Απόσταση (καθαρ. απόστασις – apostasis) είναι το μήκος του ευθύγραμμου τμήματος που συνδέει δύο σημεία, αυτό που πρέπει να διανύσει κανείς για να πάει από ένα σημείο σε άλλο, (κατ’ επέκταση) ο χρόνος που απαιτείται, το διάστημα χρόνου που χωρίζει δύο χρονικά σημεία, η διαφορά ανάμεσα σε δύο πράγματα, (μεταφορικά) η ψυχική ή / και κοινωνική απομάκρυνση ενός ατόμου από κάποιο άλλο, η απόσταση μεταξύ λόγων και έργων, (στον πληθυντικό) η στάση της επιφύλαξης.
Παρά τις αξιόλογες προόδους τής επιστήμης τα τελευταία χρόνια, η πλήρης κατανόηση του αποπτωτικού μηχανισμού δυσχαιρένεται από την πολυπλοκότητά του και το πλήθος των σημάτων που ελέγχουν την ενεργοποίησή του. Η πολυπλοκότητα του μηχανισμού αυτού οφείλεται στο γεγονός ότι οι ίδιες οδοί χρησιμοποιούνται και για τη μετάδοση σημάτων αύξησης και διαφοροποίησης, όπως τα εξωκυττάρια σήματα καθώς και τα σήματα από γειτονικά κύτταρα, που μπορούν τόσο να ενεργοποιούν όσο και να καταστείλουν τα προγράμματα θανάτου.
Από την παραπάνω πληροφορία γίνεται αντιληπτό πως όσο περισσότερο κανείς προσεγγίζει συνειδητά ένα φυσικό φαινόμενο, τόσο πιο εμφανές (αισθητά) κι αντιληπτό (νοητά) γίνεται μπροστά του το μυστήριο που το καλύπτει.
Ο μύθος τού Ικάρου αποτελεί ένα πολύ καλό παράδειγμα για την κατανόηση τής αλήθειας που κρύβεται πίσω από τον παράγοντα απόσταση. Γοητευμένος, λέει, απ’το φαινόμενο τής πτήσης, ο Ίκαρος παράκουσε τον πατέρα του Δαίδαλο και την εντολή του να μην πετάει πολύ ψηλά, αφού λογικά απ’τη ζέστη θα έλιωνε το κερί των φτερών του, με αποτέλεσμα η ανυπακοή του στον κανόνα να τον φέρει σε φονική απόσταση απ’τον ήλιο και να του στοιχίσει τελικά τη ζωή. Αν πάλι τώρα ο Ίκαρος πέταγε πολύ χαμηλά, κοντά στη θάλασσα, η υγρασία της θα του έλυνε τα φτερά, σπρώχνοντας τον πάλι η απόσταση στο ίδιο τραγικό/θανάσιμο αποτέλεσμα.
Άρα, όταν η απόσταση παίρνει ακραία τιμή, δεν εξυπηρετεί κατά πως φαίνεται τον μέσο, απλό ή κοινό άνθρωπο, παρά μονάχα χρησιμεύει στον ειδικό (πχ. παρατηρητή) για μελέτη, αφού την αλήθεια κατέχει τη γνώση και δύναται ταυτόχρονα να αντέξει και να ελέγξει τις όποιες τιμές οριακής αυξομοίωσής της στην έρευνά του.
Δυστυχώς όμως στις μέρες μας παρατηρώ πολύ έντονα αυτό το φαινόμενο των ακραίων αποστάσεων. Βλέπω, δηλαδή, μία μερίδα που βρίσκεται εκ των πραγμάτων πολύ κοντά στον πυρήνα των εξελίξεων και καίγεται ( + ) κυριολεκτικά να βγάλει άκρη (ειδικοί), αλλά βλέπω επίσης και μία μεγάλη μερίδα που βρίσκεται εκ διαμέτρου αντίθετά του και παγώνει ( – ), γιατί δεν μπορεί ή δεν γνωρίζει -λόγω έλλειψης γνώσης ή κατάρτισης- πως να βγάλει άκρη (μη ειδικοί).
Απομάκρυνση, επιφύλαξη, διαφορά, διάστημα, είναι όλα χαρακτηριστικά τής απόστασης.
Και ρωτώ: Ποιος ή τί μπορεί να συνδέσει αυτό το χάσμα μεταξύ των δύο στρατοπέδων; Ποιος ή τί δύναται να το διανύσει απ’άκρη σ’άκρη για να δημιουργήσει την προϋπόθεση για ζεύξη των δύο πόλων; Ποιος ή τί είναι σε θέση να καλύψει τη νοητική αυτών ακραία διαφορά;
Η απάντηση είναι όποιος και ό,τι διαθέτει τη φιλοσοφική ανωτερότητα (supervenience) της ουδετερότητας (η υπεροχή τής ουδετερότητας οφείλεται στο γεγονός ότι διέπεται από κατώτερες κι ανώτερες ιδιότητες). Εκείνος που σκέφτεται λογικά κι αυτό που ενεργεί, κινείται ή συμπεριφέρεται ανάλογα.
Η ηλεκτροστατική επαγωγή, γνωστή και ως «ηλεκτροστατική επιρροή» ή απλώς «επιρροή» είναι μια ανακατανομή του ηλεκτρικού φορτίου σε ένα αντικείμενο που προκαλείται από την επίδραση των κοντινών φορτίων. Δεδομένου ότι τα ουδέτερα αντικείμενα αποτελούνται από πολλά θετικά και αρνητικά φορτία σε ίσο μέτρο, μερικά από τα οποία μπορούν να κινηθούν, η παρουσία ηλεκτρικού πεδίου από ένα φορτισμένο αντικείμενο ( + ή – ) θα μετακινήσει αυτά τα φορτία και θα οδηγήσει σε μια περιοχή αντίθετου (με το αντικείμενο που δημιουργεί το πεδίο) φορτίου όπου το ουδέτερο αντικείμενο είναι πλησιέστερα στο φορτισμένο αντικείμενο, και αυτό θα οδηγήσει πράγματι σε μια έλξη μεταξύ του πρώην ουδέτερου και του φορτισμένου αντικειμένου.
![](https://i0.wp.com/prometheusproject.info/wp-content/uploads/2021/11/apostasis.jpg?fit=1024%2C576&ssl=1)