπάνω του, τινάχτηκε σαν ελατήριο και μπήκε μέσα στο κτίριο, αφού αυτό ουσιαστικά επιδίωκε εδώ και τόσην ώρα με τα γαυγίσματα και τα κουνήματα της ουράς του. Ν’ αναγκάσει τον αφελή άγγελο να μπει μέσα στο νοσοκομείο, για να τον οδηγήσει έτσι…
«Ουστ! Έξω από δω βρομόσκυλο! Έξω!», βροντοφώναξε φανερά εξοργισμένος ένας χοντρός άνδρας με λευκά ρούχα, αντικρίζοντας στα ξαφνικά έναν αδέσποτο σκύλο να κάνει από μόνος του… εισαγωγή, και μετά απ’ αυτή να τρέχει σαν παλαβός στους διαδρόμους του νοσοκομείου μ’ ένα γυαλιστερό αντικείμενο στο στόμα.
«Μπράβο! Εύγε, συνάδελφε! Πες τα. Ν’ αγιάσει το στόμα σου!», του απάντησε ο Γκάμπριελ, φανερά συγκινημένος που επιτέλους συναντούσε έναν δικό του. Έναν άγγελο, δηλαδή, αρκετά… ευτραφή, που μάλλον ο καημένος απ’ την πολύ χοληστερίνη τού είχαν πέσει κι όλα τα μαλλιά και τα… πούπουλα μαζί.
«Προϊσταμένη, φώναξε γρήγορα την ασφάλεια, τον μπόγια, το εκτελεστικό απόσπασμα ή τέλος πάντων όποιον δε σιχαίνεται, για να έρθει τώρα αμέσως να μαζέψει τον αδέσποτο σκύλο, πριν ο άτιμος κόπρος προλάβει… Όχι, πανάθεμά τον!! Όχι! Προϊσταμένη, ο βρομιάρης ενημερωτικά μόλις πέρασε στην αποστειρωμένη περιοχή των χειρουργείων. Κάνε, λοιπόν, γρήγορα! Θα δημιουργηθεί σού λέω μεγάλο πρόβλημα. Σάλος θα γίνει. Άκου με εμένα. Θα μας κλείσουν όλους μέσα γι’ απολύμανση και προληπτικό εμβολιασμό για λύσσα!», συνέχισε να φωνάζει έξαλλος ο χοντρός άνδρας με τα λευκά ρούχα και παπούτσια.
«Αυτός είσαι δικέ μου! Έτσι σε θέλω. Αυστηρό! Κι όσο για τον σκύλο, ας τον να σε μένα. Αφού μέχρι να’ ρθει η ασφάλεια… τρέχα γύρευε! Θα έχει γίνει καπνός ο μπάσταρδος. Γι’ αυτό λοιπόν λέω πριν μάς ξεφύγει τελείως, ας αφήσουμε την κατάσταση εξ’ ολοκλήρου στην ταχύτητα των φτερών μου! Μιλάμε ότι είναι εγγύηση. Κι άλλωστε, μπέσα τώρα, έχω τους λόγους μου να τον κυνηγήσω. Αν δεν το ξέρεις, έχω από τα πριν ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί του. Προηγούμενα. Με καταλαβαίνεις, ε;», του απάντησε ο Γκάμπριελ, βλέποντάς τον όμως έκπληκτος να περνάει χωρίς καμιά αντίσταση μέσα απ’ το κορμί του μ’ ένα μακρόστενο πράμα που ήταν ντυμένο κι αυτό στα λευκά και κινούνταν πάνω στο πάτωμα με τέσσερα μικρά… απανθρακωμένα στρογγυλά άστρα.
Για κλάσματα του δευτερολέπτου τότε έμεινε ασάλευτος. Και μονάχα τα μακριά πυρόξανθα μαλλιά και τα κατσιασμένα του φτερά παλεύανε σαν τρελά να κατεβούνε ξανά στο πάτωμα, μιας και με τη ξαφνική διείσδυση τού αλμπίνου αγγέλου, ηλεκτρισμένα είχανε εκτοξευθεί στο ταβάνι να χαϊδεύουν και να χαϊδεύουν με τις άκριες τους τί άλλο, απ’ αυτό το καταθλιπτικά ξεθωριασμένο φιστικί χρώμα.
«Μπρρρ!!!» έκανε όμως σε μια ανύποπτη στιγμή, τινάζοντας έτσι όλη τη δυσάρεστη ανατριχίλα που είχε προσωρινά κυριεύσει το κορμί του. «Επιτέλους, ώρα για δράση! Ώρα να δοκιμαστώ. Καθώς επίσης και να προβάρω για πρώτη φορά την ταχύτητα και την αντοχή των φτερών μου. Ευχόμενος, βέβαια πάντα, όλα να πάνε κατ’ ευχή. Να μην αποτύχω δηλαδή, αλλά αντιθέτως να καταφέρω να στείλω με κλωτσιές πίσω στον Άδη ετούτο το… απολειφάδι που μου’ στειλε για σκυλί για να με φοβερίσει!», και με μια βαθιά αναπνοή, αποφασισμένος πλέον για όλα, αίφνης πετάρισε τις φτερούγες του κι απογειώθηκε τελικά μέσα σ’ ένα χαλασμό από πούπουλα προς την ανοιχτή πόρτα που οδηγούσε στο χειρουργείο, ξύνοντας βέβαια παράλληλα με τα πυρόξανθα μαλλιά του το καταθλιπτικά ξεθωριασμένο φιστικί χρώμα τής οροφής.
Ίδιος, λοιπόν, με χάρτινη σαΐτα που έσκιζε με φοβερή ταχύτητα αλλά και περίσσια χάρη τον ανακυκλωμένο αέρα του κλιματιστικού, κατευθύνονταν τώρα καρφί προς την ανοιχτή πόρτα. Όταν λίγο πριν προλάβει να τη διαβεί και να περάσει έτσι μέσα στην απαγορευμένη ζώνη του χειρουργείου, ξάφνου τότε να σου και πάλι μπροστά του ο υπέρβαρος αυτός αλμπίνος νοσοκόμος να σέρνει το ίδιο ακριβώς με πριν φορείο, κλείνοντάς του φυσικά εκτός από το δρόμο, ακόμα χειρότερα την ανοιχτή πόρτα στη… μούρη.
«Οοοχχχ!!!», βόγκηξε και σωριάστηκε με πάταγο πάνω στο παγωμένο δάπεδο.
Γκρεμοτσακισμένος, λοιπόν, για δεύτερη φορά, απέμεινε απαρηγόρητος στο πάτωμα να σιχτιρίζει με τα χέρια στα πονεμένα του μούτρα την ώρα και τη στιγμή που ο πατέρας του τού έφερε στην κάμαρη αυτά τα υποτιθέμενα μαγικά αστέρια.
Αυτά, τώρα, που αν και άφαντα, αποδεικνύονταν δυστυχώς όσο περνούσε η ώρα η χειρότερη τιμωρία για την αφεντιά του. Αφού, πέραν του γεγονότος ότι αποτέλεσαν την κύρια αφορμή για να πέσει κάποτε σαν το κλωσόπουλο από τη θαλπωρή και την ασφάλεια που συνήθως προσφέρει μία φωλιά, στα υγρά και σκοτεινά σοκάκια μιας πόλης φάντασμα, στην παρούσα φάση δεν έλεγαν να τον αφήσουν με τίποτα να σηκώσει κεφάλι, παρά πριονίζοντάς του με κάθε ευκαιρία ύπουλα τα φτερά και την ετοιμόρροπη δυναμικότητα, έμοιαζαν να θέλουν τα άτιμα μεθοδικά να τον αφήσουν κάποια στιγμή ακρωτηριασμένο να συρθεί όπως ακριβώς το φίδι, μπας και με το ισχυρό δηλητήριο της… ταπείνωσης, καταφέρει να καταπολεμήσει το ανθεκτικό μικρόβιο της… αλαζονείας, το οποίο απ’ τον παράδεισο είχε καθώς φαίνεται για καλά θρονιαστεί στα υψηλότερα, στ’ απάτητα -καλύτερα- στρώματα τού ακατέργαστου νου του.
… Λεπτά μετά τη πτώση… «Ήμαρτον! Ήμαρτον! Ήμαρτον!», βροντοφώναξε επηρεασμένος από μια ακόμη κρίση αυτογνωσίας και συνέχισε. «Ουράνιε Πατέρα εσύ παράκλητε, το πνεύμα τής αληθείας που τα πάντα εποίησες, συγχώρησε εμένα τον αμαρτωλό υιό σου που σκέφτηκα ότι με μια χούφτα… αστέρια θα μπορούσα να σε αντικατ…» μα πριν προλάβει ξανά να ολοκληρώσει τη σκέψη του, κραυγές απόγνωσης κι ακατάληπτα λόγια άρχισαν να του μαστιγώνουν με μανία τ’ αυτιά, το μυαλό και τη μετανιωμένη του καρδιά.
Έβγαλε τότε αμέσως τα χέρια απ’ το πρόσωπο, και είδε έκπληκτος πως δε βρισκόταν πια μπρούμυτα ξαπλωμένος στο πάτωμα, μα καθισμένος τώρα ανάμεσα σε δυο γυναίκες…
“Δε μπορεί να’ ναι αληθινό αυτό που μου συμβαίνει. Πώς σύρθηκα ως εδώ; Πώς βρέθηκα στη μέση καθισμένος ν’αντικρίζω…”, σκέφτηκε και συνέχισε “των… ανθρώπων τη μορφή; Γιατί όντας πεσμένος στον κόσμο των καταραμένων, εδώ το σουλούπι, η φωνή, και γενικώς τα οποιαδήποτε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, ξέρω πολύ καλά απ’ τον πατέρα μου πως δεν υφίστανται, μιας και η δύναμη της… ανάμνησής τους μετά τα μύρια μαρτύρια που υπόκεινται, μου’ χει πει πως παραδομένη κείτεται αεί στο πάτο των καζανιών σα… κατακάθι!!”.
Κοίταξε το λοιπόν γρήγορα δεξιά κι αριστερά για να βεβαιωθεί φυσικά για του λόγου του το αληθές. Όμως, προς μεγάλη του έκπληξη, και δεξιά κι αριστερά του κάθονταν πράγματι σκυθρωπά στις καρέκλες τους δύο ανθρώπινα πλάσματα. Μία γυναίκα απ’ τη μια, και μία γυναίκα απ’ την άλλη σαν τις συμπληγάδες πέτρες. Γεγονός που τον έκανε τότε να σκεφτεί πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο πως δεν ήταν αυτή η πραγματικότητα. Σίγουρα όχι. Αλλά μια ακόμη διαβολιά τώρα απ’ τα χαμένα του μαγικά… αστέρια.
“Αν δεν είμαι τελικά στην κόλαση τη… γνωστή, τότε πού να’χω άραγε… ναυαγήσει;”.
Για ώρα έμεινε ακίνητος. Μετέωρος ανάμεσα σε δύο κόσμους, που, ενώ έμοιαζαν εξωτερικά διαφορετικοί, όλως περιέργως έδιναν την εντύπωση μιας δίδυμης σχέσης. Μ’ένα περίεργο συναίσθημα διαρκώς να τον βασανίζει, να του σφίγγει την καρδιά σαν τανάλια και συνάμα να τον συνθλίβει ολόκληρο.
Ένιωθε τώρα αμελητέος. Ναι! Μικρός, ασήμαντος και πέρα ως πέρα ανύπαρκτος. Σα σκόνη -να πει κανείς- που αιωρείται σ’ένα σκοτεινό δωμάτιο, η οποία θα μπορούσε να γίνει ορατή μονάχα αν κάποιος αποφάσιζε να τραβήξει την κουρτίνα, αφήνοντας έτσι ελεύθερο τον ήλιο να πολιορκήσει με τις αχτίνες του το εμβαδό του χώρου.
Έπρεπε, λοιπόν, να κάνει κάτι. Έπρεπε να κάνει την παρουσία του αισθητή, να σπάσει -βρε αδερφέ- με κάποιο τρόπο αυτή την παγερή αταραξία. Και μάλιστα σύντομα. Πριν ο χρόνος κι η βαρύτητα προλάβουν να τον στρώσουν σα χαλί πάνω σε μαρμάρινη επιφάνεια.
«Εεεε… συγνώμη! Γιατί έχετε τα χέρια σας πάνω στα μούτρα σας;», ρώτησε -ως γνωστόν- με παιδική αφέλεια. Μα… απόκριση δε πήρε. Λες και δεν είχε βγάλει ο λαιμός του φωνή, παρά είχε μιλήσει στο νου του που μπορούσε να τον ακούσει ανά πάσα στιγμή χωρίς ουσιαστικά η γλώσσα του ν’αρθρώσει λέξη.
«Μπορώ να φανώ σε τίποτα χρήσιμος;», ξαναρώτησε με πιο ζωηρή φωνή και σταθερό τόνο στην άρθρωσή του. Αλλά και πάλι… τίποτα. Τζίφος! Καμία αλλαγή στη στάση των δύο γυναικών, που έκρυβαν διαρκώς τα πρόσωπά τους μέσα σε μπούρκες χειροποίητες από τις ίδιες τους τις χούφτες.
«Μα καλά, δε σκάτε χωμένες εκεί μέσα; Εγώ και μόνο που σας βλέπω, ασφυκτιώ. Πόσο μάλλον να το έκανα κιόλας για τόση ώρα… Είμαι σίγουρος πως τα χνώτα σας τώρα θα είναι σταγόνες που κατρακυλούν στα μέτωπά σας σαν καλοκαιρινός ιδρώτας», είπε και…
«Χρειαζόμαστε επειγόντως… ΑΙΜΑ!!!», πρόσταξε με αγωνία έκδηλη στη φωνή του ένας άντρας ντυμένος στα πράσινα, όπου επάνω στα ρούχα του υπήρχανε σαν πουά, πιτσίλες, κηλίδες και λεκέδες από ζωντανό…
«ΑΙΜΑ!!!», φώναξε ο Γκάμπριελ με όλη του τη δύναμη, βλέποντας έκπληκτος και τις δυο γυναίκες μαζί να πετάγονται σαν ελατήρια επάνω και να ξεσπούν σε λυγμούς, επαναλαμβάνοντας κι αυτές την ίδια ακριβώς λέξη: «ΑΙΜΑ-ΑΙΜΑ!!!».
Πριν προλάβουν να σφαλίσουν οριστικά οι δυο πόρτες που είχε ανοίξει με δύναμη ο άντρας με τα ματωμένα ρούχα, ο Γκάμπριελ πρόλαβε και χώθηκε από την χαραμάδα τους σ’ένα χώρο τώρα τελείως διαφορετικό, φωτισμένο μα συνάμα παγερό, μ’ομιλίες και φωνές μα συγχρόνως σιωπηλό, αποστειρωμένο και ταυτόχρονα βρωμερό, άρτια τεχνολογικά εξοπλισμένο, αλλά πάλι όμως άδειο-κενό, γεμάτο από ζωή, που οδηγούνταν απ’την άλλη με μαθηματική ακρίβεια σε μια απογοήτευση δυστυχώς νεκρική. Τόσο νεκρική, που παρόλο εκεί μέσα όλοι ήταν προετοιμασμένοι, κανενός ο νους δεν μπορούσε να τη χωρέσει.
Ξάφνου, τα φώτα χαμήλωσαν. Λες και κάποιος είχε βαλθεί γυρνώντας το ροοστάτη και μετριάζοντας την ένταση, να φτιάξει ατμόσφαιρα και να προετοιμάσει έτσι το έδαφος για την έλευση… Αυτού, που παρόλο εκεί μέσα όλοι ήταν προετοιμασμένοι, κανενός η καρδιά δε μπορούσε ν’αντέξει, ν’αποδεχτεί και να χωνέψει το γεγονός πως για να υπάρξει ζωή, πρέπει απαραίτητα να προϋπάρχει το αντίθετό της.
