Ποιος είπε ότι με νοιάζει τ’άσχημο,
τ’αφύσικο και προβληματικό
Ποιος άτιμος το είπε αυτό
Γλιστράει η σκέψη΄ πάει
Παραπατάει στα χώματα
Μυρμιδόνες άγριοι και χαρακώματα
Όνειρα παγιδευμένα σε τρύπες και φυλλώματα
Ποιος είπε ότι μ’ενδιαφέρει το χαλασμένο
Λευκό που γίνηκε στο χρόνο μουχλιασμένο
Πράσινο σκούρο κι εκτρωματικό
Μπερδεύεται το σκεπτικό΄ πάει
Χαιρετάει το εγώ νοθευμένο
Ένα σφάλμα μόνιμα μεθυσμένο
Στου νου την αλάνα εγκαταλειμμένο
Μάνα πού είναι ο καρπός σου?
Μάνα πού είναι ο υιός σου?
Στο μαρτύριο τίκτομαι
Εν τω σπηλαίο σκοτεινό βρίσκομαι
Ποιος είπε όμως ότι σκιάζομαι
Προσπαθώ
Το έμβρυο μάνα να σε θυμηθώ
Ω, πόσο λανθασμένα σκέφτεσαι κι εσύ γεροξεκούτη
Ω, πόσο φθονερά θωρείς τον ερχόμενο Φαρισαίε φαφούτη
Έχεις χάσει τον προσανατολισμό
Ολοταχώς πας με ψεύτη αστέρα προς τον εξευτελισμό
Βολοδέρνεις στην πλάνη και την ερημιά
Παρακαλάς γονατιστός μια στείρα χαρουπιά
Μα σημασία δε σου δίνει καμιά
Αρμενίζεις τότες στ’άπειρο
Τα σύμβολα σειρά από ράμματα στης μούρης σου τον ξεφτισμένο πάπυρο
Ε, ξύπνα, γιατί χάνεσαι
Δεν το αισθάνεσαι?
Ναι, στης σκέψης σου τον άπατο λάκκο
Ξύπνα φθηνέ αλητάκο
Φαίνεται καθαρά πόσο ύπουλη είν η πρόθεσή σου
Το μαρτυράει η νάιλον έκφρασή σου
Όχι, δεν θα παρασυρθώ
Προτιμώ γυμνός να συρθώ
Δεν πάω όμως στο βούρκο αγάς
Εκεί που θες σειρήνα εσύ να με τραβάς
Όχι, δεν θα σου κάνω τη χάρη όσο κι αν αγκομαχάς
Δεν θα με πας στα χαμηλά
Η λογική έπαψε πια να μιλά
Ανύψωσις είναι από ροδοπέταλα
Πορφυρά αετού φτερά
Δεν είναι απατηλά
Είναι μια παπαρούνα΄ δες,
που φύτρωσε σε μαύρα βότσαλα
Ηφαιστειακή ανάμνηση, φωτιά και σίδερο μαζί
Δεν είναι τα δικά σου τρύπια κόκαλα απ’το χαλάζι
Τ’ακούς?
Βυσσοδομείς και ξεφτιλίζεις καθετί το ιερό
Λοξοδρομείς και σαπίζεις καθετί το δροσερό
Γάργαρο ήταν το νερό
Γίνηκε τοξική λησμονιά
Θα σε πετάξω με μια κλωτσιά στου κύβου τη γωνιά
Θα σε αποτινάξω μια για πάντα τής ομορφιάς φονιά
Αλίμονό σου όταν βγει ο Χάρος παγανιά
Τρέμει ολάκερη η ψυχή
Άγρια ραΐζει η πτωχή
Ξεσκισμένα ολούθε πανιά
Τα δόντια της σπάνε απ’την κανονιά
Θα σε πουλήσω, να το θυμάσαι, στου Άδη το λιμάνι κοψοχρονιά
Ναυάγιο που ρημάζει είσαι πάνω σε άτιμα βράχια
Αγέρας μαύρος και Χριστού αγκάθια
Δούλος αιώνιος προορίζεσαι για τα κατακάθια
Αλυσίδες και βαρυχειμωνιά
Κόλαση και ανυπόφορη καταχνιά
Ανύψωσις για μένα όλα αυτά απ’τα καρφιά
Σπάνε τα δεσμά κι αλλάζει η τροχιά
Σ’αφήνω πίσω μου μαριονέτα κακιά
Κοίτα, το βλέμμα μου κοιτά ψηλά
Κοιτά με σιγουριά τα άγια σύγνεφα
Σου κρεμώ λοιπόν τις κλωστές στο σταυρό και σε τραβώ απάνω
Στο δικό μου το μαρτύριο καταπάνω
Το δικό μου εξιτήριο για σε της αβύσσου εισιτήριο
Πιες χολή εσύ κι εγώ ζωής ελιξήριο
Πιες όσο θες
Δεν το θες?
Δικό σου πάντα ήταν τούτο το δηλητήριο
Δικό σου τώρα και το δικό μου το μαρτύριο!!
![](https://i0.wp.com/prometheusproject.info/wp-content/uploads/2021/11/anypsosis.jpg?fit=1000%2C563&ssl=1)