… για μισό λεπτό. Πριν ξεκινήσω τη δική μου συνεδρία, θα ήθελα να παρακαλέσω το κοντρόλ να κλείσει τον ήχο, το μικρόφωνο, το ακουστικό και τον διάολο, δηλαδή την κάμερα παρακολούθησης. Όλα κλειστά. Τ’ακούσατε; Τέρμα τα ψέματα. Καμία επαφή και κουβέντα πλέον. Κανείς δεν θα ξέρει τίποτα. Άκρα του τάφου σιωπή. Η επικοινωνία από σήμερα θ’αποδημήσει εις Κύριον, και μαζί της θα τραβήξει και το φως που θα κλείσει ΤΩΡΑ! Στα απόλυτα σκοτάδια και τα μυστήρια σφραγισμένος πια ο κύβος!!
Pitch black, black Sabbath, lady in black, black velvet, black widow, black butterfly, black adder, black dog, black panther, black mirror, black Friday, blackfield, black sails, back in black. ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΜΑΥΡΑ!!!
… και χωρίς άλλη κουβέντα, εντελώς ξαφνικά, σαν ανατριχιαστική τρομάρα στη θέα ενός παράφρονα, βούτηξε το αλαζονικό κτήνος απ’τα μούτρα, και στραβωμένο, παγωμένο, ωχρό από το σοκ και τον τρόμο όπως ήταν, το πέρασε με μιας ευθύς μπροστά απ’το ΜΑΤΙ.
Δεν είχα καμία αμφιβολία ότι θα επιλέγατε την επαφή στον πληθυντικό. Μια εξέχουσα προσωπικότητα όπως κι εσείς, μια μοναδική αυθεντία στο είδος της, η απόσταση ήταν και θα είναι ο πιο ασφαλής τρόπος για να κρατάτε σταθερή τη διαφορά επιπέδου σας. Εσείς ως ένας λαμπρός, ταλαντούχος, μορφωμένος και άξιος πολίτης, είχατε την μεγάλη τιμή να περπατάτε μ’άλλους εκλεκτούς επάνω στη γέφυρα, όταν ο υπόλοιπος ποταπός παρακατιανός σωρός κυλιότανε στο χώμα και τα λασπόνερα σαν άθλιος ορυμαγδός. Πράγματι, αξιολύπητο, οικτρό το θέαμα για έναν ‘φωτισμένο’ σαν και του λόγου σας. Δεν συμφωνείτε; Γι’αυτό κι εγώ σεβόμενος την απόφασή σας για το μεταξύ μας χάσμα, να σας ενημερώσω ευγενικά και στον πληθυντικό πάντα, πως προτίθεμαι οσονούπω να σας αλλάξω τα γεννημένα. Ναι, αυτό που ακούσατε αγαπητέ. Δεν θ’αφήσω τίποτα και κανέναν αξιότιμε. Θα ξεκινήσω από σας αξιοσέβαστε, και θα φτάσω μέχρι τον Κρο-Μανιόν, τον Νεάντερταλ, των σπηλαίων πρόγονό σας. Από κόσκινο θα σας περάσω όλους σας!!
Πείτε μου λοιπόν τώρα στα γρήγορα τί βλέπετε στο ΜΑΤΙ!