Έκανε κρύο. Την αλήθεια πολύ κρύο. Κι αυτό μπορούσε να το διαπιστώσει πολύ εύκολα απ’τα μπαμπακένια σύννεφα που έβγαιναν μέσα απ’το στόμα του κι απλώνονταν ελεύθερα στο χώρο, που πάλευε πια να μερώσει κι αυτός απ’τις φωνές, τ’ασταμάτητα ποδοβολητά και το μονότονο ήχο που έβγαινε απ’τα μηχανήματα, τα οποία ακούραστα όλη αυτή την ώρα αφουγκράζονταν τα στήθια δυο βαριά τραυματισμένων παιδιών. Δυο ψυχών που μάχονταν ακούραστα να κρατηθούν απ’το νήμα τής ζωής.
Η ατμόσφαιρα με την ώρα γινόταν όλο και πιο βαριά. Όλο και πιο σκοτεινή και κρύα. Και δεν έφταναν μόνο αυτά, αλλά είχε αρχίσει εκεί μέσα επιπλέον και να ζέχνει. Ένα πράμα από ψοφίμι. Μια μυρωδιά απόκοσμη, που σ’έπνιγε με κάθε ανάσα. Αφού ήταν τόσο πηχτή, που έμοιαζε να κατεβάζεις στα πνευμόνια λάσπη. Χώμα και συμφορά που έσερνε στο διάβα του ο ένας και μοναδικός. Ο… Θάνατος ο ίδιος! Αυτός που είχε μυριστεί -κατά πως φαίνεται- από τα έγκατα της γης τη ζωή να ξεγλιστρά μέσα απ’τους θώρακες δυο παιδιών που έπεσαν θύματα ενός μεθυσμένου οδηγού, και τώρα ξεσκίζονταν σε κομμάτια απ’τα σκυλιά του που βρομούσαν αρρώστια, σαπίλα και μαρασμό απ’τις αχώνευτες ψυχές οι οποίες πάλευαν απεγνωσμένα να βρουν το λυτρωμό έξω απ’το τρομαχτικό τους στόμα.
Ο Γκάμπριελ όλη αυτή την ώρα βρισκόταν κρυμμένος πίσω από ένα μηχάνημα το οποίο έσπρωχνε με βία αέρα μέσα στους πνεύμονες των δύο αγοριών. Παρακολουθούσε αυτή την τρόμπα ν’ανεβαίνει και να κατεβαίνει ρυθμικά, ίδια με ακορντεόν που έπαιζε πένθιμα εμβατήρια. Και… χωρίς να το συνειδητοποιεί, με το πέρασμα του χρόνου εναρμονίζονταν με τούτη τη παροχή οξυγόνου, όπως ακριβώς και τα δύο αγόρια που, με βήματα αργά, παρέλαζαν μπροστά απ’τη ζωή, η οποία τ’αποχαιρετούσε με μια θλίψη στα μάτια ανείπωτη.
Και τότε, πάνω σ’αυτό το μακάβριο σκηνικό, αποφάσισε ο… Λεγάμενος να γίνει ορατός, κι αυτός που δυστυχώς από δω και πέρα θα συνέχιζε το κατευόδιο για το ένα απ’τα δύο θύματα που μόλις είχε υποκύψει στα τραύματά του.
Μέσα στο χειρουργείο ακούστηκε ένας παρατεταμένος ήχος. Γεγονός το οποίο σήμαινε πως το ένα μηχάνημα είχε πάψει πια να μετρά τους σφυγμούς της καρδιάς, οδηγώντας έτσι μέσα από μια συνεχή λευκή γραμμή τη ψυχή του νεκρού στο ορθάνοιχτο στόμα τού Θανάτου.
Ο Γκάμπριελ βίωνε το όλο σκηνικό κυριολεκτικά παράλυτος απ’το φόβο. Κάθε σπιθαμή και όργανο τού σώματός του είχε παραδοθεί άνευ όρων στον τρόμο και τη φρίκη που προκαλούσε αυτή η τεράστια καταπακτή του Χάρου, η οποία ίδια με κοσμική ρουφήχτρα παρέσερνε στη δίνη της εμπειρίες, βιώματα και άλεθε στιγμές μιας ανολοκλήρωτης ουσιαστικά ζωής. Ζωής που ξεδιπλώνονταν τώρα ίδια με κινηματογραφική ταινία μπροστά στα ορθάνοιχτα μάτια, αλλά και μουσκεμένα απ’τα ούρα μπούτια του. Διότι την αλήθεια, ποτέ στη ζωή του μέχρι σήμερα δεν είχε δει κάτι παρόμοιο. Ούτε ποτέ είχε νιώσει την εμπειρία να βρίσκεται την ίδια στιγμή ψυχή και σώματι απέναντι από τον… Εφιάλτη! Μια σπιθαμή απόσταση απ’την σκληρή πραγματικότητα, και μια ανάσα μακριά από την τρέλα του. Τώρα για κείνον το αληθινό και τ’όνειρο μπλέκονταν κυριολεκτικά σα γόρδιος δεσμός μέσα του.
Οι εικόνες, οι ήχοι, οι μυρωδιές και τα συναισθήματα που του δημιουργούνταν, μπορούσαν με μια λέξη μόνο να χαρακτηριστούν ανατριχιαστικά… Νεκροταφεία ολόκληρα με σκόρπιους σκελετούς ολούθε αναδύονταν μπροστά του. Η μπόχα απ’τις χωματερές έπνιγε τα σωθικά του. Ουρλιαχτά απόγνωσης και πόνου τρύπαγαν τ’αυτιά του, και όλα αυτά μαζί, τον έθαβαν αργά σε λάκκο μαζικής ταφής. Πληροφορία σοκ, βέβαια, που είχε κρυφακούσει κάποτε να μεταφέρεται από τον εξαγριωμένο πατέρα του σε μια στρατιά αγγέλων, εξιστορώντας τους τότε για τα ειδεχθή εγκλήματα πολέμου των Ναζί.
Όταν… μέσα απ’αυτόν τον ορυμαγδό, το όνειρο και το πραγματικό, ξεπρόβαλε απ’τη καταπακτή σαν από μηχανής Θεός ένας πάνοπλος φτερωτός…
«Πατέρα;», ξεστόμισε άθελά του όλο απορία, με μια δόση όμως ανακούφισης. Μα… απάντηση δε πήρε.
«Πατέρα, εδώ!!», φώναξε κουνώντας και τα χέρια για να του υποδείξει το σημείο που κρυβόταν. Μα… καμιά απόκριση. Και πάλι τίποτα.
«Ε! Εδώ σού λέω. Εδώ!», είπε για τελευταία φορά και τότε…
“Αν η όψη τού Χάρου μπορούσε με άνεση να χαρακτηριστεί αποκρουστική, τρομαχτική κι απόκοσμη, τότε του πατέρα μου ποιά θα ήταν άραγε τώρα τα κοσμητικά επίθετα που θα μπορούσαν να στολίσουν τη μορφή του;”, αναρωτήθηκε και ξανάπεσε σε μια τρομάρα πιο παγερή κι από το ίδιο το χιόνι.
Ο οργισμένος άγγελος πολεμιστής που στεκότανε μπροστά στον Γκάμπριελ μ’ανοιγμένα τα φτερά, δεν έμοιαζε σε τίποτα με τον πατέρα του. Όχι! Σε τίποτα μα τίποτα.
“Σσσς… Όπως φαίνεται είναι κάποιος άλλος άγγελος, που του μοιάζει πάρα πολύ. Ίσως να είναι ο δίδυμος αδερφός του, που δεν έχω ακόμα γνωρίσει. Ναι, ναι. Γι’αυτό τον μπέρδεψα. Γι’αυτό και δεν ανταποκρίθηκε στα καλέσματά μου. Και γι’αυτό, ναι, τον φοβήθηκα τόσο πολύ που λούφαξα στη γωνιά μου”, ψιθύρισε μέσα του.
Γιατί την αλήθεια, του πατέρα του τα φτερά θυμόταν απ’το σπίτι ότι ήτανε λευκά σαν το μπαμπάκι, πλούσια και μεταξένια, όχι άγρια και πορφυρά όπως το αίμα. Του πατέρα του τα μαλλιά ήτανε πάντα λαμπερά, χτενισμένα και πιασμένα σ’όμορφη κοτσίδα, δεν ήτανε θαμπά, μουσκεμένα απ’τον ιδρώτα, ξέπλεκα και ανακατωμένα. Τα γένια του ήτανε πάντοτε λευκά, μακριά και περιποιημένα, δεν ήταν ποτέ τόσο… μαύρα, σγουρά και κομπιασμένα. Τα μάτια του ήτανε πάντα γελαστά (χμ… στις καλές του), εκφραστικά και είχανε το χρώμα του βυθού, που μ’ένα τρόπο μαγικό παντρεύτηκε με τη βροχή, φέρνοντας έτσι στην όψη του το μεγαλείο απ’το ουράνιο τόξο, δεν ήτανε όπως τώρα κόκκινα, παρανοϊκά κι αγριεμένα άδεια.
“Το σπαθί του ήταν πάντα καθαρό κι ασφαλισμένο στο θηκάρι. Η ασπίδα του επίσης γυαλιστερή, κρεμασμένη από ένα μεγάλο καρφί στο τοίχο, και αν και ταλαιπωρημένη…”, σκέφτηκε… μα πρίν προλάβει να ολοκληρώσει το συλλογισμό του, ακούστηκε από ένα γιατρό: «Τον χάνουμε!! Γρήγορα τον απινιδωτή για να τον επαναφέρουμε!!!».
ΜΑΚΕΛΕΙΟ!!! Ναι, αυτή είναι η λέξη που χαρακτηρίζει τα όσα έλαβαν χώρα μέσα στο χειρουργείο, ακριβώς μετά την αγωνιώδη κλήση του γιατρού για ανάνηψη στο δεύτερο παιδί που έχανε κι αυτό άδικα τη ζωή του.
Με τα μάτια ορθάνοιχτα και γουρλωτά, ο Γκάμπριελ είδε τον άγγελο πολεμιστή να φτερουγίζει έντονα, κι άξαφνα από τον χώρο τού χειρουργείου να βουτά με λύσσα ξανά στη μαύρη τρύπα, μέσα στην οποία ο Θάνατος και τα σκυλιά του τραβολογούσαν ήδη και τη δεύτερη ψυχή.
Τότε, σηκώθηκε όρθιος. Πήρε μια βαθιά ανάσα, κι αφού οπλίστηκε με θάρρος, περνώντας κυριολεκτικά μέσα από θορυβώδη μηχανήματα, ανθρώπινους κορμούς και πόδια που πηγαινοέρχονταν νευρικά, πλησίασε στη μαύρη τρύπα που είχε ανοιχτεί σα γεώτρηση κάτω ακριβώς από τη πλάτη τού παιδιού.
… Στο μεταξύ από πίσω του οι πόρτες του χειρουργείου δεν έλεγαν να σταματήσουν ν’ανοίγουν και να κλείνουν. Γιατροί έμπαιναν και έβγαιναν. Έξτρα μηχανήματα και φαρμακευτικό υλικό επιστρατεύονταν. Και μέσα σ’αυτό τον πανικό, την ένταση και την ιατρική κρίση, κάθε που άνοιγαν οι πόρτες, κραυγές απόγνωσης από τον διάδρομο αναμονής τού έσκιζαν την καρδιά. Μια μάνα, βλέπεις τώρα, έχανε τη γη κάτω απ’τα πόδια της, και μια άλλη δίπλα της καταριότανε την ώρα και τη στιγμή που βρέθηκε στο διάβα τού παιδιού της αυτό το μεθυσμένο καθίκι.
Έκλεισε για λίγο τα μάτια. Κοντοστάθηκε μπροστά στην τρύπα και άρχισε να ξεροκαταπίνει. Ήθελε με τρέλα να δει πού στα κομμάτια κατέληγε αυτό το πηγάδι. Τί υπήρχε, αλλά και τί συνέβαινε εκεί μέσα σ’αυτή τη σκοτεινή σήραγγα. Αλλά πάλι όμως… δεν ήθελε. Την αλήθεια φοβόταν. Έτρεμε στην ιδέα του τί θα μπορούσαν ν’αντικρίσουν τα μάτια του. Πραγματικά, ήταν πολύ μπερδεμένος. Οι εισερχόμενες πληροφορίες μέσα του ανάμικτες. Αλλά δυστυχώς όπως γίνεται πάντα, η περιέργεια είναι αυτή που νικά στο τέλος. Λογική, κριτική και σκέψη, φοβίες και αναστολές, παραμερίζονται μπροστά στη φύση τού μυαλού να θέλει να εξερευνά ό,τι βρίσκεται ουσιαστικά μπροστά απ’το συναίσθημα. Ναι, εκεί, πέρα απ’τα σύνορα. Εκεί που το μάτι δε φτάνει και ο νους δε μπορεί να συλλάβει.
Άνοιξε, λοιπόν, τα μάτια κι είδε!
… Στο μεταξύ, βέβαια, από πίσω του οι πόρτες τού χειρουργείου ανοιγόκλειναν διαρκώς. Ο ιατρικός πανικός βρισκόταν πια στο αποκορύφωμα τής τρέλας του, ενώ απ’την άλλη, οι δυο χαροκαμένες μάνες βρίσκονταν ήδη στο κρεσέντο τής παρακμής τους.
Το μαύρο φυσικά, όπως και τ’άσπρο απ’την άλλη, είναι δυο χρώματα ουδέτερα, που δεν μπορείς να τ’αναλύσεις. Είναι αυτά, δηλαδή, και τίποτε άλλο. Δεν είναι όπως τα άλλα χρώματα που έχουνε αυτό που λέμε αποχρώσεις. Το μαύρο από φύσης του είναι μαύρο, εξού το ίδιο και το λευκό. Τελεία και παύλα. Και ο μόνος τρόπος για να τα ορίσεις, να τα βάλεις κοντολογίς σε καλούπι, είναι να τους βάλεις ταμπέλα, παρομοιάζοντας τα με κάτι απτό. Για παράδειγμα: άσπρο σαν το γάλα, μαύρο σαν τη πίσσα, άσπρο σαν το χιόνι, μαύρο σαν το κάρβουνο κ.ο.κ.
Ο Γκάμπριελ έσπαγε το μυαλό του τί θα μπορούσε να βρει για να περιγράψει αυτό που έβλεπαν τ’αποσβολωμένα μάτια του. Μάταια, όμως. Γιατί όσο κι αν προσπαθούσε ο νους του να συντάξει γράμματα, για να βρεθεί έτσι η μήτρα που, με τους συνδυασμούς της, θα έδιδε την κατάλληλη λέξη, η οποία θα μπορούσε ν’αποδώσει αυτό το μαύρο, τόσο περισσότερο ετούτο το άτιμο από πείσμα άλλαζε σα χαμαιλέων μπροστά του.
Πραγματικά, ήταν απίστευτο. Αυτός ο άπειρος υπόνομος, που ποιος ξέρει πού θα ξέρναγε τ’απόβλητά του, δεν ήταν κατιτί το άψυχο. Όχι! Ήταν διάολε ένα λούκι με ζωή. Μέσα στο οποίο έρεε κάθε λογής διαβολικό σαράκι από φωνές και ουρλιαχτά, από βελάσματα και κλάματα, από αρρώστιες και θανάτους, πολέμους κι εγκλήματα πάθους, από βρισιές, κατάρες, προσβολές, μέχρι αποβολές, σχιζοφρένειες, τιμωρίες, βασανιστήρια και φυλακές. Ο μεγαλύτερος απόπατος που θα μπορούσε ποτέ κανείς να συναντήσει. Ο πιο σκοτεινός απ’όλες τις νύχτες του κόσμου μαζί. Ο πιο βρωμερός βόθρος. Η απόλυτη σιχαμάρα, η ανείπωτη οργή και η αχαλίνωτη παραφροσύνη. Το…
«Φύγε μπροστά απ’το… ΕΡΕΒΟΣ!!!», άκουσε να τον προστάζει μια βροντερή φωνή ίδια με του λιονταριού τον βρυχηθμό, που θα πρέπει να ταξίδευε με την ταχύτητα του φωτός για αιώνες μέσα στον χωρόχρονο.
