«Μια χούφτα στάχτη, ναι, ο Αιμίλιος του Rousseau. Η ζωή του όλη, στη μανία πετάμενη μιας
φωτιάς π’ άναψε σ’ άγρια πόλη. Αποκαΐδια τα μύρια λάθη, ένας καπνός πηχτός, μαύρος
αποπνιχτικός τα πάθη. Μια χούφτα στάχτη, ναι, ο Αιμίλιος του Rousseau.»
Από πάνω, η αβάσταχτη ελαφρότητα, κι από κάτω, η αβάσταχτη βαρύτητα τού άνθρακα.*
Δύο ακραίες καταστάσεις, τόσο μακριά, μα τόσο, απ’ την άλλη πάλι, κοντά η μια στην άλλη.
Η στάχτη από πάνω, ένα βιβλίο που γράφτηκε κάποτε από ένα χέρι.
Το χέρι τούτο που κρατά τη στάχτη, θα μπορούσε να κρατά μία ιδέα ή το χέρι αυτό που την έκανε πραγματικότητα, φέρνοντάς την κάτω εδώ, από κόσμους, που είπε ο Πλάτων, επουράνιους.
Μεταξύ αυτών των δυο εκφράσεων τού άνθρακα, μια πρόθεση αθέατη στο μεσοδιάστημα μυστήρια ενεργεί.
Η αόρατη φύση τής ενέργειάς της, καθορίζει και την τελική μορφή.
Μια χούφτα στάχτη ο Αιμίλιος του Rousseau ή μια παλάμη σ’ επαφή;
Σε διεμπλοκή με μία άλλη, δημιουργώντας, από πρόθεση αγαθή, το ισχύς εν τη ενώσει;