… αααπ’το αναπάντεχο μακελειό, κανένας άλλος πλανήτης δεν έμεινε αλώβητος, ακέραιος, αρτιμελής και συμπαγής για να μπορέσει ν’ αντισταθεί στην επιπλοκή του ολοκαυτώματος. Όσο κι αν προσπάθησε σαν ένας τρανός Τιτάνας. Γιατί παρά το πυρετώδες κώμα που είχε υποστεί απ’την ακτινοβολία, ήταν αδύνατον να συγκρατήσει στις χαροκαμένες πλάτες του τον βαριά πληγωμένο βασιλιά και τον πάλαι ποτέ εκτυφλωτικό ουράνιο θρόνο του. Την αυτοκρατορία του που είχε αρχίσει να καταρρέει ξεφούσκωτη και μικρή, σχεδόν τιποτένια στη μεγάλη μαύρη τρύπα η οποία ανοίγονταν με τα δευτερόλεπτα όλο και πιο πολύ από τα ουρλιαχτά και τ’ αγωνιώδη ντεσιμπέλ της απόγνωσής τους. Θανατικό βαρύ που ολοένα μεγάλωνε από την υπερβολική πίεση και τ’ ασφυκτικά αέρια τής πανταχόθεν απανθράκωσης, ρουφώντας έτσι στα σπλάχνα της αυτή η αχόρταγη ρουφήχτρα αμάσητη όλη τη σούπα από φλεγόμενους κομήτες, μετεωρίτες, νεφελώματα νεκρά, άστρα ετοιμοθάνατα, σύννεφα δηλητηριασμένα και κάθε λογής αστρική σαβούρα. Ένα τσούρμο από εξαθλιωμένα πρεζόνια όλα που ακολουθούσαν τυφλά και μεθυσμένα το φως του βασιλιά τους. Την ανάμνησή του που λύγιζε και χανόταν κυριολεκτικά στο πουθενά. Στις τρομαχτικές δυνάμεις στρέβλωσης και περιδίνησης που επικρατούσαν στο κέντρο αυτού του διαστημικού τυφώνα…
Το ΜΑΤΙ έγινε τότε μια μαύρη τρύπα, μια άβυσσος ρουφήχτρα. Και με μια τρομαχτική οργή, ένα γρήγορο ανοιγόκλεισμα, τον… “λοβοτόμησε” πέρα ως πέρα.
Ξάφνου, στρατιές ολάκερες από σαθρούς σκελετούς κι ακέφαλους κορμούς τον είχαν περικυκλώσει. Στα πόδια του μπροστά κείτονταν μυριάδες σάπια κορμιά, ακρωτηριασμένα χέρια και πόδια από βιαστές κι εγκληματίες. Υπήρχαν και τρελοί που, πληγωμένοι θανάσιμα στη ψυχή, ξέσκιζαν παλαβοί τους ζουρλομανδύες τους. Υπήρχαν επίσης και μυριάδες λυσσασμένοι σκύλοι, που γρύλιζαν ασταμάτητα στ’αυτιά του.
Απ’την λεπίδα ενός σπαθιού κατρακυλούσε πηχτό κατράμι, και κάρβουνα καυτά καίγονταν πάνω στου Αχιλλέα την ασπίδα. Στο πρόσωπό του ο ιδρώτας είχε τη μορφή και την οσμή του πετρελαίου, και το στόμα του σαν εξάτμιση ξερνούσε καυσαέριο. Τα δέρμα του καψαλισμένο, τα μαλλιά του λαμπαδιασμένα, κι ο τόπος όλος γύρω του βρωμοκοπούσε θειάφι.
Σκουλήκια, μυρμήγκια και κατσαρίδες γέμιζε ο τόπος. Βδέλλες, κουνούπια, σκνίπες, ψύλλους, τσιμπούρια και αλογόμυγες που του ρούφαγαν το αίμα. Ο αέρας γίνονταν πηχτός, βρωμερός όπως ο βούρκος, και η πλάση ολούθε του μια στάσιμη μούργα. Κάθε σπιθαμή και φίδι, κάθε κενό κι αράχνη. Όπου το βλέμμα του θωρούσε, έναν μακάβριο καταρράκτη συναντούσε. Θλίψη κι απόγνωση παντού, κι ένα μωρό παρατημένο αδιάκοπα να κλαίει. Αβάσταχτοι πόνοι και κραυγές, βελάσματα και τσιρίδες γυρίζαν στο μυαλό του σαν αιμοβόρες νυχτερίδες. Ανατριχίλες φρίκης σε όλο του το κορμί, και λεπροί δαιμονισμένοι που σέρνονταν στη στάχτη. Πύρινες γλώσσες τού’καιγαν την ψυχή, και παράλυτοι με γκασμά και φτυάρι τού’σκαβαν έναν λάκκο βαθύ γεμάτο μ’αποβράσματα!
Coming up next: The Black Butterfly pt1