Τρομαγμένος, ο Γκάμπριελ, έκανε τότε να κουνηθεί. Μα… τίποτα. Τα πόδια του ήταν τώρα καρφωμένα στο πάτωμα, βαριά κι ασήκωτα, και η μούρη του κολλημένη σε μια μούργα. Βλέπεις, χωρίς να το αντιληφθεί, ατενίζοντας τόσην ώρα τη φρίκη, είχε αρχίσει να ενσωματώνεται ψυχή και σώματι μ’αυτό το ζωντανό, κατάμαυρο σκουλήκι. Και κάθε που έκανε ν’απομακρυνθεί, όμοιο με κινούμενη άμμο το δόλιο, τον τράβαγε απ’τη μύτη. Τον παραμόρφωνε στο βαθμό να εθίζεται λίγο-λίγο στο ανήμερο και πρωτόγονό του ένστικτο, ώστε κάποια στιγμή αδύναμο και υπνωτισμένο, να τον καταβροχθίσει με μια χαψιά.
«Φύγε μπροστά απ’το… ΕΡΕΒΟΣ!!!», ξανακούστηκε να τον προστάζει η ίδια βροντερή φωνή λιονταριού που θα πρέπει να ταξίδευε με την ταχύτητα του φωτός για αιώνες μέσα στον χωρόχρονο.
Προσπάθησε για δεύτερη φορά να κάνει πίσω. Μα… και πάλι τίποτα. Το μυαλό του όσο κι αν το προσπαθούσε, το σώμα του αδυνατούσε ν’ανταποκριθεί. Ήτανε πλέον παράλυτος, άδειος από ζωή και στεγνός από βούληση. Κανένα αντανακλαστικό, κανένα νεύρο, ένστικτο ή τέλος πάντων ρυθμιστικός μηχανισμός δεν λειτουργούσε μέσα του. Το όλον του -καθώς φαίνεται- βρισκότανε για τα καλά σε νάρκη. Σ’ένα κώμα τόσο βαθύ, που θα’λεγε κανείς πως άγγιζε την αντίπερα όχθη. Από κει που λογικά ερχότανε αυτή η φωνή, η οποία τον προέτρεπε διαρκώς να φύγει.
Η τρίτη απόπειρα τού Γκάμπριελ έμελλε να’ναι και η φαρμακερή. Με το που πήγε να τραβηχτεί, το πρόσωπο του κόλλησε σαν τσίχλα επάνω σε μπαμπάκι. Αυτό ήτανε! Τώρα πλέον ήταν σε θέση να βιώσει και να δει τα όσα πραγματικά τραβούσε ο οργισμένος άγγελος πολεμιστής στον κάτω κόσμο.
… Στο μεταξύ από πίσω του οι πόρτες του χειρουργείου είχανε πάρει φωτιά. Γιατροί, οροί, φάρμακα και καλώδια γύριζαν σα γαϊτανάκι γύρω απ’το ετοιμοθάνατο παιδί. Και έξω στο διάδρομο δυο άμοιρες μάνες είχανε σωριαστεί λιπόθυμες στο πάτωμα.
Στρατιές ολάκερες από σαθρούς σκελετούς, ακέφαλους κορμούς, μισολιωμένους εγκληματίες, βιαστές, πληρωμένους δολοφόνους, βαρβάρους και λυσσασμένους σκύλους είχαν περικυκλώσει τον άγγελο πολεμιστή. Στα πόδια του μπροστά κείτονταν μυριάδες σάπια κορμιά, ακρωτηριασμένα χέρια και πόδια. Υπήρχανε και τρελοί, λοξοί και παλαβοί, που θανάσιμα πληγωμένοι στη ψυχή, ξέσκιζαν τούς ζουρλομανδύες τους τσιρίζοντας ασταμάτητα στ’αυτιά του. Απ’την λεπίδα τού σπαθιού του κατρακυλούσε πηχτό κατράμι, και κάρβουνα καυτά καίγονταν πάνω στην ασπίδα του. Στο πρόσωπό του ο ιδρώτας είχε τη μορφή και την οσμή τού πετρελαίου, και το στόμα του σαν εξάτμιση ξερνούσε καυσαέριο. Τα γένια του και τα μαλλιά του λαμπαδιασμένα, κι ο τόπος όλος γύρω του βρωμοκοπούσε θειάφι.
… Κάποια στιγμή ο κλοιός γύρω απ’τον άγγελο πολεμιστή άρχισε να στενεύει απειλητικά. Σήκωσε, τότε, το σπαθί του και πήρε ακόμη μερικές εκατοντάδες κεφάλια, όταν ξάφνου πίσω απ’το σβέρκο του ένιωσε μια σειρά από κοφτερά δόντια να βυθίζονται με ορμή στην καψαλισμένη του σάρκα.
Γύρισε απότομα το χέρι και βούτηξε όπως-όπως το κτήνος απ’τις τρίχες. Με μιας το πέρασε μπροστά. Ένα κομμάτι απ’το λαιμό του κρέμονταν ζωντανό στο στόμα ενός εκζεματικού λύκου. Έσφιξε τα δόντια απ’τον πόνο, και… με μια επιδέξια γρήγορη μαχαιριά, τον ξεκοίλιασε πέρα ως πέρα.
Σκουλήκια και κατσαρίδες γέμισε ο τόπος. Βδέλλες, κουνούπια και αλογόμυγες που του ρούφαγαν το αίμα. Ο αέρας έγινε βούρκος κι ο κόσμος όλος γύρω του σάπιος. Κάθε σπιθαμή και φίδι, κάθε κενό κι αράχνη. Όπου το βλέμμα του θωρούσε, έναν μακάβριο καταρράκτη συναντούσε. Θλίψη και απόγνωση παντού, κι ένα μωρό διαρκώς στα σκοτεινά να κλαίει. Αβάσταχτοι λυγμοί, πόνοι, κραυγές κι απέραντη ολούθε λύπη, σαν αιμοβόρες νυχτερίδες γυρίζαν στο μυαλό του. Ανατριχίλες σε όλο του το κορμί, και δαιμονισμένοι που σέρνονταν χαμένοι μες στη στάχτη. Πύρινες γλώσσες τού έκαιγαν τη ψυχή, και παράλυτοι με φτυάρι και κασμά τού έσκαβαν έναν λάκκο μες τη λάσπη.
Ο πόνος του ήταν παροιμιώδης, και η κούρασή του αβάσταχτη. Άρχισε να λυγά και το κορμί του να τρέμει. Οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν. Ο αναλώσιμος στρατός του Διαβόλου ξεφυσούσε τον καρκίνο των πνευμόνων του μπροστά στο αγριεμένο πρόσωπό του.
Όλα έδειχναν πλέον πως είχαν τελειώσει για τον άγγελο πολεμιστή…
«Αυτό ήταν. Δυστυχώς κατέληξε και το δεύτερο αγόρι. Σημειώστε παρακαλώ την ώρα του θανάτου… μεσάνυχτα ακριβώς!», είπε ο γιατρός και…
«Έλα δω παλιόσκυλο. Πιάστε τον! Αρπάξτε τον μπάσταρδο απ’το σβέρκο. Πού θα μου πας, θα σε πιάσω ρε κοπρίτη!!», είπε ο χοντρός νοσηλευτής, κάθιδρος και ξέπνοος πλέον απ’το ασταμάτητο κυνηγητό και τη φρενήρη καταδίωξη τού σκύλου μέσα στο νοσοκομείο.
Ο Γκάμπριελ κολλημένος στην άβυσσο σα μύγα πάνω σ’αυτοκόλλητη παγίδα, δεν μπορούσε με τίποτα ν’αντιληφθεί και ν’ακούσει τί γινότανε πίσω απ’την πλάτη του. Βλέπεις, η κόλαση τον είχε στην κυριολεξία στραγγίξει. Είχε ρουφήξει το μεδούλι της ζωής του μέχρι και την τελευταία σταγόνα. Κι όπως φαίνονταν τα πράγματα, όλα δυστυχώς και για τον ίδιο, όπως ακριβώς και για τον άγγελο πολεμιστή, είχαν απλά τελειώσει…
Όταν πριν λιώσει το κερί και σβήσει οριστικά η φλόγα, μέσα στη δίνη τού χαμού, ακούστηκαν απ’το πουθενά τα… γνωστά γαυγίσματα ενός κοκαλιάρη σκύλου.
«Εσύ;», μπόρεσε με τα βίας να ξεστομίσει μέσα απ’τα χείλη ο Γκάμπριελ, και είδε δίπλα απ’τα όρια τού προσώπου του μια φατσούλα γνώριμη.
Με τ’ασπράδια των ματιών του πρόλαβε να φωτογραφίσει κάτι γυαλιστερό να φεύγει απ’το στόμα τού σκύλου και σαν πεφταστέρι να ξεθωριάζει στο χάος.
“Δεν μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Δεν μπορεί να’ναι αληθινό!!!”, σκέφτηκε.
Μια γρήγορη γλυψιά στο μάγουλο, κι ένα ανεπαίσθητο… ΤΑΚ που θα πρέπει ν’ακούστηκε μέχρι και τη ψηλότερη, τη χιονισμένη κορυφή τού αιώνιου βουνού στον παράδεισο, ήταν αρκετά για ν’ανάψουνε τα αίματα και ν’ανατινάξουνε έτσι με μιας όλα ετούτα τα σατανικά φρικιά, τα δαιμονικά καθίκια, τ’αρρωστημένα καθάρματα κι όλη αυτή τους τη συμπαγή φρίκη μια και καλή απ’τα θεμέλια.
… ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ ΦΩΣ!!! Η λάμψη που απλώθηκε εν ριπή οφθαλμού στη συνέχεια ήταν τόσο δυνατή, που σχεδόν τού έκαψε τα μάτια. Το ίδιο επίσης δυνατό ήτανε και τ’ωστικό της κύμα που του ξερίζωσε κυριολεκτικά απ’τη ρίζα τον ομφαλό που είχε αναπτύξει με τη μήτρα του κακού.
Ένα επώδυνο… κρακ, κι ένα συντριπτικό… μπαμ, ήταν αρκετά για να συντελεσθεί η επιτακτική του άμβλωση.
Πεταμένος ο Γκάμπριελ τώρα κάπου -ποιος ξέρει πού- μισολιπόθυμος, πρόλαβε μονάχα να δει μια αστραπή με φορά αντίθετη απ’τη κανονική να χάνεται στον ουρανό, κι ένα ηφαίστειο μακριά να ξερνάει ακόμα δηλητήριο. Όμως, τα εγκαύματα στα μάτια του ήταν τόσο βαριά, καθώς και οι κακώσεις στο σώμα του, που δεν του επέτρεψαν να κρατήσει τις αισθήσεις του για πολύ.
Χαμήλωσε τα βλέφαρα, πήρε μια βαθιά ανάσα και… αφέθηκε.
Ετούτο το δειλινό, χωρίς κανείς να μπορεί ν’αιτιολογήσει το γιατί, φάνταζε μαγικό. Το κόκκινο, ως βάση ενός τεράστιου καμβά, απλώνονταν σε κύματα σε όλο το στερέωμα. Πηχτό και ζωντανό κυλούσε αργά, και σέρνονταν πάνω στα σύγνεφα, τα άστρα και την επικράτεια. Προχωρούσε και πήγαινε όσο το μάτι μπορούσε να δει. Μάλλον, από κει ψηλά, κάποιο έμπειρο χέρι οδηγούσε το πινέλο σταθερά στα άκρα. Στα πέρατα του κόσμου. Εκεί που σε κυματοθραύστη πάνω σκάγανε τα θαύματα και επιστρέφανε στη γη ντυμένα σ’άλλες αποχρώσεις. Μια κίνηση αέναη, ένας ρυθμός μεθυστικός που χρωμάτιζε σε κάθε κύκλο του τη θάλασσα και τα βουνά, τα δάση και τα λιβάδια, τους δρόμους και τα σπίτια στο χρώμα αυτό τ’ονειρικό. Τη θεϊκή παρέμβαση που κάθε μέρα εγκλωβίζονταν σε τούτη τη μαβί οικουμενική κορνίζα, για να μπορεί η καρδιά, ο νους και το συναίσθημα να τρέφονται διαρκώς με τη ζωή. Ειδάλλως, όλα θα φαίνονταν μάταια. Ανούσια και καταθλιπτικά ν’αλέθονται στης μέρας τη ρουτίνα. Εκεί μέσα που το πορφυρό δε βρίσκει ποτέ τη γαλήνη, παρά αραιώνεται και ξεθωριάζει με διαλύτη τη σελήνη…
Η νύχτα είχε πλέον μπει για τα καλά. Το φεγγάρι ολόγιομο κρεμόταν απλωμένο πάνω στα σύννεφα. Και τα άστρα κείτονταν σκόρπια και σιωπηλά, σαν ουράνια θραύσματα. Όλα, δηλαδή, έδειχναν καθώς πρέπει. Όλα τακτοποιημένα και το στερέωμα στη θέση του. Εκτός τώρα απ’τον καιρό. Το κρύο, βασικά, που παραδόξως ήταν τσουχτερό. Γιατί ποτέ άλλοτε η πόλη των αγγέλων (Los Angeles) δεν είχε τουρτουρίσει. Σήμερα, όμως, χωρίς κανείς να μπορεί να το εξηγήσει, οι τουρμπίνες τ’ουρανού είχαν ανοίξει ξαφνικά στο φουλ, σπρώχνοντας με βία ένα χαμηλό βαρομετρικό να καθίσει πάνω απ’το κεφάλι ενός λιπόθυμου αγγέλου.
… Ώρες πολλές μετά, ο Γκάπριελ έκανε ν’ανοίξει τα μάτια για να δει, μα τον έτσουξαν τόσο, που τα σφάλισε αμέσως.
«Πού είμαι;», αναρωτήθηκε. «Τί μου συνέβη; Είμαι ζωντανός ή πεθαμένος; Είμαι εδώ ακόμα στην κόλαση ή ξεθάφτηκα με την έκρηξη στη γη; Τί έγινε τελικά με τα δυο παιδιά; Που να’ναι άραγε τώρα; Κι ο άγγελος πολεμιστής ζει ή τον έφαγε το μαύρο το σκοτάδι; Κι ο πατέρας μου; Γιατί με ξέχασε; Γιατί μ’εγκατάλειψε μονάχο μου εδώ; Τι έκανα για ν’αξίζω κάτι τέτοιο; Υπάρχει κανείς να μου απαντήσει; ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΝΕΙΣ;», και έκανε να κουνηθεί, μα… το σώμα του είχε αντίθετη γνώμη. Ο πόνος ήταν τόσο ισχυρός, που τον καθήλωσε για τα καλά στην άσφαλτο.
Έμεινε τελείως ακίνητος για να καθησυχάσει κάθε ίνα τής ύπαρξης του που ταλαντευόμενη σα χορδή κιθάρας, παραπονιούνταν εντόνως για την λανθασμένη του επιλογή να κουνηθεί. Και εκεί στην απόλυτη στασιμότητά του, ήταν που ένιωσε για πρώτη φορά πώς αντιδρά ένα φυσικό-ανθρώπινο σώμα στον πόνο, αλλά και στη… θερμοκρασία.
Σπαρταρούσε όπως ακριβώς το ψάρι στη στεριά. Το τσουχτερό κρύο τού προκαλούσε ανατριχίλες, κι αυτή τώρα η πρωτόγνωρη αίσθηση στο δέρμα με τη σειρά της ερέθιζε τα αισθητικά του νεύρα, που έστελναν μηνύματα στον εγκέφαλο να διεγείρει με τη σειρά του τους μυς, ώστε μ’έντονους σπασμούς ν’αυξηθεί του σώματός του η μεταβολική δραστηριότητα, αντιδρώντας έτσι ως σύνολο στην επερχόμενη υποθερμία.
Μετά από κάποια ώρα όμως, οι μυϊκοί κλώνοι έγιναν ανεξέλεγκτοι και τόσο δυνατοί, που το σώμα του γύρισε να πάρει… εκδίκηση.
Ρόπιασε με μιας και άρχισε να παραμορφώνει άσχημα. Στην αρχή τα χέρια και τα πόδια του ψαλίδισαν, μετά στράβωσε η πλάτη, το σαγόνι μετατοπίστηκε στο πλάι, το κεφάλι στράφηκε δεξιά και τα μάτια τέλος αριστερά με τα βλέφαρα του ανοιγμένα. Και εκεί, σ’αυτήν την ανορθόδοξα βασανιστική στάση, είδε και τα πολύτιμα φτερά του εξαρθρωμένα να κοπανιούνται σαν παντζούρια πέρα-δώθε απ’τον αέρα.
«Υπάρχει, επιτέλους, κανείς να με ΛΥΤΡΩΣΕΙ;», φώναξε ο Γκάμπριελ απελπισμένος με όλη του τη δύναμη και…
Ακούστηκε τότε ένα δυνατό φρενάρισμα, μετά ένα τρομαχτικό ΜΠΑΜ!!, μια ανατριχιαστική κραυγή πόνου, για δευτερόλεπτα σιγή, κι ύστερα ένα σοκαριστικό… ΤΑΚ!!!
«Να πάρει. Φτου! Κοίτα. Κοίτα χάλια. Κοίτα τί μου έκανες βραδιάτικα ρε παλιόσκυλο. Πανάθεμά σε. Πώς διάολο βρέθηκες εσύ εδώ; Φτου. Ξέρεις πόσο κοστίζει ένας τέτοιος προφυλακτήρας; Ξέρεις;», είπε έξαλλος ο οδηγός τού αυτοκινήτου.
Όσο κι αν τον έτσουζαν τώρα τον Γκάμπριελ τα μάτια, όσο κι αν τον τράβαγαν οι μυς, όσο κι αν τον πλήγωναν τα ξεχαρβαλωμένα του φτερά, δεν ήταν τίποτε όλα αυτά μπροστά στο πόνο που του προκαλούσε το θέαμα ενός γνώριμου πια σκύλου αβοήθητος να ψυχορραγεί στη μέση τού οδοστρώματος μιας λεωφόρου με κατεύθυνση το… πουθενά.
… Έβγαλε τότε μια κραυγή ανυπολόγιστης ισχύος, που απ’την ένταση τής πίεσης σπάσαν τα κόκαλα, σχίστηκαν οι μυς και κόπηκαν στα δυο τ’αγγεία και τα νεύρα του. Κι αμέσως μετά, απ’την ηχώ τής φωνής του ξηλώθηκαν οι πλάκες απ’το πεζοδρόμιο, άνοιξε η άσφαλτος στη μέση, σπάσανε οι λάμπες σε κάθε στύλο, ξεριζώθηκαν οι προστατευτικές μπάρες, κι όλα αυτά τα συντρίμμια μαζί με τα σπασμένα φανάρια, τον προφυλακτήρα και τον απρόσεκτο οδηγό, σα σίφουνας σήκωσαν απ’τη γη το αιμόφυρτο σκυλί και τ’αδέσποτο αστέρι και του τ’απόθεσαν ευλαβικά στην αγκαλιά του.
Το σκυλί ανέπνεε βαριά. Κι ο Γκάμπριελ αντιλαμβάνονταν τη δυσκολία του επάνω στην κοιλιά του. Βλέπεις, με κάθε εισπνοή, τα θρυμματισμένα πλευρά απ’το ισχυρό χτύπημα τού προφυλακτήρα παίρναν θέση και σα λόγχες τρύπαγαν τού άμοιρου του σκύλου τον αφαλό. Όταν απ’την άλλη με κάθε εκπνοή, ένιωθε την πολικότητα τού πώς μπορούσαν οι πνεύμονες και η καρδιά τού ζώου να κάνουν χαρακίρι με τις μυριάδες οστικές σχίζες.
Το αίμα απ’το στόμα τού ζωντανού έρεε τώρα πηχτό, ζεστό και σκοτωμένο. Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα, οι κόρες διεσταλμένες, η γλώσσα κρεμασμένη, και τούφες απ’το τρίχωμα και την ζεστή του αναπνοή παρασέρνονταν κυριολεκτικά σα θύσσανοι απ’τον αέρα. Ήτανε ζήτημα πλέον χρόνου το πότε θα ξεψυχήσει!
Ο καιρός λυσσομανούσε άγρια, και οι διαθέσεις του ήταν πολικές. Τα σύννεφα εκεί ψηλά είχαν ξεσκιστεί, το φεγγάρι απ’την άλλη ξυλιασμένο είχε κατρακυλήσει σε μια γωνιά του ουρανού, κι όλα τ’αστέρια σαν παγάκια είχανε μετακομίσει στα πόδια τού Δημιουργού. Και κάπου εκεί στο σκηνικό, να σου κι ένα παιδί μ’ένα σκύλο αγκαλιά να προσπαθεί απεγνωσμένα με μια προσευχή, ένα δάκρυ κι ένα αστέρι, να επαναφέρει σε τροχιά μια τετράποδη ψυχή που τρίκλιζε μονάχη με την ουρά κάτω απ’τα σκέλια σε μια χαμένη λεωφόρο.
… Ώρες μετά, που έμοιασαν μ’αιώνα, αφού το πήρε απόφαση ότι είχε έρθει η ώρα πλέον ν’αποδεσμεύσει το σκύλο, χαλάρωσε αργά τα χέρια κι είπε: «Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ φίλε και σωτήρα. Συγχώρα με απ’την καρδιά για όσα σού έκανα και όσα σού είπα!», δίδοντάς του στο στόμα και το δεύτερο αστέρι. Μια κίνηση που θύμιζε επιβράβευση, μια χειρονομία όμως απ’τον Γκάμπριελ αποπληρωμής ενός χρέους. “Μου έδωσες εσύ ένα αστέρι αρετή στο έρεβος, σου δίνω λοιπόν εγώ ένα άλλο που πετάχτηκε μέσα απ’το φρικτό τροχαίο. Ταπεινότητα, καλό μου σκυλί. Οδηγός και φιλί για τη χαμένη λεωφόρο που σε περιμένει!”, σκέφτηκε κι αμέσως λιποθύμησε.
Λίγο πριν το οριστικό αντίο, ο σκύλος ξάπλωσε δίπλα σ’αυτόν που θεωρούσε από πάντα αφέντη. Τον κοίταξε στα μάτια, κι αν και κλειστά, είδε πως ήτανε υγρά και λυπημένα. Δύο γλυψιές τού άφησε τότε, μία σε κάθε μάγουλο για σουβενίρ και… χάθηκε παραπατώντας στο σκοτάδι μ’ένα πολύτιμο πετράδι ξανά μέσα στο στόμα.
Όταν κάποια στιγμή συνήλθε ο Γκάμπριελ, στη λεωφόρο υπήρχαν μόνο τα σκόρπια πούπουλά του. Ούτε γυαλιά απ’τα φανάρια του σπασμένου προφυλακτήρα, ούτε αυτοκίνητο κι οδηγός, ούτε συντρίμμια, μήτε όμως και το σκυλί που ξεψύχησε στην αγκαλιά του. Όλα φαίνεται πως τα’χε παρασύρει στο πέρασμά του ο αγέρας. Παρά μόνο τον ίδιο. Λες και δεν άξιζε η αφεντιά του ν’ανακυκλωθεί, να περάσει, δηλαδή, από μια μορφή σε μιαν άλλη για να διαιωνίζονται έτσι τα υλικά του.
«Είμαι ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΣ!!!», έσκουξε και μια αναπάντεχη δύναμη τότε τον τράβηξε με φόρα απ’τα φτερά, φέρνοντάς τον έτσι μετά από πολλές ώρες κατάκλισης, κάθετο πια στ’οδόστρωμα.
Ξεκίνησε να περπατά, μ’ένα αόρατο χέρι διαρκώς στην πλάτη να τον σπρώχνει, και κάθε τόσο απ’την σπρωξιά και την αδυναμία να παραπατά, να χωλαίνει, και να θέλει να πιαστεί απ’τα προστατευτικά κάγκελα για να μην καταρρεύσει. Και κάθε που λυγούσε, το χέρι το αόρατο τον κρατούσε με το κεφάλι ψηλά, τα μάτια του ανοιχτά, για να θωρεί έτσι τη… μοναξιά σε όλο της το μεγαλείο.
Για μια στιγμή, κοντοστάθηκε. Ανοιγόκλεισε γρήγορα τα μάτια, αντικρίζοντας ξανά και ξανά το τίποτα. Πουθενά πια τα σύννεφα, πουθενά πια και τ’άστρα. Έμοιαζε, θαρρείς, ο ουρανός να το’χε σκάσει δια παντός με τη σελήνη την ξελογιάστρα.
Άρχισε και πάλι το βήμα, κοιτάζοντας μονάχα μπροστά. Η καταχνιά ολούθε ήτανε η μοναδική του παρέα. Πηχτή κι αέναη τον ακολουθούσε σαν κατάρα, σέρνοντας συνάμα και στα πόδια του θρυμματισμένα όλα τ’άστρα, τον ουρανό, τα σύγνεφα, αλλά και τη σελήνη, που η δόλια απ’την λύπη της, είχε δυστυχώς αυτοκτονήσει.
Φοβήθηκε πολύ! Έκανε να το βάλει στα πόδια, μα στη σαστιμάρα του επάνω πάτησε κατά λάθος ένα ζωντανό σύννεφο, που τρομαγμένο άρχισε να καλπάζει στη χαμένη λεωφόρο με υπερβολική ταχύτητα, καθώς πουθενά γύρω δεν υπήρχε ταμπέλα με το επιτρεπτό όριο, περιπολικό ή φανάρι τέλος για να κόψει.
… Έτρεχε για ώρα καβαλημένος πάνω στο σύγνεφο. Στο βάθος έβλεπε ένα φως, κι αριστερά και δεξιά σωρός οι γαλαξίες, τα σούπερ νόβα, τα ουράνια σώματα και τα νεφελώματα.
Κάποια στιγμή η αναπάντεχη βόλτα τού έφερε στο νου μια γλυκόπικρη ανάμνηση. Θυμήθηκε την τελευταία του πτήση. Και πως απ’την ακμή και τη χλιδή τού παραδείσου, με μια άσχημη σκέψη πέρασε ευθύς αμέσως στην παρακμή και έκπτωτος έπεσε στη…
«ΤΟΙΧΟΣ!!!», τσίριξε κατουρημένος απ’τ’απρόβλεπτο και με μιας το σύγνεφο έπιασε τα… φρένα.
Η φρενιά θα πρέπει να διήρκεσε περίπου τρεις και βάλε αιώνες, μιας και η ταχύτητα που είχε αναπτύξει το αλαφιασμένο νέφος ήταν πλέον αστρική. Κι επειδή η πιθανότητα να σταματήσει πριν τον τοίχο έμοιαζε χλωμή, σήκωσε τότε το αλάνι σύννεφο χειρόφρενο και με… κωλιά χώθηκε σ’ένα στενό μαλλιά-κουβάρια. Βέβαια, μ’αυτή τη ριψοκίνδυνη λύση άδειασε κυριολεκτικά τον επιβάτη του σε κάτι άθλιους ντενεκέδες σκουπιδιών και κάτι άδειες κούτες απορρυπαντικών.
Κλάσματα τού δευτερολέπτου μετά, το σύγνεφο γκάζωνε ξανά σα δαιμονισμένο για τη χαμένη λεωφόρο με κάτι τσαλακωμένα κουτάκια μπύρας στην ουρά για παντιέρα.
Για πολλοστή φορά -μέσα στο τελευταίο διάστημα- ρημαγμένος ο Γκάμπριελ σέρνονταν σαν το σκουλήκι μέσα στη λάσπη και τα σκουπίδια, μπας και βρει σε τούτο το γνώριμο πλέον… αδιέξοδο της ζωής του κανένα πεταμένο βοήθημα για να σηκωθεί. Αλλά μπα, τίποτα. Φως πουθενά. Μήτε και το χέρι το αόρατο στα φτερά. Καμιά τύχη!
Σύρθηκε για ώρα στον ίδιο αφιλόξενο απόπατο όπου πρωτοτσακίστηκε. Η σάρκα απ’το στήθος και τη κοιλιά του είχε κοπεί σε δεκάδες σημεία. Το ίδιο και στα χέρια του, που μάλιστα σε πολλά σημεία δεν υπήρχε καν πέτσα. Η κατάστασή του ήταν τραγική, και σύμφωνα με το τελευταίο ιατρικό ανακοινωθέν τής συνείδησής του, κρίνονταν ιδιαίτερα κρίσιμη.
«Χμμμ… Μπορείς να εγκαταλείψεις, μικρέ!!», είπε ξάφνου τότε μια φωνή περίεργη, η οποία γλίστρησε σα χέλι πάνω στη γλίτσα.
«Ποιος είναι;», ρώτησε φοβισμένος ο Γκάμπριελ.
«Ένας… φίλος. Ναι. Πες πως είμαι ένας… φίλος απ’τα παλιά!», απάντησε η μυστήρια φωνή και ξαναγλίστρησε στη λάσπη, αφήνοντας πίσω της μια ανατριχιαστικά παγωμένη αίσθηση.
«Αλήθεια; Άρα αυτό σημαίνει ότι είσαι άγγελος που κατέβηκε στη… γη ή στην κόλαση ή… δεν ξέρω γω πού για να με σώσει, σωστά;», ρώτησε με τη γνωστή πλέον παιδική του αφέλεια ο Γκάμπριελ, ευελπιστώντας μέσα του σ’ένα θαύμα.
«Μμμ… ναι. Σωστά!», απάντησε η απόκοσμη φωνή και χώθηκε με μιας σ’ένα αδειανό μπουκάλι. «Άγγελος ήμουν κάποτε κι εγώ. Κι άγγελος συνεχίζω να πιστεύω ότι είμαι. Θαύματα έκανα τότε. Θαύμα θα πράξω και… ΤΩΡΑ!!!», συνέχισε να λέει η άγνωστη φωνή, με μια βαριά ηχώ που έβγαινε κάπως ζορισμένη απ’του μπουκαλιού την άκρη.
«ΜΗΝ ΤΟΝ ΑΚΟΥΣ!!!», πετάχτηκε και είπε μια διαφορετική φωνή, που σα λιοντάρι ερχότανε αγριεμένη μέσα απ’το σκοτάδι τού αδιέξοδου.
«Άγγελος ήμουν κάποτε. Κι άγγελος δηλώνω πως είμαι και ΤΩΡΑΑΑΑ!!!!», επανέλαβε η φοβιστική φωνή, κρυμμένη αυτή τη φορά σ’ένα λούκι.
«Θαύματα έκανες. Μα τα εγκλήματα που πράττεις μετρούν ΑΙΩΝΕΣ!!!», απάντησε η αγριεμένη φωνή, μιαν ανάσα απόσταση πριν αποκαλυφθεί.
Ο Γκάμπριελ τώρα τα’χε πια τελείως χαμένα. Από τη μια οι βαριές πληγές και το κακό του το χάλι, κι από την άλλη δυο φωνές που κρύβονταν μες τις σκιές παίζοντας κρυφτό η μία με την άλλη.
«ΦΑΝΕΡΩΘΕΙΤΕ!!!», φώναξε και τότε μέσα απ’το λούκι άρχισε να αναδύεται μια γνώριμη οσμή για τα ρουθούνια του, κι απ’το σκοτάδι τού αδιέξοδου αντίστοιχα μια γέρικη μορφή.
«Μπα…», είπε μόνο και “…μπά, δε νομίζω”, σκέφτηκε.
Τρομοκρατημένος, έκανε να το σκάσει. Μα τόσην ώρα ξαπλωμένος μπρούμυτα, το αίμα και το δέρμα του είχανε γίνει ένα με τη λάσπη, και παγιδευμένος σ’ένα αδιέξοδο, φαινόταν καθαρά πως η μοίρα τον ετοίμαζε για ακόμη μια σκληρή δοκιμασία.
Στα δεξιά του τώρα στέκονταν αγέρωχος ένας γέροντας με μακριά ασημένια μαλλιά, γένια που άγγιζαν το πάτωμα, μάτια πορφυρά κι αγριεμένα, γυμνός όπως τον γέννησε η μαμά του, μ’ένα μαδέρι μεταλλικό που στήριζε την οξύμωρη κορμοστασιά του.
“Πώς είναι ποτέ δυνατόν ένας που μοιάζει να είναι… χιλιάάάάδων ετών, να διατηρεί τη φυσική κατάσταση, τη μυϊκότητα και το αγαλματένιο σφρίγος των αρχαγγέλων;”, αναρωτήθηκε και έστριψε το βλέμμα του απ’την άλλη.
Στ’αριστερά του στεκόταν σε στάση προσοχής η… απόλυτη αντίθεση. Ένα κεφάλι νεαρού απείρου κάλλους, με μακριά μελαχρινά μαλλιά, μύτη, στόμα, ζυγωματικά σε αρμονία, δέρμα απαλό και τραβηγμένο τσίτα πίσω στο σβέρκο, με δυο μαύρες τρύπες μες σε κάθε του οφθαλμική κόγχη, που στηρίζονταν τώρα πάνω… σ’ένα σωρό από άθλιους και τσαλακωμένους σκουπιδοτενεκέδες.
«Οοο!!», είπε μόνο και ετοιμάστηκε για… μάχη!
Με μια δύναμη ανυπολόγιστης ισχύος, ο γέροντας χτύπησε το μεταλλικό του μαδέρι στο έδαφος. Μονομιάς η η γη σχίστηκε στα δυο και μια αστραπή ξεπήδησε από τα καυτά σωθικά της που τύφλωσε για καλά τον αντίπαλο, ο οποίος βέβαια προσπάθησε κάπως άγαρμπα ν’αμυνθεί, σηκώνοντας όπως-όπως στο εκτυφλωτικό φως το πρώτο εύκαιρο καπάκι.
Ο γέροντας ξαναχτύπησε μ’ανυπολόγιστη δύναμη το μεταλλικό του ραβδί στη γη, αλλά ο αντίπαλος προετοιμασμένος ετούτη τη φορά, απέκρουσε με χαρακτηριστική ευκολία την αστραπή, γυρνώντας την αμέσως πίσω στον αφέντη της. Σήκωσε, τότε, το… παλούκι ο γέροντας μπροστά απ’το σώμα, και με μια επιδέξια κίνηση τύλιξε την αστραπή όπως ακριβώς το πιρούνι τυλίγει το μακαρόνι.
… Αυτό το παράξενο παιχνίδι κράτησε για ώρα, μέχρι που η γη εξαντλήθηκε και δεν είχε να βγάλει άλλο ηλεκτρικό φορτίο. Και τότε ανέλαβε να συνεχίσει το παιχνίδι ο Σατανάς, εκσφενδονίζοντας απ’τους ντενεκέδες κάθε λογής σκουπίδι. Ο γέροντας από επιτιθέμενος, στην άμυνα πια άρχισε με το μεταλλικό του ρόπαλο ν’αποκρούει με τη σειρά του σύννεφο τα γυάλινα μπουκάλια και τ’αλουμινένια κουτάκια, όταν -διάολε- ένας ολόκληρος ντενεκές τον βρήκε στο κορμί. Σάστισε κι έχασε προς στιγμή την ισορροπία του. Μα η σιδερόβεργα του ανέλαβε προσωρινά να τον στηρίξει σα δεκανίκι. Άδραξε την ευκαιρία ο Δαίμονας και μ’αφορμή την πρόσκαιρη αδυναμία του αντιπάλου του, πρόλαβε ν’ανοίξει έναν βόθρο γεμάτο μ’αρουραίους. Μόλις τους είδε ο γέροντας… κοκάλωσε.
Ήταν τόσοι πολλοί, τεράστιοι, τρισάθλιοι και τριχωτοί, με ουρές μακριές σα φίδια και δόντια αρπακτικού, μάτια πονηρού, προδότη, συκοφάντη ρουφιάνου, και μια πρωτόγονη πείνα σαρκοφάγου, που δεν υπήρχε περίπτωση με τίποτα να τους αντιπαλέψει. Μετά, δεν ήταν μόνο ο ίδιος, ήταν και το παιδί που βρισκότανε στη μέση αβοήθητο. Σίγουρα αυτό το φουκαριάρικο για τους τετράποδους σατανάδες θ’αποτελούσε κολατσιό. Με λίγα λόγια μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Έπρεπε, λοιπόν, ν’αποφασίσει, να σκεφτεί, να καταστρώσει ένα πλάνο και να το πράξει άμεσα.
… Δευτερόλεπτα μετά… «Η ΤΑΝ Η ΕΠΙ ΤΑΣ!!!», βροντοφώναξε ενθυμούμενος τη μάχη των Θερμοπυλών και όρμηξε πάνω στο παιδί, σκεπάζοντας το με το σώμα του σαν ασπίδα Σπαρτιάτη πολεμιστή.
Σοκ και δέος επικράτησε μες το αδιέξοδο. Ένας τεράστιος και στιβαρός ουρανοξύστης αφού πρώτα οικειοθελώς κατεδαφίστηκε, εν ριπή οφθαλμού μετά καλύφθηκε από ένα σμήνος τρωκτικών που άρχισε να γλεντά με κάθε μπουκιά που έβαζε στο στόμα απ’τη μυώδη σάρκα τού γεύματός του.
Ο Γκάμπριελ στην κυριολεξία σκεπασμένος από ένα ανθρώπινο νταμάρι, προσπαθούσε με νύχια και με δόντια ν’αναπνεύσει. Δεν ήθελε τώρα απ’την απίστευτη πίεση τού βάρους να ρίξει πετσέτα και να εγκαταλείψει, όπως τον είχε προτρέψει άλλωστε το κακό. Όχι! Έπρεπε πάση θυσία το σώμα του ν’αντισταθεί, να βρει τρόπο, το κουράγιο και ν’αντιπαλέψει. Έπρεπε, κοντολογίς, να μείνει ζωντανός, για να υπάρξει έτσι λόγος στην αυτοθυσία τού γέροντα, ο οποίος ουσιαστικά ξεπούλαγε μπιρ-μπαρά τη ζωή του για τη δική του.
… Κάποια στιγμή όμως, μέσα σε τούτη την πέτρινη μήτρα που τον προστάτευε απ’τον εχθρό, διείσδυσε μια μυρωδιά δυσάρεστη.
«Αέρας!», σκέφτηκε μα πριν προλάβει να χαρεί… «Ωχ, κάπου τη ξέρω αυτή τη βρώμα!», κατέληξε να λέει.
Λεπτά αργότερα, το καταφύγιο του Γκάμπριελ είχε αρχίσει πλέον να σκυλοβρωμά για τα καλά. Φαίνεται πως κάτι κοφτερό, μόνιμα πεινασμένο κι επίμονα μοχθηρό, έσκαβε μεθοδικά κι ακούραστα λαγούμια με προορισμό το θώκο του. Ήθελε, βλέπεις, το μίασμα αυτό να μολύνει και να βεβηλώσει ένα τόπο ιερό. Τον παράδεισο όλο, που του προσέφερε απλόχερα με το κορμί του ο γέροντας.
Δεν άργησε πολύ ο κατακτητής να εισβάλει και ν’αρχίσει τώρα να λεηλατεί και να κατασπαράζει μια σάρκα… γάλακτος.
«Αααα!!!», ούρλιαξε απ’τον πόνο καθώς τ’αρούρια τού δάγκωναν το κεφάλι, τη πλάτη και τα πόδια.
«Βοήθεια! Γέροντα, σώσε με!!», ούρλιαξε. Μα… απόκριση δεν πήρε.
«Με τρώνε ζωντανό! Κάνε κάτι σε παρακαλώ!!», τσίριξε. Μα και πάλι απόκριση δεν πήρε.
«Ήμαρτον, Θεέ μου! Λυπήσουμε!!», ψέλλισε με τρεμάμενα χείλη και τότε ένιωσε κάτι ζεστό κι υγρό να τρέχει στα μαλλιά του.
Σταμάτησε να χτυπιέται κι έμεινε ακίνητος. Προς στιγμή παραμέρισε τον σωματικό του πόνο κι επικεντρώθηκε στο υγρό που είχε αρχίσει να κυλά αργά στο μέτωπο και τα μάγουλά του.
«Μπλιάξ!!!», ξεφώνισε όλο αηδία. «Εμετός, που να με πάρει!!».
Και πάνω στην υστερική του κρίση, ήρθε ένα δεύτερο κύμα εμετού, και ακολούθως ένα τρίτο, με κάτι σκληρό κι αχώνευτο να υπάρχει αυτή τη φορά στο περιεχόμενό του.
«Άουτσ!!!», πρόλαβε να πει κι αμέσως ακούστηκε ένα… ΤΑΚ!
Αυτό ήταν! «Σ’ευχαριστώ Θεέ μου!!», είπε μόνο και τινάχθηκε ψηλά με ορμή, αποτάσσοντας από πάνω του τον φουκαρά τον γέροντα και τα δαιμονικά αρούρια.
«Για σένα με αγάπη από ένα… ΦΙΛΟ!!!», είπε ειρωνικά στον ακατανόμαστο και του εκσφενδόνισε με δύναμη το τρίτο και τελευταίο μαγικό αστέρι.
ΜΠΙΝΓΚΟ!!! Στο δόξα-πατρί τον βρήκε το διάολο τής υπομονής το αστραφτερό βόλι. Χίλια κομμάτια έγινε η κεφαλή, όλη η ντενεκεδένια κατασκευή και ο σαρδόνιος γέλωτάς του. Βορά τα θρύψαλα τής ύπαρξής του στα στόματα των υποτακτικών του, που… δεν άργησαν φυσικά και πολύ να καθαρίσουνε τον τόπο και πρησμένα απ’το φαΐ ν’αποτραβηχτούν και πάλι στις σκοτεινές γωνιές των υπογείων κόσμων.
… Όσο διαρκεί ένας χτύπος της καρδιάς, τόσο περίπου κράτησε και η πτήση του Γκάμπριελ πριν σωριαστεί τελικά στο έδαφος.
Ξάπλα για ακόμη μια φορά, φώναξε: «Τα κατάφερα! Τον… πάταξα τον Σατανά!!», κι έστριψε τους βολβούς των ματιών προς τα πίσω για να εντοπίσει τον γέροντα…
Σουρωτήρι -χωρίς υπερβολή- από τον ανελέητο κανιβαλισμό που δέχθηκε στο σώμα ο γέροντας, ξεψύχαγε βουλιαγμένος σ’ένα τέναγος από πηχτό αίμα και επιπλέοντα ολούθε του σκουπίδια. Ο Γκάμπριελ, βλέποντας αυτή τη μακάβρια σκηνή, ένιωσε και το δικό του αίμα να πήζει, το μυαλό του να κολλά, τη γη να υποχωρεί και το σώμα του σαν καράβι να βυθίζεται σε μια θάλασσα πλατιά κι αφιλόξενη. Την αλήθεια, το θέαμα ήταν αποτρόπαιο. Αποκρουστικό κι αρρωστημένα άγριο.
Το σώμα τού θύματος έφερε τεράστιες πληγές. Απόδειξη τρανή για τού πώς έφτασαν και τα ποντίκια να του τρώνε στο τέλος και τη δική του παιδική ύπαρξη. Συγκεκριμένα τώρα, τα χέρια και τα πόδια τού γέροντα πολεμιστή είχαν από την βάρβαρη επίθεση δύο τεράστιες τρύπες που έβλεπες απ’άλλη. Στην πλάτη από την άγρια κακοποίηση υπήρχαν μόνο κάτι περισσεύματα από σάρκα και οστά που κρέμονταν στα πλάγια. Το κεφάλι όλο γεμάτο από βαθιές δαγκωματιές. Τα μάγουλα ήταν ανύπαρκτα, το ίδιο τα αυτιά, τα μάτια, καθώς και το συκώτι από την κοιλιά. Ως εκ θαύματος όμως, η καρδιά είχε παραμείνει ανέπαφη.
Του ήρθε να κάνει εμετό! Ξέρασε κάτι βλέννες πάνω του και πήγε για πολλοστή φορά να λιποθυμήσει. Μα την ώρα που χανότανε, εκεί που στρίβανε πλάγια οι βολβοί του, με το ασπράδι τους πρόλαβε να δει τη φιγούρα ενός καχεκτικού σκυλιού να τρέχει με το στόμα φωτισμένο προς το μέρος τού γέρου πολεμιστή.
Άλλαξε τότε ρότα στους βολβούς, τους έστριψε και πάλι πίσω και είδε έκπληκτος ένα… κουφάρι ν’αστράφτει σαν τον ήλιο. Φως καθάριο κι εκτυφλωτικό ανέβλυζε απ’την καρδιά, το οποίο έβγαινε απ’τα κενά του κι απλώνονταν παντού. Στο αδιέξοδο, τα γύρω στενά, τους δρόμους, τη γειτονιά, τις λεωφόρους, τη συνοικία και την πόλη όλη, φωτίζοντας έτσι σιγά-σιγά κάθε σκοτεινή γωνιά και κακιά πτυχή αυτού του μάταιου κόσμου.
Ο Γκάμπριελ χαμογέλασε. Άνοιξε διάπλατα τα χέρια και είπε: «Τελείωσε!!!».
… Στιγμές πριν εγκαταλείψει ο Γκάμπριελ οριστικά τα εγκόσμια, είδε από πάνω του ακριβώς να ύπταται περίτρανα ένας άγγελος εκθαμβωτικός και μεγαλοπρεπής, ίδιος ο…
Τα φτερά του ήτανε λευκά σαν το μπαμπάκι, πλούσια και μεταξένια. Τα μαλλιά του ήτανε λαμπερά, χτενισμένα και πιασμένα σ’όμορφη κοτσίδα με μια κόκκινη κορδέλα -όπου στις δύο άκριες της κρέμονταν αντίστοιχα δύο κόκκινα τριαντάφυλλα. Τα γένια του ήταν λευκά, μακριά και περιποιημένα. Τα μάτια του ήτανε γελαστά, εκφραστικά και είχανε το χρώμα του βυθού, που μ’ένα τρόπο μαγικό έμοιαζαν να είχαν παντρευτεί με τη βροχή, φέρνοντας έτσι στην όψη του το μεγαλείο απ’το ουράνιο τόξο. Κρατούσε στο ένα χέρι το πύρινο σπαθί και στο άλλο την ασπίδα, και επάνω στα λαμπερά φτερά του βολτάριζε κι ένα σκυλί που το’λέγαν… «Πάμε, ΗΛΙΑΧΤΙΔΑ!!!», άκουσε τον αρχάγγελο να λέει και τότε ήρεμος… αφέθηκε.
… Ο Γκάμπριελ άνοιξε τα μάτια. Για ώρα έμεινε ακίνητος. Μετέωρος ανάμεσα σε δύο κόσμους. Έναν που αντίκριζε μπροστά του, κι έναν που βίωνε συναισθηματικά μες την καρδιά του.
Ανοιγόκλεισε πολλές φορές τα μάτια. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησε πως δεν τον πονούσαν. Μπορούσε να δει καθαρά τον ουρανό, αλλά και πώς τα σύννεφα κει πάνω ήτανε άψογα κεντημένα και ταίριαζαν γάντι μ’αυτό το γαλάζιο φόντο. Μπορούσε επίσης με άνεση να κινήσει τούς βολβούς και μ’ευκολία να εστιάσει τούς φακούς.
Πέρασε κάποια λεπτά με το να επεξεργάζεται λεπτομερώς τα ψηλά χόρτα που βρίσκονταν τριγύρω του. Χαμογέλασε… διστακτικά. Ήθελε πολύ, την αλήθεια, ν’αφεθεί και να πιστέψει στο απτό, μα απ’την άλλη το όλο σκηνικό φάνταζε τόσο όμορφο για να’ναι αληθινό.
Έκλεισε για δοκιμή τα μάτια. Για ώρα πολύ έμεινε ακίνητος με το σώμα δεμένο στη στεριά, και τη ψυχή πάνω σε μια πιρόγα να κωπηλατεί αργά για τ’άστρα. Η καρδιά του χτύπαγε δυνατά. Την άκουγε πώς κάλπαζε ανάμεσα στα πνευμόνια. Συγκεντρώθηκε. Περίμενε την κατάλληλη στιγμή να της αρπάξει το χαλινάρι. Στο μεταξύ, τα μάτια του τρίβονταν επίμονα πάνω στα βλέφαρά του. Συγκεντρώθηκε ακόμη περισσότερο. Η αναπνοή του από γρήγορη και συρικτή, κόπασε και άρχισε να πέφτει, να γίνεται όλο και πιο βαθιά. Χαμογέλασε! Φανήκανε τα δόντια και άνοιξε… το στόμα.
Ο γαλανός ουρανός εκεί ψηλά, με τ’άψογα κεντημένα σύννεφα, ήτανε τώρα ταβάνι ξύλινο, βαρύ κι ασήκωτο που του πλάκωνε τα στήθια. Όμως, χαμογέλασε… διστακτικά. Μα δυστυχώς αυτή του την απόπειρα να το παίξει ξύπνιος, την πλήρωσε και πάλι ακριβά…
Με μιας ανοίξανε οι ξύλινοι ουρανοί, κι απ’τις τεράστιες καταπακτές πέσαν πλανήτες σταυρωμένοι.
Το στόμα του έκλεισε με δύναμη, τα χείλη κόλλησαν, τα δόντια σφράγισαν και η γλώσσα του αργοπέθαινε από ασφυξία.
«Μμμ… Δδδ… Οοο!!!», ακούγονταν μέχρι που είπε: «Μα δε μπορεί να μου συμβαίνει αυτό!!», κι ανέπνευσε.
Σήκωσε τον κορμό του κάθετα και έμεινε με το κεφάλι σκυφτό. Πήρε μια-δυο ανάσες και ξανάνοιξε τα μάτια. Ουφ!!! Ήταν περιτριγυρισμένος από ψηλά, τα ίδια με πριν καταπράσινα χόρτα. Και μπροστά στα μούτρα και τ’αυτιά του πέταγαν και σφυρίζανε ένα σωρό ζουζούνια.
Έγειρε τον κορμό τελείως εμπρός και έφερε το πρόσωπο μέτωπο με το χώμα. Τράβηξε μέσα του μια δυνατή τζούρα απ’την υγρασία, τη φρεσκάδα και τη στέρεη πραγματικότητα που ανέδυε η φύση. Χαμογέλασε. Όχι διστακτικά! Και μετά άρχισε να γελά, να γελά, να γελά και να ξεκαρδίζεται με τον ήλιο εκεί ψηλά που ο άτιμος χαριεντίζονταν με ένα τσούρμο σύννεφα. Άνοιξε τότε τα χέρια διάπλατα και έσκασε με τη πλάτη στο έδαφος. Το σώμα του ήταν κυριευμένο από χαρά κι ο ίδιος ποθοπλανταγμένος.
… Ώρες μετά απ’όργια ευφροσύνης, σηκώθηκε όρθιος. Χώμα και χόρτα έσταζε το κορμί του, και η αμβροσία τής ζωής πλημμύριζε και πάλι την ψυχή του. Τεντώθηκε με δύναμη. Κι ύστερα κοίταξε μπροστά, μετά δεξιά, αριστερά και τέλος έριξε μια ματιά και πίσω. Από Βορρά και Νότο, από Ανατολή και Δύση, ήταν το ίδιο και το αυτό. Σα να’χε τώρα ο Δημιουργός αποκοιμηθεί, ξεχνώντας πριν κλείσει το φως να αλλάξει και το τοπίο.
Περπάτησε για ώρες. Καμιά ιδιαίτερη αλλαγή. Η γη μονίμως στα πόδια του παρέμενε στέρεη και πράσινη… Γι’αυτό και περπάτησε ακόμα. Αλλά πάλι, τίποτα το διαφορετικό. Τίποτα το σπουδαίο κι ελπιδοφόρο. Παρά μόνο κάνα σύγνεφο που άλλαζε σχήμα στον ουρανό και περνιόταν για μοιραίο. Αυτό! Συνέχισε, λοιπόν, να περπατά απτόητος… Μέχρι που είδε σε μια στιγμή από μακριά να ξεπροβάλει ολόγιομη η σελήνη.
Άρχισε τότε να τρέχει, και να τρέχει, και να τρέχει όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο συντονισμένα, όλο και πιο κοντά της, ώσπου ξαφνικά έκανε ένα σάλτο και… βρέθηκε φαρδύς-πλατύς στην φωτεινή αγκαλιά της.
… Ρέμβασε για ώρες τον κόσμο, λουσμένος ολόκληρος από το σεληνόφως. Κάποια στιγμή, χορτασμένος απ’το θέαμα, είπε να φύγει. Ένα βήμα λοιπόν απ’το κενό, πριν κάνει τη βουτιά, έσκυψε και μάζεψε τρεις πέτρες. Τις έσφιξε με δύναμη στη χούφτα, και μετά σήκωσε το χέρι ψηλά, έκανε μια ευχή και με μια απότομη κίνηση… τις πέταξε. Η μία πήγε προς τη γη, κι έπεσε σε κάποιο ακρωτήρι, η δεύτερη κατέληξε στον ήλιο υπηρέτρια μετά από σκληρό παζάρι, και η τρίτη ξέφυγε στ’άγνωστο με χάρτινο καράβι. Τι το’θελε! Ένας αστερισμός ωρυόταν για ένα σπασμένο τζάμι, ένα νεφέλωμα για τρύπα στο ταβάνι, κι ένας Δημιουργός αναρωτιόταν τί ήτανε αυτό που Του έπεσε μέσα στο φλιτζάνι.
Έφυγε όπως-όπως απ’την ουράνια νύφη και μ’ένα σάλτο βρέθηκε στον Άρη τον πολεμιστή. Από κει με μια δρασκελιά στην Αφροδίτη την πλανεύτρα, με ένα άλμα στον αχόρταγο Κρόνο, με κωλοτούμπες στον Ποσειδώνα και τον Ουρανό, κι από κει με μακροβούτι στην Ανδρομέδα, και μετά πιο μακριά, πιο βαθιά, στα πιο περίεργα και σύνθετα, ώσπου στο τέλος έφτασε στο… άπειρο!!!
Έμεινε ακίνητος. Αμίλητος. Αμελητέος, μικρός, ασήμαντος κι ανύπαρκτος να επιπλέει σ’ένα πέλαγο από φως. Τόσο λαμπερό, που του’φερνε δάκρυα απ’την ευτυχία. Άνοιξε έτσι μάτια, αυτιά, χέρια, πόδια και καρδιά για ν’απορροφήσει με όλο του το “είναι” αυτή τη μοναδική εμπειρία. Την ανυπέρβλητη ομορφιά από τα μικροσκοπικά στίγματα που αιωρούνταν φωτισμένα ολούθε του. Μια χούφτα… αστέρια λαμπερά, του ίδιου τού Θεού καμάρια, που είχαν γυρίσει τον κόσμο τούμπα για να τον ταξιδέψουν τώρα εκεί. Ναι, εκεί που υπήρχε αυτό το διάφανο. Το καθαρό, το ακέραιο και η συμπαγής γαλήνη. Εκεί που η θάλασσα ήταν από πάντα ήρεμη, ασχέτως αν φυσούσε γύρω. Η μέρα και η νύχτα δίδυμα σε πλήρη αρμονία, αγκαλιά να μοιράζονται τον ίδιο γαλαξία. Κι ο θάνατος με τη ζωή με τον ίδιο λώρο άρρηκτα δεμένοι. Κρίκοι όλα τούτα να συνυπάρχουν αδιαίρετα μέσα στο σύμπαν. Ζεύξη παντοτινή. Αιώνια προς την πηγή ροή.
Έχωσε ανακουφισμένος και πλήρης το κεφάλι βαθιά μέσα στο αιώνιο πρίσμα, κι αμέσως η ύπαρξή του διαχωρίστηκε σε μυριάδες χρωματιστές ακτίνες. Τον πήγανε στο τέλος και είδε την αρχή. Την γέννηση και την ζωή. Την εξύψωση και την πτώση. Την σταύρωση, την ταφή και την Ανάσταση. Το σκότος, τα άστρα και την μεγάλη έκρηξη. Και έφτασε τελικά ως τον… Πατέρα του, τον Μέγα Δημιουργό και το Ύψιστον Δημιούργημά Του. Και ήτανε Εκείνος τόοοσο ψηλά, μα τόοοσο ψηλά, που μόνο με αρετή, υπομονή και ταπεινότητα, με φτερά Αρχαγγέλου όπως τώρα, θα μπορούσε να Τον πλησιάσει!!!
[N]
Railroad Switch Wings from… Metal to Mental
A small letter that makes the big difference
NO – used to express dissent, denial, or refusal, as in response to a question or request.
NAP – to sleep for a short time; to be off one’s guard.
NAG – to keep in a state of troubled awareness or anxiety, as a recurrent pain or problem.
NAB – to catch or seize, especially suddenly.
NOW – at the present time or moment; without any further delay; immediately; at once; at this time or juncture in some period under consideration or in some course of proceeding described.
NEO – new, recent; Neo is a fictional character and the protagonist of The Matrix franchise, created by the Wachowskis. He was portrayed as a cybercriminal and computer programmer by Keanu Reeves.
NAFF off – go away: used as an exclamation of impatience.
NODE – a centering point of component parts; a knot , protuberance or knob. Anatomy: a knotlike mass of tissue(lymph node); Pathology: a circumscribed swelling; Botany: a joint in a stem, a part of a stem that normally bears the leaf; Computers: a connection point in a network that is a processing device with an assigned address, as a router, computer terminal, peripheral device, or mobile device. B/ a data point or cluster within a tree or other information structure, as defined by its relationship to another data point or cluster.
NEMO – In Latin, “nemo” means “no one”. Due to its location far from all human life and emerged land, the “oceanic pole of inaccessibility” is appropriately named Point Nemo.
NIKE – the Greek goddess of victory.
NEAT – in a pleasingly orderly and clean condition.
NOOK – a corner as in a room, any secluded or obscure corner, any remote or sheltered spot.
NINE – a number, to perfection, in a highly elaborate or showy manner (dressed to the nines).
NOVA – a star that suddenly increases its light output tremendously as a result of a nuclear explosion and then fades away to its former obscurity in a few months or years.
NOTE – a written symbol used to indicate duration and pitch of a tone by its shape and position on the staff. In music, a note is a symbol denoting a musical sound. In English usage, a note is also the sound itself. Notes can represent the pitch and duration of a sound in musical notation. A note can also represent a pitch class. Notes are the building blocks of much written music: discretizations of musical phenomena that facilitate performance, comprehension, and analysis.
NOSE – The human nose is the most protruding part of the face. It bears the nostrils and is the first organ of the respiratory system. It is also the principal organ in the olfactory system.
NOOSE – one end of a rope tied to form a circle that can be tightened round something such as a person’s neck to hang, a serious problem or limit.
NABOB – any very wealthy, influential, or powerful person.
NITRO – containing or being the monovalent group NO2 united through nitrogen.
NIMBO – Luce intensa e circoscritta, disco luminoso posto sulla testa o intorno a essa, nell’iconografia sacra pagana e quindi cristiana.
NOVEL – new and different from what has been known before, new and not resembling something formerly known or used, not previously identified, original or striking especially in conception or style, an invented prose narrative that is usually long and complex and deals especially with human experience through a usually connected sequence of events, the literary genre consisting of novels.
NACRE – margarite (mother – of – pearl).
NADIR – Astronomy. the point on the celestial sphere directly beneath a given position or observer and diametrically opposite the zenith. Astrology. the point of a horoscope opposite the midheaven: the cusp of the fourth house. the lowest point; point of greatest adversity or despair.
NAVAL – relating to warships or to ships of all kinds.
NEXUS – an important connection between the parts of a system or a group of things, a relationship or connection between people or things, a causal link (the nexus between poverty and crime), a connected group or series (a nexus of theories a nexus of relationships).
NIGHT – the time from dusk to dawn when no sunlight is visible, absence of moral values, the beginning of darkness.
NAIVE – too willing to believe that someone is telling the truth, that people’s intentions in general are good, or that life is simple and fair. People are often naive because they are young and/or have not had much experience of life.
NEVER – not ever, at no time, not at all, absolutely not, to no extent or degree.
NAILS – a small, thin piece of metal with one pointed end and one flat end that you hit into something with a hammer, especially in order to fasten or join it to something else; the hard, slightly curved part that covers and protects the top of the end of a finger.
NODUS – a difficult or intricate(having many interrelated partsor facets entangled or involved); complex complicated , hard to understand work.
NAKED – bare, stripped, or destitute (without means of subsistence, means of supporting life; a living. Philosophy: A/existence, especially of an independent entity. B/The quality of having timeless or abstract existence C/ mode of existence or that by which a substance is individualized).
NICHE (κόγχη) – a place or position suitable or appropriate for a person; an area or position that is exactly suitable for a small group of the same type.
NEUME – any of various symbols representing from one to four notes, used in the musical notation of the Middle Ages but now employed solely in the notation of Gregorian chant in the liturgical books of the Roman Catholic Church.
NORTH – the direction that goes towards the part of the earth above the equator, opposite to the south, or the part of an area or country that is in this direction.
NATURE – the physical world and everything in it (such as plants, animals, mountains, oceans, stars, etc.) that is not made by people, the natural forces that control what happens in the world, the way that a person or animal behaves : the character or personality of a person or animal.
NUMBER – (a sign or symbol representing) a unit that forms part of the system of counting and calculating, A number is a mathematical object used to count, measure, and label. The original examples are the natural numbers 1, 2, 3, 4, and so forth. Numbers can be represented in language with number words. More universally, individual numbers can be represented by symbols, called numerals.
NAUGHT – nothing , a cipher(zero), lost, ruined, worthless, useless, obsolete, morally bad, wicked..
NAPALM – a substance containing petrol that burns strongly and is used in bombs, especially to destroy areas of plants so that enemy soldiers cannot hide.
NUTRAL – not engaged on either side, a position of disengagement (as of gears).
NEWTON – Sir Isaac 1642–1727 English mathematician and physicist, absolute unit of force in the International System of Units (SI units), abbreviated N. It is defined as that force necessary to provide a mass of one kilogram with an acceleration of one metre per second per second.
NOSRUM – a medicine of secret composition recommended by its preparer but usually without scientific proof of its effectiveness, a usually questionable remedy or scheme (panacea).
NAPALM – a highly incendiary(used or adapted for setting property on fire)jellylike substance used in fire bombs, flamethrowers, etc.
NAGUAL – a guardian spirit among Mexican and Central American Indians, believed to reside in an animal.
NARROW(as an arrow) – of a small width in relation to length, limited in extend-amount or scope.
NEGATE – to deny the existence, evidence, or truth of.
NICETY – manner or living, exactness or precision, delicacy of character, as of something requiring care or tact.
NAGINI – the female counterpart of a Nāga, the king cobra, or a serpentine class of semi-divine deities found in Hindu religion; Voldemort’s snake in the Harry Potter series.
NESTLE – to lie or be located in a sheltered spot; be naturally or pleasantly situated, settle in a home.
NATURAL – existing in nature and not made or caused by people : coming from nature, not having any extra substances or chemicals added : not containing anything artificial, usual or expected; normal.
NEURONS – a grayish or reddish granular cell that is the fundamental functional unit of nervous tissue transmitting and receiving nerve impulses and having cytoplasmic processes which are highly differentiated frequently as multiple dendrites or usually as solitary axons which conduct impulses to and away from the cell body : nerve cell sense 1.
NEUTRON – an uncharged elementary particle that has a mass nearly equal to that of the proton and is present in all known atomic nuclei except the hydrogen nucleus.
NEMESIS – an opponent or enemy that is very difficult to defeat, one that inflicts retribution(punishment for doing something wrong, divine retribution [=punishment by God])or vengeance.
NANOBOT – a machine or robot built on the nanoscale, still in the research-and-development stage, with potential applications in medicine and industry.
NULLIFY – to deprive (something) of value or effectiveness; make futile(incapable of producing any result, ineffective, useless, not successful)or of no consequence.
NAIVETE – the quality or state of being naïve; natural or artless simplicity.
NOTHING – not any thing, no thing, no part, one of no interest, value, or consequence.
NEPTUNE – the Roman god of the sea, compare poseidon, ocean, the planet eighth in order from the sun.
NUCLEUS – the small bright body in the head of a comet, the small brighter and denser portion of a galaxy, a central point, group, or mass about which gathering, concentration, or accretion takes place: such as a cellular organelle of eukaryotes that is essential to cell functions (such as reproduction and protein synthesis), is composed of nucleoplasm and a nucleoprotein-rich network from which chromosomes and nucleoli arise, and is enclosed in a definite membrane, a mass of gray matter or group of cell bodies of neurons in the central nervous system, a characteristic and stable complex of atoms or groups in a molecule (see molecule sense 1) especially : ring the naphthalene nucleus, the positively charged central portion of an atom that comprises nearly all of the atomic mass and that consists of protons and usually neutrons, the peak of sonority in the utterance of a syllable, a basic or essential part : core.
NEGLECT – to not give enough care, attention or respect to people or things that are your responsibility, to not do something, often because you forget.
NICOTINE – a poisonous alkaloid C10H14N2 that is addictive and the chief active principle of tobacco and is used as an insecticide.
NUMEROUS – consisting of great numbers of units or individuals.
NOSTRILS – the two orifices of the nose. They enable the entry and exit of air and other gasses through the nasal cavities.
NEGATIVE – arked by denial, prohibition, refusal, marked by absence, withholding, or removal of something positive; denoting the absence or the contradictory of something.
NAPOLEON – Napoléon Bonaparte 15 August 1769 – 5 May 1821), was a French military and political leader who rose to prominence during the French Revolution and led several successful campaigns during the Revolutionary Wars. The Allied Powers declared that Emperor Napoleon was the sole obstacle to the restoration of peace in Europe.
NEGATION – the action of causing something to not exist or to have no effect, the exact opposite of something, or a complete lack of it, he act of saying no.
NITROGEN – a nonmetallic chemical element that under standard conditions is a colorless, odorless, inert gas, that constitutes 78 percent of the Earth’s atmosphere, and that is used especially in the industrial synthesis of ammonia, as a component of inert atmospheres, and in liquid form as a refrigerant.
NAZARETH – city in Galilee, northern Israel, southeast of Haifa, In the New Testament, the town is described as the childhood home of Jesus,[7] and as such is a center of Christian pilgrimage, with many shrines commemorating biblical events.
NOVEMBER – the 11th month of the Gregorian calendar, a communications code word for the letter “n”.
NARCISSUS – In Greek mythology, Narcissus was known for his beauty. He rejected all romantic advances, falling in love with his own reflection in a pool of water. After he died, in his place sprouted a yellow, white, or orange flower bearing his name.
NIETZSCHE – Friedrich Wilhelm Nietzsche 15 October 1844 – 25 August 1900) was a German philosopher, cultural critic and philologist whose work has exerted a profound influence on modern intellectual history. He began his career as a classical philologist before turning to philosophy.
NARRATION – a recital of events, especially in chronological order,as the story narrated in a poem or the exposition in a drama.
NARCOTICS – a drug (such as opium or morphine) that in moderate doses dulls the senses, relieves pain, and induces profound sleep but in excessive doses causes stupor, coma, or convulsions, an illegal drug such as heroin or cocaine.
NARRATIVE – a story that connects and explains a carefully selected set of supposedly true events, experiences, or the like, intended to support a particular viewpoint or thesis.
NANOSECOND – one billion of a second.
NAVIGATION – the act of directing a ship, aircraft, etc. from one place to another, or the science of finding a way from one place to another, the act of moving around a website or computer screen, or between websites or screens.
NIGHTINGALE – an Old World thrush (Luscinia megarhynchos synonym Erithacus megarhynchos) noted for the sweet usually nocturnal song of the male also, any of various other birds noted for their sweet song or for singing at night.
NATUROPATHY – a system of treatment of disease that avoids drugs and surgery and emphasizes the use of natural agents (such as air, water, and herbs) and physical means (such as tissue manipulation and electrotherapy).
NARRATIVIZE – to communicate(events or experiences) in narrative form, in order to better understand them.
NOTHINGNESS – the state of being nothing, something that is nonexistent, lack of being unconsciousness or death, utter ( speak or pronounce) insignificance, emptiness, or worthlessness, without value.
NATUROSOPHIE – anthroposophical naturopathy.
NAMELESSNESS – having no name.
NANOPARTICLE – a microscopic particle of matter that is measured on the nanoscale,usually one that measures less than 100 nanometers.
NONEXISTENCE – absence of existence.
NEBUCHADNEZZAR – also spelled Nebuchadrezzar was the second king of the Neo-Babylonian Empire, ruling from the death of his father Nabopolassar in 605 BC to his own death in 562 BC. Historically known as Nebuchadnezzar the Great, he is typically regarded as the empire’s greatest king. Nebuchadnezzar remains famous for his military campaigns in the Levant, for his construction projects in his capital, Babylon. Ruling for 43 years, Nebuchadnezzar was the longest-reigning king of the Chaldean dynasty. At the time of his death, Nebuchadnezzar was among the most powerful rulers in the world; The Nebuchadnezzar is a fictional hovercraft captained by Morpheus in the The Matrix franchise.
The Question Phenomenon
Βαρύς κι ασήκωτος σαν αρχαία σφαίρα από μολύβι! Ω ναι, σας βλέπω καλά αγαπητέ. Βουλιάζετε πάνω σε έναν καναπέ. Ναι. Ξέπνοος, κάθιδρος και κολλημένος πάνω σ’ένα του μαξιλάρι. Αυτό αντικρίζω. Το ίδιο ακριβώς βαρύ θέαμα. Ξανά και ξανά. Η ζωή ενός κοσμοκαλόγερου. Ένα σβήσιμο και μια επαναφορά. Μια διαδοχή που επαναλαμβάνεται και επαναλαμβάνεται χωρίς φορά, φθορά και φρένα. Ολοένα να γυρίζει γύρω σας κι εσείς να χάνεστε σε μια αδράνεια πάνω καρφωμένος σκέτη παράνοια. Η απώλεια των αισθήσεων είναι κατιτίς το φοβερό. Το ξέρω. Είναι ένα γεγονός παρασυμπαθητικά οδυνηρό, που σε κάνει το δόλιο ευθύς αμέσως ζουμερό και άρρωστο, χωρίς καμία εσωτερική συνοχή και βούληση. Βουλιάζετε αγαπητέ κοσμοκαλόγερε, και όσο αντιστέκεστε, όσο το προσπαθείτε με σπασμωδικές κινήσεις, όσο περισσότερο το παλεύετε συμπαθητικά για ν’ανεβείτε, τόσο περισσότερο η αγωνία σας αντιδραστικά λέει τότε κατεβείτε, με αποτέλεσμα να πνίγεστε σε μια βιοχημική έξαρση ορμονών και μια ανταρσία νευρικών ερεθισμάτων.
Όμως, για να μπορέσεις τελικά να επιπλεύσεις, να ισορροπήσεις σ’αυτή τη διαμόρφωση, ξέρεις απ’όταν μάθαινες μικρός κολύμπι πως πρέπει να αφεθείς. Έτσι δεν σας λέγανε άλλωστε οι γονείς; Χαλάρωσε, ηρέμησε, άσε το σώμα σου ελεύθερο, μη χτυπιέσαι να κρατηθείς στην επιφάνεια, άσε την επιφάνεια να κάνει αυτό που ξέρει, γι’αυτό και λέγεται επιφάνεια, αλλιώς θα λεγόταν τού άπατου πάτου η αφάνεια.
Άσε λοιπόν τη φύση να κάνει τη δουλειά της όπως ξέρει εκείνη καλύτερα και μην μπαίνεις απρόσκλητος στα χωράφια της, μην γίνεσαι ενοχλητικός και μπερδεύεσαι στα ποδάρια της, μην ανακατεύεσαι στο έργο της. Το να παρεμβαίνεις σε κάθε της φαινόμενο δεν σε κάνει εξυπνότερο, του εναντίον, σε κάνει εμπλεκόμενο με το άγνωστο. Καρφίτσα απάνω του. Αντίδραση αυτοξειδοαναγωγής, όπου το οξειδούμενο και το αναγόμενο είναι το ίδιο στοιχείο, το χάος, το μυστήριο.
Δεν χρειάζεται εν τέλει κόπος, αλλά τρόπος. Κι αυτό γιατί η επιφάνεια έχει τη φυσική ιδιότητα να χειρίζεται οτιδήποτε βρεθεί στο επίπεδό της με τον ίδιο πάντα τρόπο. Αυτόν τού να μένει εκεί, ουδέτερη, σαν το χέρι κάτω από την πλάτη, χωρίς την παραμικρή περιττή κίνηση, απλά με την άνωση να σε κρατάει ευθύ για να μη σου συμβεί η οποιαδήποτε στραβή.
Για θυμηθείτε τον εαυτό σας κάποτε στη θάλασσα. Για θυμηθείτε που ανάσκελα κοιτάγατε τον ουρανό κατάματα και φανταζόσασταν με τα πόδια τεντωμένα και τα χέρια στα πλάγια ότι πετάγατε με ένα αεροπλάνο.
Κι αναρωτιέμαι, μπορεί αυτό το παράδειγμα τώρα να χρησιμοποιηθεί για κάτι τόσο ιδιαίτερο όσο το δικό σας φαινόμενο; Όχι, όχι. Δεν μπορεί προς το παρόν ετούτο μου το παράδειγμα να γίνει το σωσίβιο, το αντίβαρο ή της ψυχής σας το παυσίπονο. Γιατί άλλο το ‘πνίξιμο’ τότε που μαθαίνατε κολύμπι κι άλλο το ‘πνίξιμο’ τώρα που έχετε γίνει ένα ανθρώπινο βαρίδι. Το μέταλλο εκ φύσεως ήταν, είναι και θα είναι πάντα βαρύτερο από κάθε όνειρο θερινής νυκτός. Αυτό είναι αλήθεια. Συνεπώς, γίνεται να πνίγεσαι και να μην αντιδράσεις; Δεν γίνεται. Λογικά, κάτι θα πράξεις αντανακλαστικά. Το μεγάλο ερώτημα όμως είναι τί. Αυτό το φαινόμενο που προκαλεί η ερώτηση, είναι το ίδιο που κρύβει στο τέλος και την απάντηση.
Ας πάμε το λοιπόν πίσω, στην αρχή και να θυμηθείτε πώς ξεκινήσατε. Μα φυσικά απ’την αγάπη. Όχι βέβαια την αγάπη σας για την πτήση αυτή καθεαυτή ως φυσικό φαινόμενο, γιατί αν ήταν έτσι θα είχατε γίνει παρατηρητής / φυσιοδίφης για να συνεισφέρετε με την ενδελεχή παρακολούθηση τής πτητικής συμπεριφοράς των πτηνών έναν ακόμη σημαντικό θεμελιώδη λίθο στο οικοδόμημα των φυσικών επιστημών, όπως ο Δαρβίνος ή ο Κάρολος Λινναίος, αλλά για τη μηχανή, και πιο συγκεκριμένα για τον εξεζητημένο Προμηθέα! Ένα φανταστικό δημιούργημα που, αν και μικρό, προσέξτε, επαναλαμβάνω, αν και μικρό, κρύβει τεράστια δύναμη μέσα από την απόλυτη υπεροχή που του προσφέρουν τα δυο του φτερά, η κοφτερή λογική και η τρομερή βαρύτητα.
Μεταξύ μας, βρίσκεστε εδώ γιατί αγαπήσατε το άπιαστο. Το μαχητικό, το αεροδυναμικό, το ευέλικτο και το άκρως επιταχυνόμενο. Κι επειδή το ανθρώπινο σώμα δεν έχει κατασκευαστεί, αλλά ούτε και μπορεί ν’ακολουθήσει την φρενήρη ταχύτητα και την ανάλογη αυτής βαρύτητα που φέρνει η συνεχής υπερπροσπάθεια, πρέπει με κάποιο τρόπο στο αναμεταξύ να προσαρμοστεί στο ν’αντέχει όσο περισσότερο γίνεται την ισχυρή πίεση που ασκεί η φόρτισή της. Ωστόσο, αν και η προσαρμογή θεωρείται κατά κανόνα απαραίτητη για την επιβίωση και τη διαιώνιση, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και αβλαβής, ειδικά μάλιστα όταν οι εκάστοτε συνθήκες προσαρμογής θεωρούνται εκ φύσεως ακραίες. Δράση – αντίδραση, με υπογραφή Sir Isaac Newton.
Δυστυχώς, όσο παράξενο ή αποκαρδιωτικό κι αν σας ακούγεται, σε αυτό το σημείο που βρίσκεστε, το μόνο συμβατό με σας και την κατάστασή σας είναι μονάχα το μέταλλο. Ναι, σ’αυτό καταλήγω και τίποτε άλλο. Η βαριά κι ασήκωτη Νευτώνεια αντίδρασή του, η μεταλλική ηχώ του, το σκληρό και άκαμπτο νευρωνικό κύκλωμα αντήχησής του. Δεν υπάρχει κάτι άλλο που να σας ταιριάζει. Έχετε γίνει ένα πια με τη δομή του. Εκεί είστε διαρκώς. Εκεί μέσα γυρίζετε συνεχώς. Ασχέτως αν κάποτε σάς γοήτευε ο απέραντος ουρανός. Εκεί. Ψάχνοντας διακαώς παρηγοριά και συνάμα γιατρειά στην ακαταστασία. Στου Ηφαίστου τη φωτιά και τα υπόγεια σιδηρουργία. Γιατί την αλήθεια εκεί υπάρχετε ατομικά. Εκεί ανήκετε μοριακά κι από κει ορίζεστε υπαρξιακά. Από μια ασφυκτική φυλακή φτιαγμένη για την ακρίβεια από μια γερή σφυριά. Παγιδευμένος σε λαμαρίνες και σίδερα, σε χτυπήματα και φορτία, σε μια εκκωφαντική ολούθε φασαρία και μια θερμοδυναμική του νου εντροπία. Σ’ένα μαγνητικό μπουντρούμι που δεν μπορείτε να εκτιναχτείτε όσο κι αν το προσπαθείτε. Σ’έναν νοητό εξομοιωτή που αντί να σας βοηθάει και να σας ανεβάζει, σαν τύραννος σας χτυπάει, σας κλωτσάει, σας ποδοπατάει και σας πετάει σαν τσαλακωμένο χαλκό όλο και πιο κάτω.
Για μισό λεπτό! Με παρακολουθείτε τί λέω ή μόνος μου μιλάω; Μόλις είπα νοητό εξομοιωτή. Μόλις έκανα -αν καταλάβατε- τη μετατροπή από metal σε mental. Έβαλα το ν, το νοητό στο αισθητό. Όλο αυτό τον καιρό είναι εδώ. Το νοητό, εννοώ. Metal και mental, το ίδιο και το αυτό. Για σκεφτείτε το. Η βαρύτητα δεν είναι μόνο μεταλλική, αλλά και αντανακλαστικά νοητή, ήτοι εγκεφαλική, νευρωνική, ηλεκτρομαγνητική. Δύναμη που σε αντίθεση με τη βαρύτητα μπορεί να προκαλέσει φαινόμενα έλξης αλλά και άπωσης (offset), αποδέσμευσης. Βλέπετε, η συμπαγής ανάμνησή της είναι που την κάνει στο χρόνο ανυπόφορη, μιας και η βαρύτητα κυριαρχεί μόνο όταν έχουμε ύλη σε μια οργανωμένη δομή – όπως για παράδειγμα το ανθρώπινο σώμα. Επομένως, αυτό που χρειάζεστε είναι να παρέμβετε δραστικά στο πρόγραμμα τού εξομοιωτή. Να βάλετε, δηλαδή, συνειδητά μες τη ζωή τον παράγοντα “Λευκό” που ξέρει πότε και πόσο να έλκει, όπως επίσης πότε και πόσο ν’απωθεί (equilibrium ).
Όπως πολλά άλλα κύτταρα στο σώμα μας, τα νευρωνικά κύτταρα έχουν την τάση να διατηρούν την ομοιόστασή τους. Η πυροδότηση δυναμικού δράσης είναι η πιο σημαντική λειτουργία που πρέπει να διατηρηθεί στους εγκεφαλικούς νευρώνες, καθώς είναι τα στοιχεία των νευρωνικών δικτύων. Εάν ένα στοιχείο πυροδοτεί δυναμικά δράσης με ασυνήθιστα υψηλό ρυθμό, ολόκληρο το δίκτυο θα μπορούσε να γίνει επιληπτικό. Ως εκ τούτου, οι νευρώνες του εγκεφάλου προσαρμόζουν την εγγενή διεγερσιμότητα της μεμβράνης τους για να διατηρήσουν τον ρυθμό πυροδότησης εντός του δικού τους βέλτιστου λειτουργικού εύρους. Όταν ένας νευρώνας λαμβάνει μια τεράστια εισαγόμενη δύναμη (input), θα μειώσει τη διεγερσιμότητα της μεμβράνης για να αποτρέψει την υπέρβαση. Όταν στερείται ερεθίσματος, η μεμβράνη γίνεται πιο διεγερτική για να αποφευχθεί η πλήρης ηρεμία. Η ομοιοστατική ρύθμιση της εγγενούς διεγερσιμότητας παρέχει σταθερότητα στο νευρωνικό δίκτυο απέναντι σε δυναμικές και πλαστικές συναπτικές εισόδους.
Ναι. Αυτή είναι η απάντηση που κρύβεται στο φαινόμενο ερώτηση. Η ανάκληση! Η επαναφορά μιας ανάμνησης στη μνήμη, (πληροφορική) η ανάγνωση δεδομένων από μνήμη, η νοητική εμπειρία τού να θυμάσαι καλά τη δύναμη που κρύβει μέσα της η ίδια σου η φύση. Θυμήσου, θυμήσου, θυμήσου…
Tο Λευκό! (βλ. White Angels και αγαπάτε αλλήλους) Παρατηρήσετε αυτή τη Λευκή ισορροπία στη σκέψη (sense of coherence). Κάντε το και θα δείτε ότι τη λίστα από Ν δεν σας την έβαλα κάτω από αυτό που γράφω τώρα, αλλά πάνω από αυτό. Αν σας την έβαζα από κάτω, θα έπρεπε να κατεβείτε ή να βουτήξετε σε αυτή, καλή ώρα όπως στα Θεοφάνια για να βρείτε το Ν που σας ταιριάζει ή του Σωτήρα το σταυρό και τη Νίκη.
Το Ν συμβολίζει ένα Railroad Switch όπως έχω είδη αναφέρει. Το Ν είναι επίσης και το Νέο ξεκίνημα (… “See, mother, I make all things New” – Passion of Christ) ή το New program στον εξομοιωτή. Τώρα όμως που είναι εσκεμμένα τοποθετημένη η λίστα από πάνω, θα ανεβείτε για να βρείτε το Ν που σας ταιριάζει. Κι επειδή δεν θέλω να σας ταλαιπωρώ, την έφτιαξα έτσι ώστε το κατάλληλο να βρίσκεται στον πάτο. Φανταστείτε να ήταν ανάποδα όπως είπα τα πράγματα και να χρειαζόταν να πάτε τέρμα κάτω για να πιάσετε αυτό που αναζητάτε. Ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω στην κατάστασή σας.
Και για να έχουμε καλό ρώτημα, τί βρίσκεται στον πάτο ακριβώς από πάνω σας; Α, ο Ναβουχοδονόσορ! Για τα πρακτικά, στην εισαγωγή με τίτλο Archangel είπα τα εξής:
Κι εσείς κάπου εκεί, μόνος, χωρίς κράνος, οξυγόνο και στολή αντιG, καταπλακωμένος από τόννους σύγχυσης, αγωνίας, απελπισίας, απόγνωσης κι οδυνηρής νευρωνικής ασφυξίας να περιμένετε και να περιμένετε ένα χέρι τώρα βοηθείας. Τον Ναβουχοδονόσορ ή Νεμπ, αν θυμάστε το σκάφος τού Μορφέα απ’την ταινία Matrix, να έρθει για να σας πάρει μέσα απ’αυτό το μακελειό, να σας λυτρώσει απ’αυτόν τον τρόμο, βασικά απ’τον άλλο μου, τον μαύρο εαυτό. Των Ταρτάρων και του αιώνιου σκότους Αρχάγγελο.
Ναβουχοδονόσορ. Στα αγγλικά, Nebuchadnezzar. Αν προσέξετε τη λεπτομέρεια στο όνομα, είτε αυτό είναι γραμμένο στα Ελληνικά, είτε πάλι στα Αγγλικά, θα δείτε ότι και στις δύο περιπτώσεις σχηματίζεται από τον ίδιο αριθμό γραμμάτων, 14 στο σύνολο.
Το N στο αγγλικό αλφάβητο είναι το 14ο γράμμα. Πραγματικά, αριθμοί και γράμματα μαζί ένας ολόκληρος σιδηρόδρομος με το Ghan (Afghan Express) να ταξιδεύει και να σφυρίζει… Metal. Κι ακριβώς από πάνω σας, έχω τους θρυλικούς Κρεμαστούς Κήπους της Βαβυλώνας που έφτιαξε ο γιος και διάδοχος του Ναβοπολάσαρ, ιδρυτής τής νεοβαβυλωνιακής αυτοκρατορίας, ο βασιλιάς [Ν]αβουχοδονόσορ / Nebuchadnezzar, που για την ιστορία αυτοαποκαλούνταν «μέγας αναστηλωτής και κτίτορας ιερών τόπων». Απλώστε το νου σας για να τους πιάσετε. Me[N]tal… ελεύθερος για απογείωση!!
Field of Dreams
Από ψηλά ατενίζεις μαύρη την επιφάνεια κοίτα καλά και θυμήσου κάποτε τί σου’πα
Δες τα κάνω όλα καινούργια δείχνουνε στο νου βαρύτητα και βαρβαρότητα μια σούπα
Φαίνεται παράδοξο μα των πράξεων άδοξο το τέλος πάει κει κάτω στο χάσιμο η λάμψη
Θέλει βοήθεια αλήθεια σού λέω το μούχρωμα δεν το μπορεί μονάχη να το παρακάμψει
Αν δεν συμβεί ένα θαύμα είναι η Γη όταν πετάς τότε θωρείς το κτίσιμο των Ηλυσίων
Αντανακλά μια μυρωδιά σε παρασέρνει μες στα σύγνεφα φωνάζουν όλα εδώ πλησίον
Στον πρωτομάστορα κάτσε κοντά μη βγάζεις άχνα καμιά της δεν λαχτάρησε τον κύβο
Όσο και να τον κοιτάς στα μάτια πάνω κύματα έρχονται σορός το όνειρο το είδα σκύβω
Απ’τη σκέψη όλα ξεκινούν και φεύγουν οι φωνές απόκοσμες ηχούν καμπάνες και βοές
Ξεστρατισμένες βρέθηκαν απ’την πηγή η στάμνα έσπασε και χύθηκαν στο χώμα εμβοές
Αχ οι τρελές τα’σκίσαν τα χαρτιά ήταν πρωτότυπα αντίγραφα τού παραδείσου σχεδιασμός
Νοητικός ήτανε όμως κι έμεινε έτσι χάμω να σέρνεται το αιώνιο φίδι κι ο αναβρασμός
Της πρώτης έδρας ο κορμός στραβός στο μάτι εισέρχεται κακό ο Πολύφημος είναι τυφλός
Ουρλιάζει η βάση κατράμι κείτεται σα σφαίρα αρχαία ορίεται ο Ωρίων όμορφος αεί σασμός
Αυτός είναι ο πρόδρομος αυτός ειν το καλό μιλάει ακούς γελάει στην άβυσσο ένας σεισμός
Σου λέει φτιάξτο σωστά από πάντα έφεγγε το πρίσμα αρχέτυπος πληροφορία η σάρωση
Μια λειτουργία κοσμική ανατολή και δύση ενός αστέρα του’μελλε πληγή βαθιά η χαλάρωση
Είναι Πατέρα άτιμη η ουλή θυμίζει ό,τι γρυλίζει γύρω μου αγκάθια λεν την παραμόρφωση
Δεν θέλω άλλη από δαύτη που είδα να εισέρχεται σα βίδα μες στο κορμί μου κι αναμόρφωση
Με 7 χρώματα η ηχώ σου ντύνεται το φως είναι ευφυΐα που μένει απάνω χτίζουνε φωλιές
Στα υψηλά κι απάτητα πετούν πουλιά τού ονείρου άυλα πνεύματα κρατούν σφιχτά θηλιές
Που κρέμονται σα ρίζες απλώνονται στα βάθη ο χρόνος έχει πέσει το ρολόι μονάχο του χτυπά
Αλίμονο το μαύρο όλα τα τραβά και τίποτα δε μένει παρά η λογική μονάχη της σφυροκοπά
Γιατί όλα μέσα του πηγαίνουνε σφόδρα ερωτευμένα με το άρμα που το ζώνουνε τα φίδια
Και μόνο να’ξερες ότι ένας μηχανισμός κρατά το άσπρο απ’των Ταρτάρων Μου τα βραχίδια
Έχουνε ανώμαλη υφή όπως του ωκεανού η ψυχή γιομάτη τρύπες δες σαν το σφουγγάρι
Όταν το βγάζουν άγουρο είναι κλειστό το κέλυφος θυμίζει από μακριά ολόγιομο φεγγάρι
Αντανακλά τον ήλιο βασιλιά και μια κορώνα χρυσαφιά στο θρόνο κάθεται δικέφαλος αετός
Και σπαρταράει χρυσόψαρο στα πόδια η δύναμη επιστρέφει νικητής θεός Ερμής ο φτερωτός
Καβάλα σ’άλογο μαχών ο επιζών ποτέ του δεν ξεχνά ότι η επιστήμη κελαϊδά με μικροσκόπια
Συμπεριφέρεται όπως το ράσο του παπά μια καταχνιά φωνάζει το λευκό απαντά με τηλεσκόπια
Οι ιδέες κοιτούν πλανήτες στριφογυρνούν το νεφέλωμα γυρίζουν τούμπα ένα κύκλοτρο πετούν
Το πιάνει αυτό ρωτά ποιο ειν το μέσο άραγε το κόκκινο το πράσινο ή το μπλε χασκογελούν
Παραμιλούν και φλυαρούν μα η συχνότητα αποφασίζει τί μένει στο τέλος μόνη αποφαίνεται
Τί απορροφάται στα σωθικά ενός θηρίου μία γριά φορά κουκούλα πορφυρή η κτίσης πλένεται
Σε καταρράκτες το στερέωμα ξεπλένεται η φθορά κατακρυλά από ψηλά ορίζεται η ορθότητα
Κι ενώ δουλεύεις ένα αρχέτυπο θεριεύεις άγρια επαναστατεί το Elysium μια τελειότητα
Ισχυρή απ’τα φορτία περιστρέφεται γύρω απ’τον κόσμο εσύ δημιουργείς τον ήρωα Αχιλλέα
Πού είναι ο σύντροφος σέρνεται και γδέρνεται το σώμα Πάτροκλε άχρηστο πετιέται σα σκελέα
Μα η ασπίδα μυρμηδόνα πυρόξανθε πολεμιστή είναι η λογική που κρατάει μια χούφτα αστέρια
Φωτεινά σαν τις πυγολαμπίδες ένα πράμα περίεργο τα φωτόνια φτιάχνουν πλέγμα χωρίς χέρια
Αιθέρια σε κρατάει το καθαρό είναι κλειστό κι αντανακλά όλα τα χρώματα μαζί το Άγιο Πνεύμα
Του Παντοκράτορα και Κοσμοκράτορα αξίωμα κρατά στο στόμα κλαδί ελιάς τής Αθηνάς το νεύμα
Πλανάται ολούθε μύρο και λιβάνι καίγεται το χέρι στο φλυτζάνι έπεσε μια στάξη τού φωτός
Αυτό δεν είναι ανθρωπίνως δυνατό που γίνηκε το κλείστρο κλείστο δεν έφταιξε ποτέ ο Χριστός
Αν στη δική σας στέψη υπάρχει χάσμα αναμεταξύ στο φως το σκότος είναι αντίθεση ισχυρή
Η επιστροφή ή έλευση είμαι Εγώ το Αγαθό συσπειρωμένο όπως η αστραπή Μου είναι φοβερή
Χτυπάει σ’έξι έδρες γύρω σχηματίζεται καπνός λευκός οι σωρείτες βαριοί κι όμως ψηλά αεί
Το χιόνι πέφτει βροχή απ’τη βαρύτητα και ο πάγος στα αζήτητα για όλους το νερό κυριαρχεί
Το θεϊκό ταλάντωση τεράστια ειμί η κληρονομιά κρατιέται πάνω σε μια σίτα που ανοίγει
Διαρκώς τα χρώματα Σουλιώτισσες μ’ένα τραγούδι η ψυχή χτυπιέται απ’το τέλος να ξεφύγει
Αφού η βάση που πατάς κρύβει μία σοφία είναι τ’άσπρο όπως φαίνεται ακέραιο ελαιοτριβείο
Συνθλίβει τον καρπό κουβάλα στο μυαλό για να’ρθουν όλοι αυτοί που έπεσεαν σε άτιμο σφαγείο
Στων ηφαιστείων τ’ορυχείο βγάζει αναστάτωση το κάρβουνο δεν είναι πρίσμα μα μήτε & κλειδί
Συντονισμού όλων των νευρώνων η εμπειρία τόξο ουράνιο του νου οι νεράιδες κρατούν ραβδί
Στοχάσου η συνοχή είναι διαθέσιμη στρατιά που αποτελιώνεται σε νησί ένας μύθος ο Ναπολέων
Πεθαίνει μόνος και εξόριστος στο χάος η ομοιόσταση ένα αστέρι αχ λαμπερό η NAP ο Λέων
Βρυχάται και διερωτάται ποια να’ναι άραγε η συνέχεια χειραφετείται και πάει ας τη μη τραβάς
Το πινέλο απ’τον Νταλί απλώνει τη μπογιά στα μάτια αίφνης ένας κύκνος ελέφας κι ο καμβάς
Ρωτάς πού πας δεν ξέρεις τί έκανα κάποτε εγώ ζωγράφιζα με τα ακροδάχτυλα σχέδια ονειρικά
Τοπία ξετυλίγονταν σουρεαλιστικά οι υποσυνείδητοι συμβολισμοί μες το κεφάλι έργα βιοχημικά